του Φώτη Τερζάκη

Τα φουσκωμένα νερά τού Νερέτβα κυλούν αφρίζοντας κάτω από αυτό το πέτρινο κόσμημα που από τον δέκατο έκτο αιώνα συνδέει τις δύο όχθες του, και μαζί με τους δύο πύργους στις άκρες του είναι ίσως η πιο αντιπροσωπευτική εικόνα τής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Τα σπίτια πετρόχτιστα, με κεραμίδια επίσης από λαξευτή πέτρα, σφιχταγκαλιάζονται με καλντερίμια που ανηφορίζουν στους πρόποδες του όρους Βέλεζ. Αν τα δεις φωτισμένα τη νύχτα, είναι μαγική εικόνα. Η πιο γραφική ανατολική όχθη είναι γεμάτη μικρά μαγαζάκια με κιλίμια, ασημικά, δερμάτινα και τουριστικά είδη. Περνώντας από το μουσείο τής πόλης και τον Πύργο τού Ρολογιού, στην πάνω συνοικία, εκεί που υπήρχε η Σερβική Μητρόπολη τώρα είναι ένας σωρός πέτρες. Σέρβοι δεν υπάρχουν καθόλου εδώ πλέον. Το 1993 Καθολικοί και Μουσουλμάνοι, οχυρωμένοι από τις δύο πλευρές τού Νερέτβα, κανονιοβολούσαν με μανία οι μεν τους δε· φυσικά, έπεσε και το γεφύρι (έχει δυο-τρία χρόνια που ανοικοδομήθηκε, μας είπαν). Όλα τα τζαμιά κατεδαφίστηκαν (πλην ενός, που επισκεφθήκαμε κατευθείαν μπαίνοντας στην πόλη)· ίχνη από σφαίρες παντού, περισσότερα κι από το Σεράγεβο, τοίχοι ξηλωμένοι από ριπές πολυβόλων κι ερειπωμένοι σκελετοί ανάμεσα σε πολύχρωμους ανθισμένους κήπους.
 
Καταλύσαμε στο αρχοντικό τού Μουσλιμπέγκοβιτς, ένα ξεχωριστό δείγμα οικιστικής Οθωμανικής αρχιτεκτονικής, σε χρώμα λευκό-ζαχαρί με παράθυρα από βαρύ σκούρο ξύλο. Χτίστηκε τον δέκατο έβδομο αιώνα και ανοικοδομήθηκε το 1871· σήμερα λειτουργεί σαν ξενοδοχείο, αλλά επίσης υπάρχει ξενάγηση με εισιτήριο για όσους θέλουν να δουν το εσωτερικό του. Είναι επιπλωμένο με αντικείμενα που σου επιτρέπουν να κρυφοκοιτάξεις τη ζωής μιας πλούσιας οικογένειας μουσουλμάνου αξιωματούχου στα χρόνια τής Οθωμανικής ακμής: δύο όροφοι και σοφίτα, 12 πολυτελή δωμάτια και σουίτες με υπέροχα διακοσμημένα ταβάνια, κήπο και μια μικρή ξεχωριστή πτέρυγα, μέρος τού παλαιού υποστατικού, που λειτουργεί ως κουζίνα και καφέ.
 
Στρέφουμε πλέον προς τις ακτές τής Αδριατικής. Η Ερζεγοβίνη είναι τοπίο ξερό, μεσογειακό με την δική του ιδιαίτερη ομορφιά, περίφημη για τα καλά της κρασιά και τα ξεραμένα λιαστά φρούτα. Στο Μπλάγκατζ σταθήκαμε λίγο να δούμε το ποτάμι του, που αναβλύζει θεαματικά από ένα σπήλαιο, κι εκεί, πολύ κοντά στις πηγές του, συναντήσαμε ένα πολύ όμορφο τρίπατο κτίσμα, τυπικό τουρκομπαρόκ: ήταν ο τεκές (τάκια) του δερβίσικου τάγματος των Νακσμπαντί, που είναι ακόμα σε λειτουργία και οι δερβίσες τελούν τακτικά τις ιερές συναθροίσεις τους (επίσης, πουλούν μέλι που φτιάχνουν οι ίδιοι στους επισκέπτες). Στα θεμέλιά του είναι ενταφιασμένοι δύο σεβάσμιοι τατζίκοι σεΐχηδες από τον δέκατο πέμπτο αιώνα. Ο Σουφισμός ζούσε πάντα εντατικά στα Βαλκάνια (βέβαια, ο πιο ισχυρός κλάδος του παραμένουν οι Μπεκτασί, με κέντρο την Αλβανία). 
 
Το Ποτσιτέλι, χτισμένο αμφιθεατρικά σε μια απότομα κομμένη πλευρά βράχου, ήταν ένα καστροχώρι τής Οθωμανικής περιόδου· αφότου το στρατηγικής σημασίας ουγγρικό οχυρό έπεσε στους Τούρκους το 1471, επεκτάθηκε κι έγινε το συνοριακό φρούριο των Οθωμανών απέναντι στην εχθρική Δαλματία. Στα χρόνια τής Γιουγκοσλαβίας μεταμορφώθηκε σε μια ζωηρή κοινότητα καλλιτεχνών, η οποία διαλύθηκε εντελώς τα χρόνια τού πολέμου. Κατεβαίνοντας τα πολλά πέτρινα σκαλιά για να ξαναβγούμε στη εθνική οδό, πήραμε στο χέρι κάτι χωνάκια με ξεραμένους καρπούς (βερίκοκα, βατόμουρα, καρύδια και μύγδαλα)· και συνεχίσαμε την πορεία ως το Τρέμπινιε, τελευταίο σταθμό πριν περάσουμε στην Κροατία. Περιέργως, αυτή η συνοριακή πόλη είναι σερβικός θύλακος, οι άνθρωποι είναι αφοπλιστικά φιλικοί και οι επιγραφές στα κιριλικά. Τί παράξενη γαλήνη σε αυτή την ωραία πλατεία με τα πλατάνια και τις λεύκες, αντικρίζοντας το παλιό πέτρινο πανδοχείο που μου φέρνει στον νου κάτι τρυφερά χαμένο – μια ειρηνική, μελαγχολική Γιουγκοσλαβία να βουλιάζει στο γλυκό παλιομοδίτικο χρώμα της νοτισμένη από την πατίνα τού καιρού… Πώς κατακάθισε έτσι το βάρος και η υπόκωφη ένταση της Βοσνίας, που τώρα τη νιώθουμε καλύτερα καθώς φεύγει από πάνω μας σαν πηχτό στρώμα από λέπια ιδρώτα!
 
            Καθώς έπεφτε το βράδυ φάνηκαν από μακριά τα φώτα τού Ντουμπρόβνικ. Πώς νιώθει κανείς όταν πλησιάζει έναν θρύλο, κάτι που δεν είναι λογικό να υπάρχει έξω από τις διηγήσεις και τις σελίδες των βιβλίων; Και όμως… να που περπατάμε τώρα σε τούτα τα αναγεννησιακά καλντερίμια και τις στοές με τις τοξωτές αψίδες, κάτω από τις σκιές παλάτσων και καθεδρικών και σκαρφαλώνουμε στα παχιά ενετικά τείχη που καθρεφτίζονται στα νερά τής Αδριατικής, σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα από τον καιρό που αυτή η δημοκρατία τής Ραγκούζα ήταν ο κυριότερος εμπορικός ανταγωνιστής τής Βενετίας στις Δαλματικές ακτές και στα Βαλκάνια, και ο ζωτικότερος σύνδεσμος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με τον «έξω κόσμο» – δηλαδή την Ευρώπη, και κυρίως την Ιταλία… Εξήγε μεταλλεύματα, μεγάλη ποικιλία ζωικών προϊόντων και ορισμένα είδη διατροφής από τη Βαλκανική, την οποία προμήθευε με αλάτι και δυτικά βιομηχανικά προϊόντα, ιδίως υφάσματα και είδη πολυτελείας. Μετά το 1373 το εμπόριο του Ντουμπρόβνικ άρχισε ν’ αναπτύσσεται ραγδαία φτάνοντας μέχρι την Ισπανία, τη Συρία και την Αίγυπτο, ολόκληρο ουσιαστικά τον κόσμο τής Μεσογείου· οι έμποροί του είχαν πάρει άδεια από τον ίδιο τον πάπα για εμπορικές δοσοληψίες με Μουσουλμάνους, πράγμα που διευκόλυνε αφάνταστα τις πρώιμες επαφές τους με τους Οθωμανούς. Το 1397, όταν η ημισέληνος προέλαυνε νικηφόρα σε όλη τη Χερσόνησο, η πόλη εξασφάλισε από την Πύλη την άδεια να επεκτείνει ελεύθερα το εμπόριο και τις αποικίες της μέσα στον βαλκανικό χώρο, η οποία το 1458 επικυρώθηκε από μια οριστική συμφωνία που έθετε το Ντουμπρόβνικ υπό την οθωμανική προστασία έναντι ενός ετήσιου φόρου 1500 δουκάτων (που μέχρι το 1481 αυξήθηκε σε 12.500). Παρέμεινε μία ανεξάρτητη πόλη-κράτος κάτω από την ανάσα τής αυτοκρατορίας, διοικούμενη  από ένα συμβούλιο Προεστών κατά τα πρότυπα των αναγεννησιακών πόλεων της Ιταλίας. 
 
            Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς ιδρύθηκε και από ποιους. Ο πληθυσμός του ήταν με βεβαιότητα εκλατινισμένοι Ιλλυριοί. Από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο μαθαίνουμε ότι η πόλη τής Επιδαύρου, ελληνική παροικία, καταστράφηκε από επιδρομές των Αβάρων τον έβδομο αιώνα και όσοι από τους κατοίκους της διασώθηκαν μετακινήθηκαν σε μια προστατευμένη θέση λίγα χιλιόμετρα βορειότερα ιδρύοντας μια καινούργια πόλη, τη Ραγκούζα. Γύρω από τον νέο οικισμό απλώνονταν μόνο άγονα βράχια οπότε οι κάτοικοί του έπρεπε να πληρώνουν φόρο στους αρχηγούς των γειτονικών σλαβικών περιοχών αντί του δικαιώματος να καλλιεργούν γη για τον επισιτισμό τους. Ακόμη και όταν η Ραγκούζα είχε φτάσει τη μέγιστη έκτασή της τον δέκατο πέμπτο αιώνα, δεν ήταν σε θέση να παράγει αρκετά για τη συντήρησή της (τότε ο πληθυσμός της αριθμούσε περίπου πέντε με έξι χιλιάδες, και στην ευρύτερη εδαφική επικράτειά της ζούσαν περί τις 25-30.000 άνθρωποι). Η ανάπτυξη του ναυτιλιακού εμπορίου ήταν σχεδόν εξαναγκασμένη επιλογή, αλλά οι Ραγκούζιοι ενδιαφέρθηκαν από την αρχή σχεδόν και για τις χερσαίες επαφές με τις χώρες των Βαλκανίων: μια σειρά συμφωνίες με τη Βοσνία, τη Σερβία και τους Βυζαντινούς κατοχύρωσαν τη θέση και τα προνόμιά τους στην ευρύτερη περιοχή (τα οποία επανεπικύρωσε η Οθωμανική διοίκηση αργότερα). Την περίοδο των Σταυροφοριών πέρασε για ενάμιση αιώνα (1206-1358) στην κυριαρχία τής Βενετίας, αλλά με τη συντριβή τής Βενετίας από τους Ούγγρους ανέκτησε την ανεξαρτησία της ως κράτος υποτελές τού Βασιλείου τής Ουγγαρίας. Και αυτή την ανεξαρτησία, κάτω από αλλεπάλληλους προστάτες, διατήρησε μέχρι το 1806, όταν η Δαλματική κατελήφθη από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα.
 
            Η πολιτική αυτονομία και η εμπορική άνθιση είχαν τεράστια επίπτωση φυσικά στον πολιτισμό: το Ντουμπρόβνικ έγινε η πατρίδα σπουδαίων αρχιτεκτόνων, ζωγράφων, γλυπτών, αργυροχόων και χρυσοχόων αλλά και αρκετών επιστημόνων. Ακόμη πιο σημαντική είναι, ωστόσο, η σημασία του ως κέντρου τυπογραφίας και γραμμάτων, διακίνησης ιδεών και μεταφράσεων, διότι εδώ είναι που σμιλεύτηκε στην πραγματικότητα ο έντυπος σερβικός εθνικισμός: παρά τον Καθολικισμό και τον εξ ολοκλήρου ιταλικό της χαρακτήρα, η Δημοκρατία τής Ραγκούζα στάθηκε από γλωσσική άποψη η μικρή ελεύθερη αδελφή των Σέρβων και υπηρέτησε μοναδικά τη σερβοκροατική γλώσσα εκδίδοντας από τα τυπογραφεία της πολλούς τόμους με σερβικούς στίχους που φλόγισαν την ιδέα τού γιουγκοσλαβισμού.
 
            Μείναμε σ’ ένα νοικιασμένο διαμέρισμα στην ευρύτερη περιφέρεια, έξω από τα τείχη. Πριν αναχωρήσουμε ήρθαν να μας επισκεφθούν οι οικοδέσποινές μας: η νεαρή Ντολόρες ––φοιτήτρια κλασικής φιλολογίας–– και η μητέρα της. Η Ντολόρες ενθουσιάστηκε που ήμασταν Έλληνες (ομολογώ, μη αναμενόμενο: τον καιρό που η πόλη τού Ντουμπρόβνικ δεν φαινόταν από τους μαύρους καπνούς των ελαστικών τα οποία έκαιγαν μαζικά στην περίμετρό του οι κάτοικοι για να εμποδίσουν τη γιουγκοσλαβική αεροπορία να βρει τους στόχους της, οι Έλληνες αντιμετωπίζονταν εχθρικά εδώ, θεωρούμενοι ως υποστηρικτές των Σέρβων…). Μας μίλησε πολλή ώρα με φλογισμένα μάγουλα για τα θαύματα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, υπαινισσόμενη ένα είδος καταγωγής κατά κάποιον τρόπο· μίλησε για τις ελληνικές αποικίες αυτών των ακτών, την Επίδαυρο της Δαλματίας και την Κόρκυρα Μέλαινα –και φεύγοντας μας φίλησαν σταυρωτά στο μάγουλο, φανερά συγκινημένες, σαν οικογένεια.
 
Κόρκυρα Μέλαινα, ναι, η νήσος Κόρτσιουλα λίγο βορειότερα… Το δεύτερο σε πληθυσμό νησί τής Αδριατικής, ένα από τα ωραιότερα του δαλματικού αυτού συμπλέγματος που είναι από τα πιο δημοφιλή ευρωπαϊκά θέρετρα ήδη από την εποχή τής Γιουγκοσλαβίας. Το όνομά της είναι σλαβική μεταγλώττιση του «Κέρκυρα», διότι ξεκίνησε τη ζωή του ως αποικία των Κερκυραίων τον έκτο αιώνα π.Χ.· και «μέλαινα» χάρη στα πυκνά δάση μαύρων πεύκων που την κάλυπταν. Σήμερα είναι παντού φυτεμένη με αμπέλια και ελιές. Για μένα όμως είναι συνδεδεμένη προπαντός με το «Θερινό Σχολείο τής Κόρτσιουλα», ένα ετήσιο φιλοσοφικό φόρουμ που στις δεκαετίες τού ’60 και του ’70 λειτουργούσε ως τόπος συνάντησης θεωρητικών τού ανανεωτικού μαρξισμού απ’ όλο τον κόσμο. Διοργανωτές του ήταν η σπουδαία ομάδας που είχε συσπειρωθεί τότε γύρω από το περιοδικό Praxis (1964-74): Γκάγιο Πέτροβιτς, Μίλαν Κάνγκρα, Πρέντραγκ Βρανίτσκι, Μπράνκο Χόρβατ και Μιχαήλο Μάρκοβιτς, γνωστοί ως θεωρητικοί τής αυτοδιαχείρισης και κριτικοί τού γραφειοκρατικού σοσιαλισμού, δείγμα τού καλύτερου είδους σκέψης που παρήγε η τότε Ανατολική Ευρώπη και μία από τις σημαντικότερες συμβολές στον λεγόμενο ευρωπαϊκό μαρξισμό. Ανάμεσα στους συχνούς θαμώνες των καλοκαιρινών συναντήσεων της Κόρτσιουλα ήταν ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, ο Ερνστ Μπλοχ, ο Κάρελ Κόσικ, ο Γιούργκεν Χάμπερμας, περιστασιακά ο Αντόρνο, κ.ά.  
 
            Είχαμε περάσει κιόλας στο Μαυροβούνιο (Μοντενέγκρο ή Τσέρνα Γκόρα· το νόημα του ονόματος θα το αντιλαμβανόμασταν αργότερα). Όταν κατέβηκα να αλλάξω χρήματα η υπάλληλος με κοίταξε με απορία: νόμισμά τους ήταν επίσης το ευρώ! De facto, όπως λέμε, γιατί το Μαυροβούνιο δεν έχει ενταχθεί επισήμως στην Ευρωπαϊκή Ένωση… Ήμασταν στο Χέρτζεγκ Νόβι, και ανεβήκαμε να δούμε την παλιά πόλη με τα αρχαία της τείχη. Ύστερα, συνεχίζοντας, κάτι ονειρικό άρχισε να μας ρουφάει: ο υπέροχος Κόλπος τού Κότορ με τις στριφογυριστές του ακρογιαλιές, τα «Φιόρδ των Βαλκανίων». Δεν είναι ακριβώς φιόρδ, με την τεχνική έννοια της λέξης, αλλ’ αυτή ακριβώς την αίσθηση αφήνουν… Ατελείωτες παραλίες με μικρά βότσαλα, νερά με διαμαντένια κρυσταλλικότητα και ψαρόβαρκες δίπλα στα τουριστικά γιωτ, πολιτειούλες χτισμένες στους πρόποδες ενός αδιαπέραστου ορεινού παραπετάσματος που φράζει αυτή τη στενή παραλιακή λωρίδα από την πραγματική ενδοχώρα. Δεν μοιάζει με την ελληνική εικόνα τής Μεσογείου: μια γλυκιά μούχλα πλανιέται στην ατμόσφαιρα, κάτι πολυκαιρισμένο που λιώνει αργά μέσ’ στην υγρασία, και την ίδια στιγμή απίστευτα νοσταλγικό. Σταθήκαμε για καφέ στο Πέραστ, μέσα στο ψιλόβροχο. Η μικρή πόλη πίσω μας έμοιαζε με κομμάτι που ξεκόλλησε από τη Βενετία και ξεβράστηκε στην άλλη όχθη τής Αδριατικής, αναδίδοντας μελαγχολικές απόπνοιες του καιρού που υπήρξε πλούσια και ισχυρή. Παντού ενετικά κτίσματα και ρωμαϊκά μωσαϊκά. Και αναρίθμητες εκκλησίες, βέβαια. Το Κότορ ξεκίνησε τη ζωή του ως Acruvium, μέρος τής ρωμαϊκής επαρχίας τής Δαλματίας. Η σημερινή του μορφή οφείλει πολλά στα σχεδόν 400 χρόνια Ενετικής κυριαρχίας, όταν ήταν γνωστό ως Cattaro. Το 1813 ενώθηκε για πρώτη φορά με το Μαυροβούνιο, αλλά σύντομα οι μεγάλες δυνάμεις αποφάσισαν να το εκχωρήσουν στην Αυστρία, όπου και παρέμεινε ως το τέλος τού Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
 
            Η μαγεία τελείωσε φτάνοντας στην απελπιστικά τουριστικοποιημένη Μπούτβα. Αποχαιρετίσαμε τα γαλήνια παράλια και ξεκινήσαμε μια δραματική ανάβαση στα βουνά. Δύσκολο να περιγράψει κανείς την άγρια ομορφιά αυτού του τόπου· αυτή την αρωματισμένη γη που κολυμπάει στην ευωδιά των αγριοβότανων, των κωνοφόρων και των ανθέων τής Μεσογείου, όπου λύκοι και αρκούδες κρύβονται στις σκιερές της γωνιές. Μαύρος δρυμός, πραγματικά… Μοιάζει με τον τραχύ και υπερήφανο χαρακτήρα των κατοίκων του, που είχαν ανέκαθεν τη φήμη άγριων και ατρόμητων πολεμιστών· η ταυτότητά τους ήταν συνδεδεμένη με την ιδέα τής φυλής και με την αφοσίωσή τους στην Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία. Το Μαυροβούνιο είναι μια δυσπρόσιτη ορεινή νησίδα που ποτέ δεν κατακτήθηκε αληθινά από τους Οθωμανούς – τόπος φτωχός, αφιλόξενος, όπου άκμαζε η ηρωική ληστεία. Ύστερ’ από πολλές αποτυχημένες επιδρομές οι Οθωμανοί, πραγματιστικά σκεπτόμενοι, εκχώρησαν ένα καθεστώς ουσιαστικής αυτονομίας στους ορεσίβιους γηγενείς υπό την ψιλή τους επικυριαρχία. Έτσι το Μαυροβούνιο έγινε το έσχατο καταφύγιο της αντίστασης του σερβικού πληθυσμού, ένα πραγματικό θερμοκήπιο ανταρσίας.
 
            Η περίπτωση του Πέταρ Νιέγκος τού Β΄ ––του οποίου το μνημείο με τον έφιππο ανδριάντα συναντάμε παρεμπιπτόντως στον δρόμο μας, σε μια δραματική θέση απ’ όπου επισκοπείς όλη τη γραμμή τής Αδριατικής–– είναι ενδεικτική. Στο πρώτο μισό τού δέκατου ένατου αιώνα υπήρξε πρίγκιψ-επίσκοπος (βλαντίκα) του Μαυροβουνίου, μορφώθηκε σε διάφορα μοναστήρια κι έγινε πολιτικός και πνευματικός ηγέτης τού τόπου ύστερ’ από τον θάνατο τού θείου του Πέταρ τού Α΄. Δημιούργησε ένα κεντροποιημένο πρόπλασμα κράτους ενώνοντας τις φυλές σε μια στρατιωτική προσπάθεια κατά των Οθωμανών επικυριάρχων, που στέφθηκε από αξιοσημείωτες πολεμικές επιτυχίες. Έχοντας αναγνωριστεί ανεπισήμως από την Υψηλή Πύλη, οραματίστηκε την ένωση με τη Σερβία (που ήταν τότε στα πρόθυρα της ανεξαρτησίας) εκχωρώντας για τον σκοπό αυτό τα πριγκιπικά του δικαιώματα: ζητούσε μόνο να αναγνωριστεί ως θρησκευτικός ηγέτης όλων των Σέρβων. Παρ’ όλο που το σχέδιό του δεν πραγματοποιήθηκε όσο ζούσε, έθεσε κάποια από τα θεμέλια τού γιουγκοσλαβισμού και εισήγε μοντέρνες πολιτικές ιδέες στο Μαυροβούνιο.
 
            Ο Νιέγκος υπήρξε όμως ταυτόχρονα χαρισματικός ποιητής και φιλόσοφος, του οποίου τα έργα θεωρούνται σήμερα από σημαντικότερα της σερβόφωνης φιλολογίας. Γνωστότερο είναι το επικό του ποίημα Gorski vijenac («Το στεφάνι των βουνών») που λογίζεται ως αριστούργημα της νοτιοσλαβικής λογοτεχνίας κι εθνικό έπος τού Μαυροβουνίου, της Σερβίας αλλά και της Γιουγκοσλαβίας. Σε τίνος τη γλώσσα είναι γραμμένο; Στην κοινή γλώσσα των δυτικών Βαλκανίων, τη λεγόμενη άλλοτε σερβοκροατική – τη γλώσσα που μιλά η Σερβία, η Κροατία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο και ο σερβικός πληθυσμός τού Κοσσυφοπεδίου (εκτός των Αλβανών): η μεταξύ τους απόκλιση είναι λιγότερο από 2%…! Διαφέρει μόνο η σλοβενική στον βορρά και η μακεδονική στον νότο (που συγγενεύει περισσότερο με τα βουλγαρικά).    
 
            Οδηγώντας πλέον σε αλπικό τοπίο, με αισθητή την ορεινή ψύχρα, φτάσαμε νωρίς το απόγευμα σε ένα μοναχικό πανδοχείο-ρεστωράν, του Μάρκο. Μας τον είχε επίσης συστήσει ο Μίρκο. Ο Μάρκο είχε ζήσει κι αυτός στην Ελλάδα αρκετά χρόνια πρόσφυγας, είχε μάλιστα διαπρέψει σαν ποδοσφαιριστής σε κάποια ομάδα τής Θεσσαλονίκης, και μιλούσε καλά ελληνικά. Μέσα στην ξύλινη ρουστίκ σάλα τού ρεστωράν μάς περίμενε μια τεράστια πιατέλα με προσούτο δικής του παραγωγής, τοπικά τυριά και δυνατό σλίβοβιτς – το σέρβικο ρακί, που όπως η βουλγαρική ρακία γίνεται όχι μόνο από σταφύλια αλλά και από δαμάσκηνα, κούμαρα ή μούρα. Ύστερα μας ξενάγησε στη μικρή μονάδα παραγωγής όπου, κάτω από κρεμασμένα χοιρομέρια σε όλο το μήκος τής οροφής, μας έδειξε τη διαδικασία κατασκευής τού προσούτο· το κυριότερο πρόβλημα των μικρών παραγωγών σήμερα, εξηγούσε, είναι η επιβολή «προδιαγραφών» από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχεδιασμένων έτσι ώστε να κάνουν αδύνατη ή ασύμφορη την ανεξάρτητη παραγωγή με στόχο τη μονοπωλιακή της συγκέντρωση σε λίγες μεγάλες (συνήθως γερμανικές) μονάδες.
 
Η διαδρομή μας κατέληξε στο Βιρπαζάρ, την κωμόπολη-λιμάνι στη βόρεια όχθη τής λίμνης Σκάνταρ (Σκόδρα). Αυτός ο υδάτινος δρυμός έχει όντως σχήμα δελφινιού, που η ουρά με τα δύο τρίτα τού σώματός του βρίσκονται στο Μαυροβούνιο και το κεφάλι του στην Αλβανία. Είναι η μεγαλύτερη σε έκταση λίμνη των Βαλκανίων ––370 τετραγωνικά χιλιόμετρα–– κι ένα από τα σημαντικότερα καταφύγια υδρόβιων πουλιών σε όλη την Ευρώπη. Εδώ έχει τη φωλιά του ο απειλούμενος σήμερα δαλματικός πελεκάνος, μαζί με 256 άλλα είδη, ενώ κάτω από την ατάραχη επιφάνεια του νερού κρύβονται 48 γνωστά είδη ψαριών. Μια έκταση όση σχεδόν και η ίδια η λίμνη, από την πλευρά τού Μαυροβουνίου, προστατεύεται από το 1979 ως εθνικό πάρκο: ένας τόπος γαλήνιας ομορφιάς που μέσα του κλείνει απότομα βουνά, κρυμμένα χωριά, ιστορικές εκκλησίες και κρυστάλλινα νερά καλυμμένα με λιβάδια από νούφαρα. Το ξενοδοχείο «Πελεκάνος» είναι ο πιο δημοφιλής προορισμός εδώ: όχι μόνο επειδή έχει ένα έξοχο παραδοσιακό ρεστωράν με ανάλογη ατμόσφαιρα, όχι μόνο επειδή προσφέρει καθαρά και φιλόξενα μικρά δωμάτια με θέα στη γραφική πλατεία, ούτε μόνο επειδή ––σημαντικό βέβαια–– σου κλείνει στο ίδιο πακέτο κρουαζιέρα με το καΐκι σε όλο το βόρειο μέρος τής λίμνης· ένα ιδιαίτερο μέρος τής γοητείας του οφείλεται στον ίδιο τον ιδιοκτήτη του, τον αποκαλούμενο «Χεμινγουέι του Μοντενέγκρο»: μια επιβλητική ηλικιωμένη φιγούρα, κάτι μεταξύ θαλασσόλυκου και παροπλισμένου μπητ (έχει όντως ταξιδέψει στον μισό κόσμο), στου οποίου το γούστο οφείλεται κι εκείνη η απίθανη συλλογή παλαιών αντικειμένων, σπάνιων λαογραφικών κομματιών και γραφικοτήτων κάθε είδους που έχουν μετατρέψει τη σοφίτα τού πανδοχείου του σ’ ένα ιδιότυπο είδος μουσείου.
 
Να διασχίζεις τη λίμνη νωρίς το πρωί, σε απόκοσμη σιγή, ήταν μια μαγευτική εμπειρία. Στο μέσον της, πάνω σε μια μικροσκοπική νησίδα, ένα μισογκρεμισμένο πέτρινο κτίσμα ήταν κάποτε, μας είπαν, τουρκική φυλακή. Κορμοράνοι και μαύροι ερωδιοί κούρνιαζαν στα βράχια τους, και πότε-πότε ένας γλιστρούσε αθόρυβα αφήνοντας μια λεπτή γραμμή στο νερό· στο πλησίασμά μας, σηκώθηκαν σαν κομψό σμήνος στον ουρανό.
 
            Το Μαυροβούνιο επιφύλασσε ακόμα εκπλήξεις. Ένα βιαστικό πέρασμα μονάχα από την Ποντγκόριτσα, εκπληκτικές διαδρομές και πάλι μέσ’ από απόκρημνα φαράγγια και συνεχόμενα τούνελ, μια σύντομη στάση να δούμε το Μόρατσα Μαναστίρ στο φαράγγι τού Μόρατσα (ένα από τα σπουδαιότερα μεσαιωνικά μνημεία τού Μαυροβουνίου). Δίπλα στον κύριο ναό τής Αναλήψεως υπάρχει μια δεύτερη εκκλησία τού αγίου Νικολάου, με νωπογραφίες που οι παλαιότερες είναι από τον δέκατο τρίτο αιώνα· στον μεγάλο κήπο του δίπλα στο ποτάμι έχουν στημένους μακρόστενους πάγκους ––σαν υπαίθρια τραπεζαρία–– και μια ολόκληρη πτέρυγα στο πίσω μέρος προορίζεται για τη φιλοξενία των επισκεπτών (χτισμένη από χοντρή πέτρα και τα ξύλινα μπαλκόνια της πνιγμένα στις φυλλωσιές). Ύστερα κατευθυνθήκαμε προς Ντουμπρολόβινα και Τάρα Κλεισούρα: πυκνό ελατόδασος και κοπάδια με αγελάδες και άλογα, ξύλινα παραπήγματα για τους επισκέπτες ––αληθινό κρύο εδώ πάνω τη νύχτα–– και οικοτουρισμός (ράφτινγκ και ποδήλατα) στον ποταμό Τάρα. Επιστρέφοντας είδαμε το μεγάλο υδροηλεκτρικό φράγμα στο Πούζιτσε.
 
            Εκεί που ο Τάρα σμίγει  με τον Σούτζεσκα γεννιέται ο ποταμός Δρίνος. Όποιος έχει διαβάσει το Γεφύρι τού ποταμού Δρίνου τού Ίβο Άντριτζ δύσκολα θα αντιστεκόταν στην πρόκληση για κάτι σαν φιλολογικό προσκύνημα στο Βίσιτζιε, συνοριακή κωμόπολη μεταξύ Βοσνίας και Σερβίας όπου καταλήγει το φυσικό γλυπτό τής κοιλάδας τού Δρίνου. Οδηγήσαμε ως εκεί καθώς επιστρέφαμε στη Σερβία μόνο και μόνο για να σταθούμε μια ώρα κάτω από τα δέντρα τής πλατείας ατενίζοντας αυτή τη γέφυρα-θρύλο που η UNESCO έχει κηρύξει Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς – η οποία δεν έχει τίποτε το εξωτικό αρχιτεκτονικά, είναι όμως στοιχειωμένη με τόσα και τόσα φαντάσματα που τις νύχτες διαβαίνουν ανενόχλητα τα κρυφά περάσματα ανάμεσα στην ιστορία και τη λογοτεχνική φαντασία…
 
Πολύ κοντά στην πόλη τού Ούτζιτσε, κάπου διακόσια χιλιόμετρα νοτιοδυτικά τού Βελιγραδίου, είναι η Μόγκρα Γκόρα, ένα γραφικό ορεινό χωριό και κέντρο χειμερινού τουρισμού· εκεί, στα περίχωρά του, ο διάσημος σέρβος σκηνοθέτης Εμίρ Κουστουρίτσα έχει φτιάξει ένα τεχνητό χωριό-τουριστική μονάδα που είχαμε περιέργεια να δούμε. Ήταν η τελευταία μας διανυκτέρευση πριν το Βελιγράδι.
 
Το Ντέρβενγκραντ, γνωστό και ως Κύστεντορφ ή Μετσάβνικ, είναι ένα παραδοσιακό βαλκανικό χωριό χτισμένο εξ ολοκλήρου από ξύλο που Κουστουρίτσα δημιούργησε ειδικά για την ταινία του Η ζωή είναι ένα θαύμα. Μετά το τέλος των γυρισμάτων αποφάσισε να το κρατήσει σαν λαογραφικό έκθεμα, αλλά και σαν τόπο διαμονής για τον ίδιον και τους φίλους του, που αναπόφευκτα έγινε πόλος τουριστικής έλξης. Ο Κουστουρίτσα έγραψε:
 
Έχασα την πόλη μου [το Σεράγεβο] στη διάρκεια του πολέμου. Γι’ αυτό θέλησα να χτίσω το δικό μου χωριό. Έχει ένα γερμανικό όνομα: Κύστεντορφ. Θ οργανώσω εκεί σεμινάρια γι’ ανθρώπους που θέλουν να μάθουν πώς να κάνουν κινηματογράφο, κονσέρτα, κεραμική, ζωγραφική. Είναι το μέρος όπου θα ζήσω και όπου κάποιοι άνθρωποι θα μπορούν να έρχονται πότε-πότε να μ’ επισκέπτονται. Θα υπάρχουν βέβαια και άλλοι κάτοικοι οι οποίοι θα εργάζονται εκεί. Ονειρεύομαι έναν ανοιχτό τόπο με πολιτισμική πολυμορφία που να ορθώνεται ενάντια στην παγκοσμιοποίηση.
 
Το χωριό έχει  μια βιβλιοθήκη που φέρει το όνομα του Ίβο Άντριτζ· μια γκαλερί προς τιμήν τού γλύπτη Ντράγκαν Γιοβίτσεβιτς· έναν κινηματογράφο με το όνομα «Στάνλεϋ Κιούμπρικ»· ένα κεντρικό κτηριακό συγκρότημα που στεγάζει μια αίθουσα προβολών στο υπόγειό του, μια μεγάλη κοινή τραπεζαρία με κελάρι, έναν ξενώνα με ενοικιαζόμενα δωμάτια, μια πισίνα, μια σάουνα, ένα σχολείο και ιδιωτικά διαμερίσματα για τον Κουστουρίτσα και την οικογένειά του· ένα γυμναστήριο, ένα εστιατόριο, ένα ζαχαροπλαστείο κι ένα κατάστημα με σουβενίρ· και ακόμα, μια ξύλινη μικρή εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο Σάββα. Οι δρόμοι τού χωριού φέρουν τα ονόματα διαφόρων προσώπων που ο Κουστουρίτσα θαυμάζει – Νίκολα Τέσλα, Ερνέστο τσε Γκεβάρα, Ντιέγκο Μαραντόνα, Φεντερίκο Φελίνι, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, Τζόε Στράμερ, Νόβακ Ντοκοβιτς, κ.ά. Μπαίνοντας να φάμε κάτι στη μεγάλη τραπεζαρία, ήταν εκεί, πίνοντας κρασί με μια  παρέα στο μπαρ.