Το κύκλωμα εξαρθρώθηκε μετά από πολύμηνη συνεργασία της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής, της Europol και της Υπηρεσίας Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος (N.C.A.) της Μεγάλης Βρετανίας. Μαζί με τους επτά που συμμετείχαν στο κύκλωμα, οι αρχές συνέλαβαν τέσσερις αλλοδαπούς που επρόκειτο να διακινηθούν και διέμεναν σε σπίτια που χρησιμοποιούσαν τα μέλη του κυκλώματος, αλλά και έναν υπήκοο Αφγανιστάν, για κατοχή πλαστού δελτίου ταυτότητας.

Στο κύκλωμα εμπλέκονται ακόμα επτά άτομα που αυτή τη στιγμή κρατούνται σε φυλακές της Ελλάδας. Οι τιμές διαμορφώνονταν ανάλογα με τη χώρα προορισμού. Ενδεικτικά για ευρωπαϊκές χώρες η τιμή κυμαίνονταν από 4.000 έως 6.000 ευρώ, με εξαίρεση τη Μεγάλη Βρετανία όπου η τιμή κυμαινόταν από 8.000 έως 10.000, ενώ για τον Καναδά άγγιζε έως και τα 16.000 ευρώ ανά άτομο.

Οι τρόποι που δρούσαν

Η πρώτη υποομάδα ήταν επιφορτισμένη με την προώθηση μεταναστών κυρίως από την Αττική, είτε οδικώς, μέσω της «Βαλκανικής οδού», είτε αεροπορικώς. Τα μέλη της ομάδας μετέφεραν τους μετανάστες στην περιοχή των Ευζώνων και ακολούθως διευκόλυναν την έξοδο τους προς την ΠΓΔΜ. Από εκεί άλλα μέλη του κυκλώματος παραλάμβαναν τους μετανάστες και διοργάνωναν την περαιτέρω προώθησή τους στη χώρα τελικού προορισμού. Επίσης, η παράνομη προώθηση μεταναστών αεροπορικώς γινόταν, κυρίως μέσω του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος», αλλά και μέσω των κρατικών αερολιμένων του Ηρακλείου και της Μυτιλήνης.

Η δεύτερη υποομάδα είχε αναλάβει την προώθηση μεταναστών από περιοχές της Βόρειας Ελλάδας σε Ευρωπαϊκές χώρες οδικώς, μέσω της «Βαλκανικής οδού». Τα μέλη του κυκλώματος μετέφεραν τους μετανάστες με οχήματα, από περιοχές της Θεσσαλονίκης στα σύνορα με Π.Γ.Δ.Μ., μέσω του νομού Κιλκίς. Από εκεί τους καθοδηγούσαν πεζούς από μονοπάτια διέλευσης στη γειτονική χώρα και στη συνέχεια με τη χρήση οχημάτων, τους μετέφεραν στους τελικούς προορισμούς, με κυριότερο την Αυστρία.