Την κατάργηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας δια της υποχρεωτικότητας (άμεσης ή έμμεσης) των εμβολιασμών.

Μπορεί στον χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης η αξιοπρέπεια να αναφέρεται στο 1ο άρθρο, στην πραγματικότητα όμως είναι κάτι πολύ ανώτερο: είναι η βάση που καθορίζει την έννοια και την αξία όλων των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Είναι τέτοιας σημασίας ώστε η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948 αναφέρει πως κανένα από τα δικαιώματα που ορίζει δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την προσβολή της αξιοπρέπειας. Δεν είναι τυχαίο ότι στον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας αναφέρεται 16 φορές η λέξη αξιοπρέπεια, με τις 11 από αυτές να αφορούν την αξιοπρέπεια των ασθενών και τις υπόλοιπες να αφορούν την αξιοπρέπεια των ιατρών.

Στον πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας βρίσκεται η αυτοδιάθεση και το δικαίωμα παρέμβασης στο ανθρώπινο σώμα μόνο μετά από ενημερωμένη και ελεύθερη πιέσεων συγκατάθεση. Πρόκειται για απαράβατη αρχή που ισχύει ακόμη και για ασθενείς που βρίσκονται σε κίνδυνο ζωής και απαγορεύουν κάθε θεραπευτική πράξη στο ανθρώπινο σώμα χωρίς τη συναίνεση των ασθενών (ή των συγγενών). Πόσο μάλλον για υγιείς, στους οποίους συστήνουμε την εφαρμογή προληπτικών παρεμβάσεων (όπως του εμβολιασμού).

Η επίκληση της Δημόσιας Υγείας όχι μόνο δεν αποτελεί δικαιολογία για την επιβολή ιατρικών παρεμβάσεων που καταργούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια αλλά, αντίθετα, είναι αδιανόητη και επικίνδυνη ενέργεια που ανοίγει τον ασκό του Αιόλου της αμφισβήτησης και της εκτροπής του δυτικού πολιτισμού και των αξιών του. Αποκρουστικά παραδείγματα του παρελθόντος δεν αφορούν μόνο φασιστικά καθεστώτα, αλλά και πρακτικές που εφαρμόστηκαν σε δημοκρατικές χώρες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου για την επιβολή υποχρεωτικού εμβολιασμού για την ευλογιά χρησιμοποιήθηκε ως προηγούμενο για την αποδοχή από το ίδιο Δικαστήριο της επιβαλλόμενης στείρωσης γυναικών με ψυχιατρικά και νοητικά προβλήματα, με επίκληση τη Δημόσια Υγεία Βαρβαρότητα με την σφραγίδα τόσο της επιστημονικής κοινότητας όσο και των ανώτατων δικαστικών αρχών μια δημοκρατικής χώρας. Τρανή απόδειξη ότι κανείς δεν είναι άξιος τυφλής εμπιστοσύνης και δεν μπορεί να διεκδικεί το αλάθητο.

Η ιατρική επιστήμη χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, κάτι που επιβεβαιώθηκε επανειλημμένως κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Εκτιμήσεις για την εξέλιξη των επιδημικών κυμάτων που διαψεύστηκαν πλήρως. Μέτρα και περιορισμοί που τελικά είχαν αμφίβολο όφελος και προκάλεσαν σοβαρότατες βλάβες που θα υποστούμε για καιρό. Προσδοκίες και εξαγγελίες για απολύτως ασφαλή εμβόλια που θα οδηγήσουν σε εξαφάνιση της νόσου, που τελικά κατέληξαν τόσο στην αναμενόμενη καταγραφή επιπλοκών, έστω και σπάνιων, όσο και σε ξεκάθαρη αδυναμία να αποτρέψουν πλήρως τη διασπορά του ιού.

Το πρόβλημα όμως δεν ήταν ποτέ οι εγγενείς επιστημονικές αβεβαιότητες αλλά η αποτυχημένη επικοινωνία για την υγεία που βασίστηκε σε ψευδεπίγραφες και υποκριτικές «βεβαιότητες» από τμήμα της επιστημονικής και πολιτικής αρχής. Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο για τους μη-αφελείς: η συνεχώς κλιμακούμενη καταστροφή της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ του συμπλέγματος κράτους-επιστήμης και της κοινωνίας, με αποκλειστική ευθύνη τους κράτους και της επιστήμης.

Εκείνο που πραγματικά σοκάρει όμως, είναι οι σημερινές δράσεις. Πρωτοφανή φαινόμενα εκβιασμών, τρομοκράτησης και άσκησης ψυχολογικής, επαγγελματικής και κοινωνικής βίας απέναντι σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Κυρίως μάλιστα σε κοινωνικές ομάδες που στην πραγματικότητα έχουν ελάχιστο κίνδυνο από τον ιό και τη νόσο, συμπεριλαμβανομένων, απ’ ότι φαίνεται, και των παιδιών. Διασυρμός της ιατρικής κοινότητας, με τη συμμετοχή μάλιστα και των εκπροσώπων της, των ιατρικών συλλόγων. Χουλιγκανισμός, κοινωνική αντιπαλότητα και γκετοποίηση, κατάργηση των προσωπικών δεδομένων, ακραία εισβολή στην ιδιωτικότητα και στιγματισμός των «ανυπάκουων», παρόλο που ο κίνδυνος από τον ιό δεν είναι οριζόντιος. Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ είναι ξεκάθαρο πως ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, ακόμη και σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, δεν αποτελεί την μόνη και απαραίτητη προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Παράλληλα, τη στιγμή που είναι πλέον σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα «ξεφορτωθούμε» τον ιό, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα η στρατηγική διαχείρισης να κοστίσει τελικά περισσότερες ζωές (σε βάθος χρόνου) απ’ ότι ο ίδιος ο ιός.

Δεν έχει σημασία αν όλα αυτά οφείλονται στην ματαιοδοξία ότι θα εξαφανίζαμε τον κίνδυνο και το θάνατο, στην αδυναμία να αποδεχθούμε τα όρια της επιστήμης, ή στην άρνηση να παραδεχθούμε αμέλειες, λάθη, εγκληματικές παραλείψεις ή ανικανότητα. Δεν έχει καν σημασία αν πίσω από όλα αυτά κρύβονται άλλα, κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά κίνητρα που δεν έχουν σχέση με τη Δημόσια Υγεία, όπως εδώ και καιρό περιγράφουν κάποιοι που θεωρούνται ακραίοι.

Σημασία έχει μόνο το αποτέλεσμα:
Ο εμβολιασμός, μια κορυφαία κατάκτηση της επιστήμης και της Δημόσιας Υγείας που της αξίζει να εφαρμόζεται μόνο με ελεύθερη βούληση, κατάντησε να γίνεται το εργαλείο εκτροπής του δυτικού πολιτισμού και κατάργησης της αυτονομίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Οι αντιδράσεις απέναντι σε αυτή την πρωτοφανή βαρβαρότητα είναι υγεία. Οι δράσεις είναι ο κίνδυνος και η αρρώστια που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Είναι σοκαριστικό να διαπιστώνουμε πόση αρρώστια υπάρχει γύρω μας, με πρόσχημα αλλά όχι με αίτιο τον ίδιο τον ιό.