Η 3η ατομική έκθεση του The Rabbit Knows επικεντρώνεται στα παραμύθια ειπωμένα αλλιώς, μέσα από το κοινωνικοπολιτικό πρίσμα της Ελλάδας του σήμερα.

Η έκθεση είναι χωρισμένη στα παραμύθια που μας λέγανε μικροί και σε αυτά που μας λένε μεγάλοι, για να εστιάσει με μαεστρία στα παραμύθια που «προσπαθούμε να γράψουμε καθώς προσπαθούμε να αποφύγουμε τα παραμύθια που μας πουλάνε».

Ακολουθεί το δελτίο Τύπου:

«Μια φορά κι έναν καιρό. Ποια φορά και ποιον καιρό;

Παραμύθια που μας λέγανε μικρά, για να μας πάρει ο ύπνος. Παραμύθια που μας λένε οι μεγάλοι, για να μην ξυπνήσουμε.

Εφτά νάνοι και οικονομία. Σταχτοπούτα και λιτότητα. Κακός λύκος και ΜΑΤ. Παραμύθια που μας λέμε, και παραμύθια που μας είπαν.

Παραμύθια φανταστικά, άλλα πλάσματα της φαντασίας μας και άλλα κατακτητές της.
Ξυλομπογιές, υπολογιστές, λευκώματα, internet, πατίνια και τανκς. Εργασίες για το σπίτι και στρατιωτικές θητείες. Μας πήραν τα γλειφιτζούρια από τα χέρια, και μας βομβάρδισαν.

Δε μεγαλώνουμε ποτέ, ούτε και θέλουμε να μείνουμε μικροί.

Ανάμεσα από, και παρόλα αυτά, μια διακριτική, σιωπηλή, επίμονη πίστη για αυτό το καλύτερο. Μια θέληση κρυφή να ανοιχτεί μια χαραμάδα ανάμεσα στα παραμύθια που μάθαμε, για να ξεδιπλώσει τα παραμύθια που θέλουμε να πούμε και τα όνειρα που θέλουμε να ζήσουμε.

Αναρχία στα παραμύθια.
Και ζήσανε αυτοί καλά; Κι εμείς; Εμείς θα πούμε.

The Rabbit Knows

Η 3η ατομική έκθεση του The Rabbit Knows επικεντρώνεται στα παραμύθια ειπωμένα αλλιώς, μέσα από το κοινωνικοπολιτικό πρίσμα της Ελλάδας του σήμερα.

Η έκθεση είναι χωρισμένη στα παραμύθια που μας λέγανε μικροί και σε αυτά που μας λένε μεγάλοι, για να εστιάσει με μαεστρία στα παραμύθια που “προσπαθούμε να γράψουμε καθώς προσπαθούμε να αποφύγουμε τα παραμύθια που μας πουλάνε”.

Η συλλογή αποτελείται από αριθμημένες και υπογεγραμμένες αφίσες, καρτ-ποστάλ και μια limited σειρά από 100% οργανικά βαμβακερά T-shirts και tote bags.

“Οι ήρωες του Rabbit”, γράφει ο σκηνοθέτης Γιάννης Καλαβριανός, “είναι αθώοι, γι’ αυτό και μπορούν να γίνονται ανορθόδοξοι, σαρκαστικοί, κανιβαλιστικοί με την χοντροκοπιά της συνήθειας ή της πραγματικότητας”. Κι όπως σημειώνει, “υπονομεύουν τα πάντα, γιατί πρώτα έχουν υπονομευθεί οι ίδιοι”.
“Έτσι, μπορούν να εστιάσουν, συμπυκνώνοντας, σε μια ελάχιστη λεπτομέρεια και να πετάξουν, με μόλις μία εικόνα και δύο ατάκες, πάνω από τα τετριμμένα, προτείνοντάς μας μια φαινομενικώς λοξή, αλλά τόσο λογική και γοητευτική άλλη ανάγνωση του κόσμου. Και αυτό το ταξίδι με τα αθώα πλάσματά του Rabbit”, συμπληρώνει, “είναι πραγματικά λυτρωτικό για την εποχή μας, των χαμηλών πτήσεων, που όλοι έχουμε ακλόνητη άποψη για τα πάντα. The Rabbit knows αλλά κάνει πως δεν knows”.

Τhe Rabbit Knows

Ο The Rabbit Knows είναι αυτοδίδακτος σκιτσογράφος που δημιουργεί σκίτσα και εικαστικά
σατιρικού, φιλοσοφικού και πολιτικού περιεχομένου. Γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, έζησε και εργάστηκε στην Ολλανδία, μεταξύ του 2012 και 2016. Από το 2016 και έπειτα ζει μόνιμα στην Αθήνα.
Έχει παρουσιάσει δύο ατομικές εκθέσεις, “Mice who prefer to fail” (Ουτρέχτη, 2012), και “Αναρχία στη Νοσταλγία” (Αθήνα, 2018). Σε σταθερή συνεργασία με το It’s all, oh so souvenir to me έχει δημιουργήσει τις συλλογές “Αναρχία στη Νοσταλγία” και “Αναρχία στις Καρυάτιδες”, οι οποίες βρίσκονται διαθέσιμες σε μια σειρά από design stores στην Ελλάδα.

Έχει συμμετάσχει τρεις φορές (2021, 2022, και 2023) στο Ολλανδικό αντιφασιστικό ημερολόγιο “Gutmensch Scheurkalender”, το οποίο εκδίδεται από τoν εκδοτικό οίκο Jurgen Maas στο Amsterdam. Έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο, σκιτσογραφώντας για την παράσταση «Μήδεια του Μποστ», του Γιάννη Καλαβριανού (Ιούλιος 2022), για το ετήσιο συνέδριο του Μικρού Εθνικού (Σεπτέμβριος 2022), και δημιουργώντας τη σειρά “Αναρχία στον Σαίξπηρ” (Μάρτιος 2022), αποκλειστικά για το Εθνικό Θέατρο.

It’s all oh so souvenir to me!

Πώς θα ήταν η Ελλάδα αν ήταν ένα σουβενίρ; Στο ερώτημα αυτό, που τέθηκε για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2013, απάντησαν πάνω από 80 Έλληνες σχεδιαστές. Και από τότε έχει δημιουργηθεί μια σειρά αντικειμένων που συνδυάζει τη χρηστικότητα με την καινοτομία, το εννοιολογικό ντιζάιν και την ποιότητα, ενώ ταυτόχρονα αντικατοπτρίζει τις προσωπικές απόψεις και συναισθήματα των σχεδιαστών / δημιουργών. Κι αυτές οι διαφορετικές οπτικές και απόψεις είναι που συνθέτουν και επαναπροσδιορίζουν το σχέδιο και το νόημα του παραδοσιακού σουβενίρ».