Όταν η Κίρκη δίνει ταξιδιωτικές οδηγίες στον Οδυσσέα, του περιγράφει πρώτα τη Σκύλλα, το τέρας με τα δώδεκα πόδια και τους έξι λαιμούς, που έχει ένα τρομερό κεφάλι σε κάθε λαιμό, με τρεις σειρές δόντια, που παραμονεύει τα θύματά της και δεν γλιτώνει κανείς. Υπάρχουν όμως και καλά νέα: Έχει μόνο έξι κεφάλια. Θα φάει λοιπόν μόνο έξι συντρόφους του Οδυσσέα, και οι υπόλοιποι θα γλιτώσουν, ενώ στην άλλη πλευρά υπάρχει η Χάρυβδη, μια δίνη που μπορεί να καταπιεί ολόκληρο το πλοίο μαζί με τους άντρες του. Έτσι, τον συμβουλεύει: χίλιες φορές να θρηνήσεις έξι συντρόφους, παρά να τους χάσεις όλους μονομιάς.

Αν μεταφράσουμε τώρα στη γλώσσα της τρέχουσας δημοσιογραφικής προπαγάνδας, ας πούμε στη γλώσσα των υπαλλήλων της «Καθημερινής», στην πολιτική επιλέγει κανείς ανάμεσα «στο δυσάρεστο και το καταστροφικό», όπως λέει ο Π. Μανδραβέλης. Έτσι λοιπόν ξεκινήσαμε με το δίλημμα Μνημόνιο ή Χρεοκοπία και ακολούθως προχωρήσαμε, κατά τη μεταδημοψηφισματική, παπαδήμειο περίοδο της πολιτικής μας, στο δίλημμα Ευρώ ή Δραχμή. Το σόφισμα έγκειται στο ότι από τις άπειρες δυνατές λύσεις (και εννοώ κυριολεκτικά άπειρες, αφού θεωρητικά δεν υπάρχει όριο στον αριθμό των δυνατών προτάσεων ή των πιθανών προοπτικών μας) επιλέγονται μόνο δύο: η μία παρουσιάζεται ως καταστροφή, Κόλαση, και η άλλη εκπροσωπείται ως μια εκδοχή του μη χείρονος. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ο εκβιαστής λέει «μπορεί να είμαι χάλια, αλλά αν δεν είμαι εγώ στα πράγματα, η εναλλακτική δεν είναι απλώς χάλια, είναι η Κόλαση η ίδια. Τι προτιμάτε, να φάω έξι συντρόφους και να τελειώνουμε ή να βυθιστεί το καράβι αύτανδρο;». Όλη η σπουδή επιδεικνύεται σε αυτή την περίπτωση προκειμένου να αποσιωπηθούν οι εναλλακτικές λύσεις.

Ας θυμηθούμε, χωρίς να ανατρέξουμε στο πολύ μακρινό παρελθόν, πως ο όψιμα επικριτικός Πρετεντέρης μαστίγωνε τους διαφωνούντες με το Μνημόνιο λέγοντας πως χωρίς αυτό δεν θα είχαμε λεφτά για να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις, παρότι τα λεφτά του Μνημονίου δεν πήγαν σε μισθούς και συντάξεις αλλά στους δανειστές μας. Επίσης, πρόσφατα καταλήξαμε σε κούρεμα 50%, το οποίο ήταν κι αυτό απαγορευμένη λέξη, μέχρι που έπαψε να είναι απαγορευμένη λέξη και κατέστη ευλογία. Αυτά είναι περίπου κοινοί τόποι σήμερα, αλλά είναι χρήσιμο να τα υπενθυμίζουμε στον βαθμό που μας επιτρέπουν να δούμε και να σκεφτούμε τα αντίστοιχα τυφλά σημεία του σημερινού διαλόγου. Την ώρα που η επίσημη προπαγάνδα και οι εκφραστές της ωρύονταν πως οι εκδοχές είναι δύο, η δυσάρεστη (των λαθών τους) και η καταστροφική (των απειλών τους), φαίνεται τώρα ότι επεξεργάζονταν τα σενάρια που απαγόρευαν στην κοινή γνώμη να συζητά. Σήμερα συμβαίνει το ίδιο με τη συζήτηση για τη δραχμή. Με τον εκβιασμό για την έξοδο από το Ευρώ πάγωσε μέσα σε μία μέρα η κοινή γνώμη. Όλα τα ΜΜΕ ανατρίχιασαν μπροστά στη διακινδύνευση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας και ξαφνικά η κριτική στην κυβερνητική πολιτική κατέστη συνώνυμη της βίαιης οπισθοδρόμησης. Δεν είμαι ειδικός για να αναλύσω τις συνέπειες της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, αλλά είναι φανερό πως πλειάδα ειδικών θεωρούν πως υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι για να γίνει και πως οι συνέπειες δεν θα είναι όλες αρνητικές, θα είναι μάλιστα υπό προϋποθέσεις συγκριτικά προτιμότερες από την ασκούμενη πολιτική. Η παρουσίαση της επιστροφής στη δραχμή ως Κόλασης υπηρετεί το  σοφιστικό στρατήγημα της αποσιώπησης των τρίτων λύσεων και της εμφάνισης της μόνης εναλλακτικής λύσης ως καταστροφής, στρατήγημα που μπορούμε να ονομάσουμε ιδεοτυπικά «Καραμανλής ή τανκς». Παρόμοια ήταν η περίπτωση των γαλλικών προεδρικών εκλογών του 2002, ανάμεσα στον υπόλογο για διαφθορά Σιράκ και τον φασίστα Λεπέν, όπου χρησιμοποιήθηκε το σύνθημα «ψηφίστε τον απατεώνα, όχι τον φασίστα»! Προσπερνώ τον πειρασμό να πω ότι ο σημερινός πολιτικός μπαξές στην Ελλάδα έχει κι απ’ τα δύο, και απατεώνες και φασίστες, και επιστρέφω στα εκβιαστικά διλήμματα. Το συμφέρον της εξουσίας είναι να απλοποιεί και να βιάζεται. Πάντοτε περιφρονεί τις αναλύσεις ως ακροβασίες για ποιητικές φύσεις, για ηλιθίους του περιθωρίου δηλαδή, που δεν μπορούν ποτέ να διαχειριστούν μια πραγματική κρίση παίρνοντας αποφάσεις. Όμως αυτή η στάση είναι βεβαίως υποκριτική, αφού αν μη τι άλλο αποκρύπτει ότι η εξουσία ασκείται συχνά, ακόμη και στη σημερινή κρίση, με τρομερούς δισταγμούς, παλινωδίες και καθυστερήσεις, που κάνουν κι εμάς τους χαρτογιακάδες του ελεύθερου στοχασμού να βγαίνουμε από τα ρούχα μας, να ζητούμε επιτέλους λίγη διαχειριστική επάρκεια, κι ας περιμένει η επανάσταση. Κι όμως, ο λόγος της εξουσίας επικαλείται πάντα μια αίσθηση του επείγοντος, κατάσταση «έκτακτης ανάγκης». Η διαχειριστική πολιτική ξέρει να θέτει διλήμματα και να εκβιάζει. Όπως λέει ο καθηγητής Γουλφ, όταν κάποιος σε σταματήσει για να σε ληστέψει και σε ρωτήσει αν έχεις προτίμηση μεταξύ μαχαιρώματος ή στραγγαλισμού, ευλόγως θέλεις να αναφωνήσεις: «δεν αποδέχομαι το εύρος των διαθέσιμων επιλογών». Η Πολιτική με κεφαλαίο Π δεν αναγνωρίζει διλήμματα, διότι εξ ορισμού συνιστά υπέρβαση των διλημμάτων, μεταμορφώνοντας τους όρους και τις προϋποθέσεις του ερωτήματος. Δεν μιλώ υπεραισιόδοξα. Εννοώ ότι αντί να προσχωρήσουμε στη λογική «το μη χείρον βέλτιστον», με την οποία καλούμαστε να επιλέξουμε μεταξύ Σιράκ και Λεπέν, Μπους και Σαντάμ, Παπαδήμου και εσωτερικής στάσης πληρωμών κ.ο.κ., η δική μας πρόταση είναι η νηφάλια επαναφορά στη συζήτηση όλων των υπαρκτών επιλογών που αυτή τη στιγμή αποσιωπούνται. Όχι μόνο την πιθανότητα να σκοτώσει ο Ηρακλής τη Σκύλλα, όπως αναφέρει άλλη εκδοχή του μύθου, αλλά π.χ. να γνωρίσουμε έναν φίλο στη Σκύλλα και να την ενθαρρύνουμε να φύγει για ένα σύντομο ταξιδάκι στο εξωτερικό, μέχρι να διασχίσουμε τα στενά, να μην επιστρέψουμε στην Ιθάκη αλλά να πάμε στις Μαλδίβες, να φτιάξουμε πλωτή πολιτεία και να τρεφόμαστε με πουλιά και ψάρια, να κάνουμε όπισθεν ολοταχώς, να αφήσουμε το πλοίο και να περπατήσουμε στην έρημο, να επινοήσουμε το αερόστατο, να κάνουμε με μία λέξη αυτό που τα εκβιαστικά διλήμματα μας απαγορεύουν: να σκεφτούμε.