Αυτό που θα επέτασσε ένας σωφρονέστερος αναστοχασμός θα ήταν η Ελλάδα να μην εργαλειοποιεί υστερόβουλα το διεθνές δίκαιο για να βρεθεί σε μια πιθανόν πρόσκαιρη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», η οποία μάλλον την προορίζει στο να γίνει στρατηγικό βάθος της Τουρκίας· αλλά να εγκύψει σε μία καθολικότερη πρόσληψη του ανθρωπισμού και του διεθνούς δίκαιου βάσει της οποίας θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρωτοποριακή αδέσμευτη φωνή που να κινείται στις παρυφές των γεωπολιτικών τεκτονικών πλακών, αναπτύσσοντας πολύπλευρες φιλίες με επικέντρωση στον εκάστοτε αμυνόμενο και ευάλωτο

H συσπείρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο θέμα του αποκλεισμού της Ρωσίας δείχνει να έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τον ενεργειακό αυτοαποκλεισμό της Ευρώπης και ως μακροπρόθεσμο τη βαθιά ενεργειακή εξάρτησή της από τις ΗΠΑ (υγροποιημένο φυσικό αέριο LNG κ.ά.) με συνέπεια έναν ακόμη πληρέστερο γεωπολιτικό εξανδραποδισμό της. Είναι βεβαίως πιθανό ο «πατήρ πάντων πόλεμος» κατά τον Ηράκλειτο, να κυοφορήσει τεχνολογικές εξελίξεις, όπως μεγαλύτερη έμφαση στην πυρηνική ενέργεια σε πρώτη φάση και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε δεύτερη ή και να προωθήσει έναν μεταβιομηχανικό καπιταλισμό στη Δύση. Άλλωστε οι μεγάλες πολεμικές συγκρούσεις είναι αυτές που ανέκαθεν εκτόξευαν την τεχνολογική καινοτομία και οδηγούσαν σε μετεξελίξεις του καπιταλισμού. Προς το παρόν, πάντως, τα φθινοπωρινά «πρωτοφτώχια» βρίσκουν μια Ευρώπη σε πολιτική αστάθεια σε χώρες όπως η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ελλάδα, ακόμη και η Γερμανία.

Στην Τσεχία ειδικότερα είχαμε τις πρώτες μαζικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στην Πράγα. Μεταξύ των αιτημάτων ήταν ο αποτελεσματικότερος έλεγχος του πληθωρισμού, η επίτευξη μιας συνεργασίας με τη Ρωσία για την παροχή ενέργειας και η κατάργηση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας. Χαρακτηριστικό των συγκεκριμένων διαμαρτυριών είναι μία σύγκλιση κομμουνιστών και εθνικιστών, που διεκδικούν αμφότεροι πατριωτική ανεξαρτησία από την ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική, η οποία βασίζεται στην όπως όλα δείχνουν αποτυχημένη χρηματιστικοποίηση της ενέργειας με τρόπο που εξοντώνει τους καταναλωτές, ακόμη κι αν τίθεται προσχηματικά ως δικαιολογία αυτού του φονταμενταλισμού των αγορών ο πόλεμος στην Ουκρανία. Αυτές οι συσπειρώσεις ετερόκλητων ιδεολογιών στην κατεύθυνση ενός σκεπτικισμού προς τις ευρωπαϊκές πολιτικές θυμίζουν τους αγανακτισμένους του 2011 και ενδέχεται να ενταθούν όσο θα προχωράει η κρίση ακρίβειας.

Το ευρύτερο γεωπολιτικό αποτέλεσμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία είναι αφενός μία συσπείρωση της συλλογικής Δύσης με υποταγή της Ευρώπης στις ΗΠΑ σύμφωνα με την πάγια νατοϊκή επιθυμία των τελευταίων που έχει εκφραστεί με το περίφημο καταστατικό μότο του ΝΑΤΟ «οι Αμερικανοί μέσα [στην Ευρώπη], οι Ρώσοι έξω, οι Γερμανοί κάτω». Βεβαίως, λανθάνει ένας σημαντικός ανταγωνισμός μεταξύ Αμερικανών και Γερμανών, ο οποίος κρύβεται μεν κάτω από τον εξαμερικανισμό των ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ και των συστημικών ΝΑΤΟ-διανοουμένων, πλην αρχίζει να παράγει πολιτικά αποτελέσματα. Από την άλλη, όμως, είναι ίσως περισσότερο εντυπωσιακή η συσπείρωση του σινορωσικού άξονα μαζί με άσπονδους ευρασιατικούς φίλους, όπως το Ιράν, και η αδιαφορία όλου του υπόλοιπου κόσμου να συμπαραταχθεί με τη Δύση.

Αρχίζει να γίνεται αισθητό ότι έχουμε περάσει σε έναν πολυπολικό κόσμο. Υπάρχει πλέον μία καίρια μετατόπιση της βιομηχανικής «ατμομηχανής» του πλανήτη από τις ΗΠΑ, που ήταν η σημαντικότερη παγκόσμια βιομηχανική δύναμη κατά τον καιρό της σύμπηξης του ΝΑΤΟ, στην Κίνα. Με αποτέλεσμα, αντί η Ευρώπη να παρασύρεται από την αναπτυξιακή δύναμη των ΗΠΑ, να οδηγείται προς μία αργόσυρτη πλην σταθερή παρακμή. Βεβαίως, αν και οι πολιτικές ελίτ της Ευρώπης είναι καταστατικά προσδεδεμένες στο αμερικανικό άρμα, ο κίνδυνος που διατρέχει αίφνης η Γερμανία είναι υπαρξιακός και οι αντιδράσεις έχουν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται. Πάνω από τη θυματοποιημένη Ουκρανία συμβαίνει ένας πόλεμος φθοράς μεταξύ αφενός της Ρωσίας και αφετέρου της Ευρώπης με κύρια αιχμή της τη Γερμανία και το διακύβευμα είναι ποιος θα αντέξει περισσότερο, ενώ βεβαίως επωφελούνται η άπω Δύση (ΗΠΑ) και η άπω Ανατολή (Κίνα). Αναμένεται βεβαίως η αφύπνιση της Γερμανίας από αυτήν την πορεία προς την παρακμή και τι μορφή θα λάβει. Προς το παρόν, η μακρά κρίση μετά το 2008, που έφερε στο φως το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στη γαλλική και τη γερμανική κεφαλαιοκρατική τάξη, υπονόμευσε την εδραίωση του ευρώ στο παγκόσμιο στερέωμα, ενώ παραπέμπει στις ελληνικές καλένδες τον ευρωπαϊκό στρατό.

Στο πεδίο των μαχών ειδικότερα, η ουκρανική αντεπίθεση με κατά τα φαινόμενα ανακατάληψη μιας μεγάλης περιοχής γύρω από το Χάρκοβο δείχνει τα όρια του τρόπου πολέμου που οι Ρώσοι αποκάλεσαν «ειδική στρατιωτική επιχείρηση». Η χρήση των οπλικών συστημάτων HIMARS με τη βοήθεια νατοϊκών εκπαιδευτών και συμβούλων, καθώς και το γεγονός ότι η Ρωσία είχε, καθώς φαίνεται, υποτιμήσει τη διάθεση των Ουκρανών να αντισταθούν, επιτείνει τον αργόσυρτο και μακροχρόνιο χαρακτήρα του πολέμου, αυτή τη φορά ενάντια προς και όχι σύμφωνα με τις ρωσικές προθέσεις. Και, δεδομένου ότι ο εσωτερικός πυρήνας των νατοϊκών δυνάμεων δεν επιθυμεί την ειρήνη, αλλά την τελική κατάρρευση της Ρωσίας με κάθε κόστος, η ουκρανική αντεπίθεση προοιωνίζεται έναν «ολοκληρωτικό» πόλεμο που εγκυμονεί απολύτως άγνωστους αυτή τη στιγμή κινδύνους.

 

Η κομβική θέση της Τουρκίας σε έναν πολυπολικό κόσμο

 

Στο σύστημα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου, πάντως, οι εξελίξεις αυτές ενισχύουν τον ρόλο των μέσων δυνάμεων και τον συναφή αναθεωρητισμό. Η Τουρκία είναι πολύ σημαντική για τις ΗΠΑ ως ανάχωμα έναντι της Ρωσίας στην Ουκρανία και τον Καύκασο, ενώ η Ελλάδα χρησιμοποιείται από τις ΗΠΑ ως ελάσσων ελεγκτής της Τουρκίας. Ειδικά στον Καύκασο είναι πιθανό να μεταφερθεί ένα μελλοντικό μέτωπο εναντίον της Ρωσίας, καθώς το Αζερμπαϊτζάν αποτελεί σύμμαχο της Τουρκίας εναντίον της Αρμενίας, ενώ η τελευταία υπό τον φιλοδυτικό ηγέτη Νικόλ Πασινιάν κάνει ανοίγματα προς τη Δύση, που έχουν τα όριά τους. Είναι, ωστόσο, πιθανό το άνοιγμα ενός δεύτερου μετώπου με σκοπό την περαιτέρω καταβύθιση της Ρωσίας σε πόλεμο φθοράς.

Σε κάθε περίπτωση φαντάζει πλέον ουτοπικός ο σχεδιασμός αποκλεισμού της Τουρκίας από την Ανατολική Μεσόγειο. Οι βλέψεις της Τουρκίας φαίνονται από το γεγονός ότι διατηρεί στρατιωτικές βάσεις όχι μόνο στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου, αλλά και στην Αφρική, όπως στη Σομαλία, το Σουδάν, και τη Λιβύη, στη Μέση Ανατολή, όπως στο Κατάρ, τη Συρία και το Ιράκ, και στον Καύκασο, όπως στο Αζερμπαϊτζάν. Παράλληλα με την σκληρή ισχύ, η Τουρκία αξιοποιεί και τη μαλακή της ισχύ, εργαλειοποιώντας συμπληρωματικά τον ρόλο της προστάτριας δύναμης των μουσουλμάνων, τον παντουρανισμό ή τον νεο-οθωμανισμό, αλλά και το στάτους του προνομιακού μέλους του ΝΑΤΟ στον χώρο της Μέσης Ανατολής και της Μαύρης Θάλασσας. Την ίδια στιγμή, λόγω της προνομιακής σχέσης του με τη Ρωσία, το ερντογανικό καθεστώς διαφημίζει στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων ότι θα αποφύγει τα ενεργειακά προβλήματα που θα έχουν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για αυτό η Τουρκία θα μπορεί να είναι άξονας ανάπτυξης για την περιοχή. Η ιδιάζουσα βεβαίως συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ θυμίζει μια αντίστοιχη ιδιαίτερη θέση που διεκδικούν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Πολωνία και η Ουγγαρία (η τελευταία ασιατικής φυλετικής προέλευσης σημειωτέον). Από την άλλη, λόγω του ίδιου διττού παιχνιδιού, ο Τούρκος Πρόεδρος μπορεί να αυτοδιαφημίζεται ως διαμεσολαβητής, όπως στην περίπτωση της εξαγωγής των ουκρανικών σιτηρών τον Αύγουστο. Στο μεταξύ με την παντουρανική ιδεολογία, η Τουρκία εμφανίζει ως αδελφό της έθνος τους Αζέρους με τους οποίους επιδιώκει να έχει ντε φάκτο κοινά σύνορα και να προωθείται στην Κασπία, εκπροσωπώντας εν μέρει και τα δυτικά συμφέροντα σε αυτόν τον χώρο της Κεντρικής Ασίας, από τον οποίο η συλλογική Δύση εμφανίζεται αυτή τη στιγμή συγκριτικά αποκλεισμένη.

Ενώ αποσπά προνόμια από τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ, όπου διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό, η Τουρκία έχει αμοιβαία κέρδη και από την ιδιότυπη σχέση της με τη Ρωσία. Έχει συμφωνηθεί το ρωσικό φυσικό αέριο να αγοράζεται από την Τουρκία χωρίς παρεμβολή δολαρίων, ενώ οι τουρκικές τράπεζες συνδέονται με το ρωσικό σύστημα πληρωμών Mir. Κάπως έτσι η Τουρκία κερδίζει το να διοχετεύονται σε αυτήν όλα τα ρωσικά κεφάλαια, αλλά και ο τουρισμός, που έχουν αποκλειστεί από την Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για χάρη αυτών των κερδών, ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει υπαναχωρήσει προς το παρόν από την πρόθεσή του να εισβάλει στη Συρία στο κουρδικό μέρος της, με αποτέλεσμα η Ρωσία να προωθείται ως ο διαμεσολαβητής μεταξύ Τουρκίας, Συρίας και Ιράν, που θα οδηγήσει σε ειρήνευση την περιοχή.

Βεβαίως στο μέτωπο της οικονομίας το καθεστώς Ερντογάν βρίσκεται σε δεινή θέση, καθώς ο πληθωρισμός καλπάζει στο 78%, εξ ου και η δημοφιλία του κόμματός του έχει πέσει κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες. Όπως, όμως, συμβαίνει με καθεστώτα παρόμοιου τύπου, καθώς αυτό του Ερντογάν που κυβερνά πλέον κοντά στα 20 έτη, μία πιθανή απομάκρυνσή του από την εξουσία θα μπορούσε να επιφέρει σωρεία νομικών περιπετειών, με αποτέλεσμα να επιτείνει με κάθε τρόπο την εσωτερική καταστολή στην Τουρκία εναντίον αντιφρονούντων και σημαντικών εθνοτικών ομάδων, όπως οι Κούρδοι. Την ίδια στιγμή η αντιπολίτευση της «Εθνικής Συμμαχίας» είναι ετερόκλητη και αυτό που κυρίως ενώνει τον συνασπισμό της είναι το να φύγει ο Ερντογάν (dégagisme), χωρίς να υπάρχει κάποιο διακριτό θετικό πρόταγμα. Το καθεστώς Ερντογάν συναντά προβλήματα και από τον νέο δυναμισμό των Κούρδων στη νοτιανατολική πλευρά της χώρας. Θα ήταν πάντως λάθος να στηρίζει η Ελλάδα τις ελπίδες της σε μια πτώση του καθεστώτος Ερντογάν, καθώς ο τουρκικός αναθεωρητισμός βασίζεται σε βαθύτερα αδιέξοδα ταξικής υφής της τουρκικής κοινωνίας, που θα βρουν την αντιπροσώπευσή τους ούτως ή άλλως στην εξουσία. Στο μεταξύ οι συνεχείς φραστικές επιθέσεις του Ταγίπ Ερντογάν, μαζί με τα διαβήματα του Υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου στους διεθνείς θεσμούς, προοιωνίζονται κλιμάκωση με προσχηματική δικαιολόγηση την υποτιθέμενη ελληνική αυθαιρεσία. Ο Ερντογάν προσπαθεί να εμπεδωθεί ότι η Ελλάδα είναι η ελάσσων δύναμη σε μια διαπραγμάτευση που μπορεί στο εγγύς μέλλον να αφορά στη συνεκμετάλλευση του Αιγαίου. Ακόμη και αυτό στο οποίο ελπίζουν πολλοί Έλληνες, δηλαδή μία κατάρρευση του καθεστώτος Ερντογάν, μπορεί να λειτουργήσει εναντίον μας, δεδομένου ότι ο Τούρκος Πρόεδρος, μη θέλοντας να εγκαταλείψει την εξουσία ειρηνικά (μπορεί να διακυβεύεται ακόμη και η ελευθερία του ή η φυσική του επιβίωση), μπορεί να οδηγηθεί σε μία θεαματική φυγή προς τα εμπρός μέσω πολεμικών τυχοδιωκτισμών στο Αιγαίο. Οι καιροί είναι επικίνδυνοι.

 

Η νέα επίθεση του Αζερμπαϊτζάν στην Αρμενία

 

H επίθεση του Αζερμπαϊτζάν στην καθαυτό Αρμενία και όχι απλά εντός των διαφιλονικούμενων περιοχών του Ναγκόρνο Καραμπάχ, όπου έχει αυτοανακηρυχθεί η «Δημοκρατία του Αρτσάχ», λαμβάνει χώρα σε μία περίοδο όπου το Αζερμπαϊτζάν έχει αναδειχθεί σε κύριο πάροχο ενέργειας για τη Δύση. Μετά την επίθεση μάλιστα αυξήθηκε κατά 30% η εξαγωγή φυσικού αερίου προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον, το Αζερμπαϊτζάν θεωρείται από την Τουρκία ως «αδελφό έθνος» στο πλαίσιο της παντουρανικής ιδεολογίας με σκοπό ντε φάκτο ενιαία σύνορα μέχρι την Κασπία Θάλασσα. Στον προηγούμενο πόλεμο μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας είχαμε δει μάλιστα μία άτυπη συμμαχία και με το Ισραήλ. Σημειωτέον ότι το Αζερμπαϊτζάν θα μπορούσε να αποτελέσει ιδεώδη βάση εκκίνησης για μια επίθεση εναντίον του Ιράν, καθώς εντός του τελευταίου κατοικεί μία τεράστια αζέρικη μειονότητα 10 εκατομμυρίων σε μέρη που γειτονεύουν με το σύγχρονο Αζερμπαϊτζάν και εκεί κυρίως έγκειται το ισραηλινό ενδιαφέρον. Η Τουρκία θεωρεί επισήμως ότι το Αζερμπαϊτζάν έχει «διαιρεθεί» σε ένα ανεξάρτητο τμήμα και σε ένα που ανήκει στην ιρανική επικράτεια. Εξαιτίας όλων αυτών των λόγων, η παραμονή του Αζερμπαϊτζάν στο δυτικό στρατόπεδο είναι υψίστης σημασίας, μεταξύ άλλων και για την παρουσία της «συλλογικής Δύσης» στην Κασπία, ώστε η τελευταία να μην είναι μια ρωσο-ιρανική λίμνη. Και λέμε «ρωσο-ιρανική», γιατί το Καζακστάν είναι και πάλι στη ρωσική σφαίρα επιρροής ύστερα από το αποτυχημένο (μάλλον φιλοδυτικό) πραξικόπημα στις αρχές του 2022. Για όλους αυτούς τους λόγους η Τουρκία έχει έντονη ανάμειξη στις υποθέσεις του Αζερμπαϊτζάν στο πλαίσιο αυτής της νέας αναζωπύρωσης, ενώ ταυτοχρόνως διαθέτει διαπραγματευτική δύναμη και προς τη Δύση. Από την άλλη, η Ρωσία, παρότι μπορεί να μην τρέφει συμπάθεια για τον φιλοδυτικισμό του Αρμένιου Προέδρου Νικόλ Πασινιάν, δεν έχει την πολυτέλεια να αφήσει την Αρμενία στην τύχη της. Ασφαλώς, το άνοιγμα ενός δεύτερου μετώπου στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας θα την βύθιζε σε άλλον έναν πόλεμο φθοράς και για αυτό υπάρχει εξαιρετικός κίνδυνος το επόμενο επεισόδιο του σπονδυλωτού παγκόσμιου πολέμου να εκτυλιχθεί στον Καύκασο με την Τουρκία να βρίσκεται στην πρωτοπορία των εξελίξεων.

Μέση και Άπω Ανατολή

 

Χαρακτηριστική του νέου πολυπολικού κόσμου είναι και η εξέλιξη των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Η προσέγγιση Ιράν και Δύσης, που επισφραγίζεται και με ελευθέρωση φυλακισμένων από την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν και αντίστοιχη αποδέσμευση περιουσιών Ιρανών από τη Δύση, περιγράφει το τέλος του εμπλουτισμού ουρανίου από τους Ιρανούς και στη συνέχεια την άρση κυρώσεων, με νέα επίκληση αρχών της συμφωνίας του 2015. Η νέα και παράδοξη αυτή σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ της μετά Trump εποχής και το Ιράν του συντηρητικού Προέδρου Εμπραχίμ Ραϊσί έρχεται πάντως σε μια εποχή όπου αφενός το Ιράν θα βρισκόταν, αν συνέχιζε, κοντά στην απόκτηση πυρηνικών όπλων, και αφετέρου αποτελεί σημαντικότατο ενεργειακό εταίρο της Δύσης κατά την περίοδο των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας. Ένα από τα κωμικοτραγικά στοιχεία αυτής της ιδιότυπης συνεργασίας είναι ότι το Ιράν μπορεί να παίζει διπλό παιχνίδι, όπως και η Τουρκία. Λ.χ. στην Κασπία εισάγει πετρέλαιο από τη Ρωσία, ενώ στον Περσικό κόλπο εξάγει προς τις δυτικές αγορές. Φαίνεται μάλιστα ότι τα πυρηνικά όπλα δεν αποτελούν μονόδρομο για την άμυνα του Ιράν έναντι μιας ενδεχόμενης επίθεσης, αφού ακόμη και οι συμβατικές επιθέσεις του εναντίον αμερικανικών βάσεων στο Ιράκ τον Ιανουάριο του 2020 έμειναν αναπάντητες, γεγονός που φανερώνει τα όρια της αμερικανικής υπερδύναμης ύστερα από την υπερεπέκτασή της σε πλήθος μετώπων.

Ταυτοχρόνως και η Σαουδική Αραβία αναπτύσσει αυτόνομη πολιτική έναντι των ΗΠΑ. Κάνοντας απευθείας συνομιλίες με τον παραδοσιακό «εχθρό», το Ιράν, δείχνει ότι ανεξαρτητοποιείται από τους δυτικούς εταίρους. Δεν συμμετέχει στις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας και διατηρεί τις εξαγωγές πετρελαίου σε ένα επίπεδο που συνάδει με τις συμφωνίες με τη Ρωσία στο πλαίσιο των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, που ίσχυαν και πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Εξάλλου, ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν οδηγείται σε εγκάρδιες συνεννοήσεις με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ που γεφυρώνουν τη Μέση με την Άπω Ανατολή. Αν ο «παγκόσμιος μινώταυρος» του «παραπάνω μισού αιώνα» αμερικανικής κυριαρχίας από το 1970 έως σήμερα βασίστηκε στην στρατηγική και οικονομική συνεργασία των ΗΠΑ, αρχής γενομένης με τους Nixon και Kissinger, αφενός με τη Σαουδική Αραβία («πετροδολάρια») και αφετέρου με την Κίνα (καταμερισμός της βιομηχανικής παραγωγής στην Ασία και του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον αγγλοσαξονικό κόσμο), τότε η απευθείας συνεννόηση των δύο πυλώνων του «παραπάνω μισού αιώνα» αμερικανικής κυριαρχίας (εννοούμε «παραπάνω» από όταν οι ΗΠΑ έπαψαν να είναι πρώτη παγκόσμια βιομηχανική δύναμη με θετικά ισοζύγια), δηλαδή της Σαουδικής Αραβίας και της Κίνας, δείχνει ότι διάγουμε ένα τέλος εποχής, που καταφθάνει είτε ειρηνικά, είτε βίαια.

 

Η Ελλάδα σε έναν πολυπολικό κόσμο. Ποια είναι η σωστή πλευρά της Ιστορίας;

 

Στο πλαίσιο των παραπάνω εξελίξεων, υπάρχει ένας σημαντικός κίνδυνος η Ελλάδα να χρησιμοποιηθεί ως ενδοχώρα της Τουρκίας, καθώς η Τουρκία αποτελεί μία σφήνα στον σινορωσικό άξονα, και μάλιστα με την επιρροή της στο Αζερμπαϊτζάν, την Κασπία και την Κεντρική Ασία. Στο πλαίσιο του διπλού αναστοχασμού μας με αφορμή τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση το 2021 και τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή το 2022, χρειάζεται να θυμόμαστε ότι ναι μεν η Ελλάδα κατασταστικά δημιουργήθηκε ως εξαρτώμενη από τον αγγλοσαξονικό ναυτικό κόσμο, και το θεμελιακό αυτό καταγωγικό δεδομένο διατηρήθηκε και κατά το πέρασμα της εξουσίας στις ΗΠΑ μετά το 1945. Όμως ο Ελληνισμός καταστράφηκε, όταν ακολούθησε τυφλά τις προσταγές του, όπως κατά την ουκρανική εκστρατεία του 1919 και τη μικρασιατική του 1919-1922, όπου πρακτόρευσε τα αγγλοσαξονικά συμφέροντα με ολέθριες συνέπειες για τον Ελληνισμό.

Η Ελλάδα χρειάζεται μια πολυπολική διπλωματία, η οποία να χρησιμοποιεί την τουρκική υπερεπέκταση εναντίον της, αναπτύσσοντας καλές διπλωματικές σχέσεις με τους λαούς που πλήττονται από την Τουρκία, λ.χ. στη Λιβύη, τη Συρία, τον Καύκασο, τα Βαλκάνια και αλλού. Δεν πρέπει να ακολουθούμε πολιτικές, οι οποίες μας τοποθετούν μονότροπα στην πρώτη γραμμή της εχθρότητας της Ρωσίας και του Ιράν, ακόμη και με στρατιωτική/πολεμική εμπλοκή εναντίον δύο ισχυρών δυνάμεων, που όμως έχουν παραδοσιακή φιλία με την Ελλάδα. Βεβαίως η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στο διεθνές δίκαιο για λόγους ανθρωπισμού και πολιτισμού, ιδίως μάλιστα ως τρωτή και ευάλωτη χώρα. Και για τον λόγο αυτό δεν μπορεί παρά να καταδικάζει οποιαδήποτε παράνομη εισβολή και να συντρέχει τους αμυνόμενους και αδύναμους. Τα περαιτέρω ερωτήματα είναι αν ακολουθεί αυτή την επικέντρωση στο διεθνές δίκαιο εργαλειακά, προκειμένου να βρεθεί στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», αλλά και εντέλει ποια είναι αυτή η περίφημη ή περιβόητη «σωστή πλευρά της Ιστορίας». Αυτή στην οποία είχαμε βρεθεί, υποτίθεται, το 1917-1918 και το 1945 ή μήπως αυτή που είχαμε βρεθεί το 1827-1830 και το 1919-1922; (Υπενθυμίζουμε ότι στο τέλος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, το αγγλικό σχέδιο ήταν το ελλαδικό κράτος να περιοριστεί στον Μοριά και ήταν ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, η διπλωματία του Καποδίστρια αλλά και ο αγώνας του αδικοχαμένου Καραϊσκάκη που έφεραν το διπλό ρουμελο-μοραϊτικό κράτος με αξιοποίηση του τότε πολυπολικού κόσμου των Μεγάλων Δυνάμεων. Από την άλλη, το 1919-1922 η τυφλή υποταγή μας στον αγγλοσαξονικό μονοπολισμό έφερε τον όλεθρο του Ελληνισμού στη Μικρασία).

Αυτό που θα επέτασσε ένας σωφρονέστερος αναστοχασμός θα ήταν η Ελλάδα να μην εργαλειοποιεί υστερόβουλα το διεθνές δίκαιο για να βρεθεί σε μια πιθανόν πρόσκαιρη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», η οποία μάλλον την προορίζει στο να γίνει στρατηγικό βάθος της Τουρκίας· αλλά να εγκύψει σε μία καθολικότερη πρόσληψη του ανθρωπισμού και του διεθνούς δίκαιου βάσει της οποίας θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρωτοποριακή αδέσμευτη φωνή που να κινείται στις παρυφές των γεωπολιτικών τεκτονικών πλακών, αναπτύσσοντας πολύπλευρες φιλίες με επικέντρωση στον εκάστοτε αμυνόμενο και ευάλωτο. Αυτό βεβαίως δεν θα σημάνει αναγκαστικά ότι η Ελλάδα μπορεί να ανήκει σε ένα εναλλακτικό μπλοκ ευρασιατικών δυνάμεων. Καλώς ή κακώς η πρόσδεσή της στις ναυτικές φιλελεύθερες δυνάμεις αποτελεί καταγωγικό δεδομένο από τη σύμπηξη του ελληνικού κράτους, το οποίο επιβεβαιώθηκε με τον πόλεμο της Κριμαίας το 1853-1856, με την απροθυμία του Στάλιν να παρέμβει το 1944-1949, αλλά και την πιο πρόσφατη απροθυμία του Πούτιν το 2015. Και οι ευρασιατικές δυνάμεις δεν έχουν κάποιο ελκυστικότερο μοντέλο σοσιαλισμού ή δημοκρατίας να επιδείξουν, όσο κι αν είναι σημαντική η πυγμή τους ως ομπρέλα για την ανάδυση σοσιαλιστικών κινημάτων στην περιφέρεια που αλλιώς θα καταπνίγονταν εν τη γενέσει τους. Σημαίνει μάλλον ότι αντί να επικαλείται εργαλειακά και επιλεκτικά το διεθνές δίκαιο, για να συμμετέχει σε ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς που την προορίζουν σε έναν νεοραγιαδισμό, η Ελλάδα θα μπορούσε να το επικαλείται καθολικά και ειλικρινώς, γενόμενη έτσι ένας αντάρτης ή «ταραξίας» της διεθνούς νομιμότητας και για αυτό μια αδέσμευτη φωνή με διεθνές κύρος.