Το αντίστοιχο μέσο ποσοστό για την Ευρωζώνη ανερχόταν στο 47% στο τέλος του περασμένου έτους, με τα χαμηλότερα ποσοστά να σημειώνονται στη Γερμανία και το Λουξεμβούργο (λίγο πάνω από το 32%). Τα υψηλότερα ποσοστά συγκέντρωσης, μετά την Ελλάδα, είχαν η Εσθονία (90%), η Λιθουανία (86%) και η Φινλανδία (80%).
 
Το 2008, ο βαθμός συγκέντρωσης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα ήταν 70% και στην Ευρωζώνη 44%. Στην αύξηση του βαθμού συγκέντρωσης συνέβαλε η διαδικασία συγχωνεύσεων στο τραπεζικό σύστημα στην Ευρωζώνη που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, λόγω των πιέσεων για περιορισμό του κόστους και αναδιάρθρωσης. “Τα τελευταία χρόνια, η χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε το 2008 άσκησε πρόσθετη πίεση για την απομόχλευση και συγχώνευση τραπεζών, ιδιαίτερα στις χώρες που επηρεάσθηκαν περισσότερο από τη χρηματοπιστωτική κρίση”, σημειώνει η έκθεση.
 
Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν η μείωση του αριθμού των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα σε 21 το 2014 από 36 το 2008, ενώ κάθε τραπεζικό κατάστημα εξυπηρετεί κατά μέσο όρο 4.090 κατοίκους της χώρας έναντι 2.730 το 2008. 
 
«Παρατηρώντας μεσοπρόθεσμα, από την αρχή της κρίσης, η Ελλάδα, η Κύπρος και η Ισπανία έχουν καταγράψει τις μεγαλύτερες σχετικές μειώσεις, λόγω της αναδιάρθρωσης και της συγχώνευσης των τραπεζικών τομέων τους στο πλαίσιο της κρίσης», αναφέρει η έκθεση.
 
Παρά τη μείωση του αριθμού των τραπεζών, το συνολικό ύψος του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών ανήλθε στο τέλος του 2014 στα 358 δισ. ευρώ, όσο ακριβώς και στο τέλος του 2008. Σε σχέση με το ΑΕΠ ήταν 2 φορές μεγαλύτερο πέρυσι ενώ το 2008 ήταν 1,5 φορές μεγαλύτερο, μία διαφορά που εξηγείται από την πολύ μεγάλη πτώση του ελληνικού ΑΕΠ την ίδια περίοδο. 
 
«Αν παρατηρήσουμε τη μεσοπρόθεσμη δυναμική στην περίοδο 2009-2014, το μέγεθος του ενεργητικού του εγχώριου τραπεζικού τομέα αυξήθηκε κάπως σε χώρες που ήταν ή είναι ακόμη σε προγράμματα βοήθειας, όπως στην Πορτογαλία και την Κύπρο, κυρίως όμως στην Ελλάδα», σημειώνει η έκθεση.
 
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ