Το θέμα της Συνόδου αφορά στο πλαίσιο των δημοσιονομικών πολιτικών της ΕΕ για μια επταετία, δηλαδή, ουσιαστικά αναφέρεται στον τρόπο λειτουργίας του αναδιανεμητικού μηχανισμού της ΕΕ.

Ιστορικά, η συμφωνία στα δημοσιονομικά παρουσιάζει μεγάλη δυστοκία, είναι προϊόν δύσκολων και σκληρών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στα κράτη- μέλη και οι τελικές αποφάσεις λαμβάνονται στην… παράταση.

 

Εύλογο είναι, σε τούτη τη συγκυρία της κρίσης, που έχει υπαγορεύσει την ανάγκη αυστηρών προγραμμάτων λιτότητας, οι διαπραγματεύσεις για μια δημοσιονομική συμφωνία να εξελιχθούν σε μια επίπονη περιπέτεια.

Ήδη, η πρόταση της Επιτροπής για αύξηση κατά 5% (σε σχέση με το προηγούμενο δημοσιονομικό πλαίσιο) -έτσι ώστε το 1,11% του μέσου ευρωπαϊκού ΑΕΠ να καλύψει δαπάνες 1,083 τρισ. ευρώ – προκάλεσε βαθύ διχασμό στους κόλπους των εταίρων.

Η Γαλλία, η Γερμανία, η Αυστρία, η Βρετανία, η Ολλανδία, η Φινλανδία και η Σουηδία ζητούν «δραστική μείωση» του προϋπολογισμού, ενώ οι Ισπανία,
Ιταλία, Ελλάδα, Πορτογαλία ζητούν να επαυξηθεί το πλαίσιο των κοινοτικών δαπανών. Και από τις δύο πλευρές αναγνωρίζεται, ωστόσο, ότι η επιζητούμενη συμφωνία θα πρέπει να είναι συμβατή με τις εθνικές προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης, αλλά θα πρέπει επίσης να προσδίδει μια ιδιαίτερη έμφαση στην τόνωση της ανάπτυξης και την ενίσχυση της συνοχής, μέσω της χρηματοδότησης των αντίστοιχων πολιτικών.

Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι ακανθώδες θέμα της διαπραγμάτευσης είναι, παραδοσιακά, το ζήτημα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η οποία εξακολουθεί να απορροφά το 40% του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού.

Η Γαλλία, που επωφελείται κατά κύριο λόγο από την ΚΑΠ, βρίσκεται επί του θέματος σε οξεία αντιπαράθεση με τη Βρετανία, ενώ στο επίκεντρο της σχετικής συζήτησης βρίσκονται τα ερωτήματα που αναφέρονται αφενός, στο πλαίσιο των κανόνων για τις άμεσες πληρωμές, αφετέρου, στη διατήρηση ή όχι της στήριξης προς τους μεγαλύτερους δικαιούχους και τέλος, στον καθορισμό προϋποθέσεων που θα σχετίζονται με την «πράσινη ανάπτυξη» για την καταβολή των άμεσων ενισχύσεων.