του Glenn Greenwald για το The Intercept

Και, σε αντίθεση με πολλούς υποψήφιους γονείς στη Βραζιλία- όπου ένα σημαντικό μέρος τους θέλουν μόνο ένα λευκό παιδί- δεν είχαν προτιμήσεις σχετικά με τη φυλή ή το φύλο. Περίπου το 70 τοις εκατό των παιδιών για υιοθεσία στη Βραζιλία είναι μαύρα ή μιγάδες, πράγμα που σημαίνει ότι πολλοί γονείς που θέλουν να υιοθετήσουν αποκλείουν την περίπτωση να πάρουν τα περισσότερα από τα παιδιά που χρειάζονται ένα σπίτι.

Από τη στιγμή που ο Αλεξάντρ και ο Φραντσίσκο, και οι δύο 39 χρονών και ζευγάρι εδώ και δέκα χρόνια, δεν είχαν κάποια συγκεκριμένη προτίμηση, το θέμα ήταν ο αριθμός των παιδιών που σκόπευαν να υιοθετήσουν: μόνο ένα. Πράγματι, μετά από χρόνια συζήτησης και σκέψης, πριν θεωρήσουν τους εαυτούς τους έτοιμους, δεν είχαν σκεφτεί ποτέ, πόσο μάλλον να συζητήσουν, να υιοθετήσουν πάνω από ένα παιδιά ταυτόχρονα. Αλλά καθώς προχώρησαν στη διαδικασία υιοθεσίας, έμαθαν ότι τα περισσότερα παιδιά της Βραζιλίας για υιοθεσία βρίσκονται σε καταφύγια μαζί με τα αδέρφια τους, και έτσι τελικά πείστηκαν να είναι ανοιχτοί στην πιθανότητα τα υιοθετήσουν δύο αδέρφια ταυτόχρονα.

Αλλά τον Ιούλιο του 2015, περίπου ενάμιση χρόνο μετά την επίσημη έναρξη της διαδικασίας, το ζευγάρι κατέληξε να υιοθετεί ταυτόχρονα τρία παιδιά, όλα αγόρια.
Οι γιοί τους είναι πιθανόν αδέρφια κατά το ήμισυ, καθώς μοιράζονται την ίδια μητέρα, αλλά εικάζουν ότι έχουν διαφορετικούς βιολογικούς πατέρες. Όταν υιοθετήθηκαν, ο Γκάμπριελ, ο πιο μικρός, ήταν έξι χρονών, ο Πάμπλο εννιά και ο μεγαλύτερος, ο Πάτρικ, δώδεκα χρονών. Και οι τρεις είναι μαύροι. Ο Αλεξάντρ είναι λευκός και ο σύζυγός του, ο Φραντσίσκο, είναι αυτό που οι Βραζιλιάνοι χαρακτηρίζουν ως «μορένο», ή αλλιώς μικτής φυλής.https://www.youtube.com/embed/E30PA6pI0NY

Η υιοθέτηση τριών παιδιών, αντί για ένα ή δύο, συνέβη λόγω ενός απροσδόκητου αλλά πολύ συνηθισμένου διλήμματος. Αφού ενημερώθηκαν από τις αρχές υιοθεσίας ότι έχουν βρει ένα παιδί που ταιριάζει με τις προτιμήσεις τους σχετικά με την ηλικία και την κατάσταση υγείας του- τον μικρότερο, Γκάμπριελ- και ότι είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό, τον Πάμπλο, τον οποίο αποφάσισαν επίσης να υιοθετήσουν, έμαθαν αμέσως μετά ότι τα δύο αγόρια είχαν άλλον έναν, μεγαλύτερο αδελφό, τον δωδεκάχρονο Πάτρικ, ο οποίος γύριζε για χρόνια σε διάφορα καταφύγια υιοθεσίας. Με τον Πάτρικ αντιμετώπισαν ένα βαρύ δίλημμα: να τον αφήσουν στο καταφύγιο- όπου, λόγω της ηλικίας του, θα ήταν εξαιρετικά απίθανο να υιοθετηθεί και μετά θα αποβάλλονταν στην ηλικία των 18- ή να τον υιοθετήσουν, μαζί και με τα δύο του μικρότερα αδέρφια.

Τα παιδιά άνω των έξι χρόνων έχουν πολύ μικρές πιθανότητες να υιοθετηθούν, κάτι που τους εγγυάται ένα δύσκολο μέλλον. Σύμφωνα με τον απολογισμό του δημοσιογράφου Γκιλμπέρτο Σκόφιλντ στο περιοδικό Piaui σχετικά με την υιοθεσία από τον ίδιο και τον σύντροφό του, μόνο το 6% των ζευγαριών είναι πρόθυμα να υιοθετήσουν ένα παιδί άνω των 6 ετών, ενώ το 85% των επιλέξιμων παιδιών είναι σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα.

Αν αρνιόντουσαν να υιοθετήσουν τα αδέρφια του Γκάμπριελ, αυτό σχεδόν σίγουρα θα σήμαινε για αυτά μια ζωή αποτρόπαιης στέρησης ή και χειρότερα. Τα παιδιά στα καταφύγια που καταλήγουν να μην υιοθετούνται αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες ακόμη και στην καλύτερη των περιστάσεων. Αλλά στις φτωχότερες πολιτείες της Βραζιλίας, μια ήδη φτωχή χώρα, δεν έχουν σχεδόν καμία κοινωνική υποστήριξη. Μετά την απομάκρυνση από το καταφύγιο στα 18, τα αγόρια συνήθως καταλήγουν να πωλούν ναρκωτικά και να ζουν στους δρόμους, ενώ τα κορίτσια στρέφονται στην πορνεία.

Το δίλημμα με το οποίο βρέθηκε απροσδόκητα αντιμέτωπο αυτό το ζευγάρι- να υιοθετήσουν ένα ή δυο παιδιά όπως σκόπευαν αφήνοντας τον αδελφό τους, ή να υιοθετήσουν τρία αδέρφια μαζί παρά την αβεβαιότητα για το πώς θα λειτουργούσε κάτι τέτοιο- είναι κάτι το συνηθισμένο στη Βραζιλία. Επειδή τα περισσότερα παιδιά για υιοθεσία στη Βραζιλία απομακρύνθηκαν από τον βιολογικό γονέα τους λόγω σοβαρής κακοποίησης ή παραμέλησης, τα αδέρφια συχνά απομακρύνονται μαζί.

Όπως ανέφερε ο Σκόφιλντ, το 77% των παιδιών στα καταφύγια είναι με τα αδέρφια τους, ενώ το 79% των γονιών θέλουν να υιοθετήσουν μόνο ένα παιδί. Εν ολίγοις, η συντριπτική πλειοψηφία των ζευγαριών που ξεκινούν τη διαδικασία, θέλουν να υιοθετήσουν ένα απόλυτα υγιές βρέφος χωρίς αδέρφια, αλλά η πραγματικότητα με τα παιδιά προς επιλογή είναι εντελώς διαφορετική. Οι αρχές υιοθεσίας έχουν ισχυρή προτίμηση προς την ταυτόχρονη υιοθεσία αδερφιών και εφαρμόζουν ένα ευρύ φάσμα τακτικών πίεσης, με λεπτό μέχρι και απροκάλυπτο τρόπο, για να καταφέρουν τα ζευγάρια να υιοθετήσουν πάνω από ένα παιδιά.

Στην περίπτωση του Αλεξάντρ και του Φραντσίσκο, μια τέτοια πίεση ήταν περιττή. Έλεγξαν με μεγάλη προσοχή τα εισοδήματά τους και ήξεραν ότι ήταν πολύ δύσκολο να φροντίσουν τρία παιδιά. Αλλά δεν είχε σημασία: «Από την αρχή, ήταν αδιανόητο να αφήσουμε ένα από τα αδέρφια εκεί», είπε ο Αλεξάντρ. «Αποφασίσαμε ότι θα βρούμε έναν τρόπο να τα καταφέρουμε. Νιώσαμε ότι δεν είχαμε άλλη επιλογή».

Ο τρόπος με τον οποίο οι πέντε τους έχουν τόσο γρήγορα δεθεί σε μια αγαπημένη και υποστηρικτική οικογένεια είναι μια συγκινητική ανθρώπινη ιστορία. Είναι επίσης μια διαφωτιστική ιστορία που προβληματίζει, ρίχνοντας φως σε ένα ευρύ φάσμα πολύπλοκων ερωτημάτων σχετικά με τις ανθρώπινες ανάγκες και τις σχέσεις, την ψυχολογία, τη φυλή, την τάξη, το φύλο και τις επιρροές στη συμπεριφορά- μερικά από τα οποία υπάρχουν μόνο στη Βραζιλία, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι παγκόσμια.

Το ζευγάρι αποφάσισε να μοιραστεί την ιστορία του, επειδή θέλει να κάνει δυνατή την καλύτερη κατανόηση των θετών οικογενειών από την κοινωνία και να εμπνεύσει τους άλλους να υιοθετήσουν. Έχουν αρχίσει να μιλούν για την εμπειρία τους στις μηνιαίες συναντήσεις τις οποίες υποψήφιοι θετοί γονείς υποχρεούνται να παρακολουθήσουν στη Βραζιλία, προκειμένου να πάρουν την πιστοποίηση ώστε να υιοθετήσουν και δραστηριοποιούνται σε διάφορους οργανισμούς που ασχολούνται με την υποστήριξη των θετών οικογενειών και τη δημόσια στήριξή τους.

Υπάρχει σοβαρή ανάγκη για τέτοιες προσπάθειες στη Βραζιλία, όπου μια αναπτυσσόμενη και ισχυρή ομάδα που αποτελείται από Ευαγγελικούς και άλλους υπερ-συντηρητικούς θέλουν να απαγορεύσουν την υιοθεσία από τα ομόφυλα ζευγάρια, παρά τον μεγάλο αριθμό των ανεπιθύμητων παιδιών σε καταφύγια. Τέτοιες απόψεις είναι επίσης συνηθισμένες σε πολλές άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών.

Μετά από μια δοκιμαστική περίοδο τριών εβδομάδων- που έχει σχεδιαστεί για να επιτρέπει τόσο στους μελλοντικούς γονείς όσο και στα παιδιά να αποφασίσουν αν θα πρέπει να γίνει μόνιμη η κατάσταση- οι δύο πατέρες και τα τρία αγόρια όλα μαζί συμφώνησαν κατηγορηματικά ότι ήθελαν να σχηματίσουν μια οικογένεια. Και τα τρία αγόρια μεταφέρθηκαν στο μικρό, δύο υπνοδωματίων διαμέρισμα του ζευγαριού στην Τιζούκα, μια γειτονιά της εργατικής τάξης στη βόρεια ζώνη του Ρίο ντε Τζανέιρο. Οι δύο νέοι πατέρες κράτησαν την κρεβατοκάμαρά τους, ενώ τα τρία αγόρια μετακόμισαν μαζί στο μικρό επιπλέον δωμάτιο, με κουκέτες και συρταρωτά κρεβάτια για τη μεγιστοποίηση του χώρου.

«Μεγάλωσα στη μεσαία τάξη, με μαθήματα αγγλικών και εκδρομές στον Κόσμο της Ντίσνεϊ και σε άλλες ξένες χώρες», θυμάται ο Αλεξάντρ. «Και δεν ήθελα να υιοθετήσουμε μέχρι να είμαστε έτοιμοι και ικανοί να παρέχουμε στα παιδιά μας όλα όσα είχα εγώ όταν μεγάλωνα». Ο Αλεξάντρ είναι ένας εκπαιδευόμενος ψυχαναλυτής αλλά είναι άνεργος για έναν χρόνο, δημιουργώντας μια ανασφάλεια για το αν είναι έτοιμοι για κάτι τέτοιο.

Αλλά ο Φραντσίσκο είχε μια εντελώς διαφορετική ανατροφή: μεγάλωσε σε συνθήκες έντονης φτώχιας μέχρι την ηλικία των 7 χρόνων και μετά ανατράφηκε από μια θεία μαζί με τρία ξαδέρφια του. «Εξαιτίας του τρόπου που μεγάλωσα, πίστεψα ότι το πιο σημαντικό δεν είναι το τι μπορούμε να δώσουμε ως υλικά αγαθά, αλλά το μόνο που είχε σημασία είναι να δώσουμε αγάπη και ένα σταθερό σπίτι, με τις σωστές αξίες, οι οποίες μαθαίνονται», είπε.

Ο Αλεξάντρ τώρα έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό τρόπο σκέψης. «Εξακολουθώ να εύχομαι να μπορούσα να τους δώσω περισσότερα», είπε. «Αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα και αισθάνομαι πολύ καλά για το τι έχουμε καταφέρει όλοι να κάνουμε ο ένας για τη ζωή του άλλου».

Συνάντησα το ζευγάρι για πρώτη φορά τον περασμένο Ιούλιο, όταν μίλησαν σε μια συνάντηση που παραβρέθηκα μαζί με τον σύζυγό μου Ντέιβιντ Μιράντα, για γονείς που σκοπεύουν να υιοθετήσουν. Ήταν η τελευταία από τις τέσσερις συναντήσεις που παρακολουθήσαμε για να καλύψουμε τις προϋποθέσεις ώστε να πιστοποιηθούμε από το οικογενειακό δικαστήριο. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε το βράδυ σε ένα εκκλησάκι μέσα σε μια καθολική εκκλησία στην Τιζούκα, στη γειτονιά που μένει η οικογένεια.

Καθίσαμε με 20 περίπου υποψήφιους γονείς, όλοι εκ των οποίων έδειχναν- όπως και εμείς- γεμάτοι τόσο με ανησυχία όσο και με ενθουσιασμό. Μία από τις τέσσερις συναντήσεις περιλαμβάνει το να ακούς γονείς που έχουν ήδη υιοθετήσει να διηγούνται τις εμπειρίες τους και ο Αλεξάντρ και ο Φραντσίσκο μοιράζονται συχνά ως εθελοντές την ιστορία τους.

Στα μισά της παρουσίασης του ζευγαριού για τη νέα τους ζωή ως γονείς, και τα τρία αγόρια μπήκαν στο δωμάτιο, αφού έπαιξαν στον πάνω όροφο με τον παππού τους, τον μπαμπά του Αλεξάντρ. Περπάτησαν μέσα από το πλήθος των υποψήφιων θετών γονέων προς τους γονείς τους και κάθισαν μπροστά στο δωμάτιο, δίπλα τους.

Αυτό που ήταν το πιο εντυπωσιακό με αυτήν την ενός χρόνου οικογένεια ήταν η απόλυτη κανονικότητά της. Όπως θα έκαναν τα περισσότερα παιδιά, και τα τρία αγόρια προφανώς αισθάνθηκαν άβολα σε ένα δωμάτιο γεμάτο με άγνωστους ενήλικες που τα κοιτούσαν. Ζήτησαν άμεσο καταφύγιο και προστασία πίσω από τους πατέρες τους, κρύβοντας κυριολεκτικά τα πρόσωπά τους.

Αλλά καθώς προχωρούσε η παρουσίαση από τους πατέρες τους, κάθε ένα τους, το καθένα στον δικό του χρόνο και σιγά-σιγά, άρχισαν να νιώθουν πιο άνετα. Σταδιακά αποκάλυψαν τα πρόσωπά τους ενώ παρέμειναν δεμένα με τα προστατευτικά χέρια των μπαμπάδων τους. Άρχισαν να διακόπτουν παιχνιδιάρικα την παρουσίαση των γονιών τους. Οι δυο πατέρες κατέβαλλαν προσπάθειες για να μοιράσουν την προσοχή τους μεταξύ της παρουσίασης που έκαναν και του ελέγχου των ολοένα και πιο τολμηρών και ανήσυχων αγοριών καθώς ξεκίνησαν να απολαμβάνουν τη θετική προσοχή που έπαιρναν από ένα δωμάτιο γεμάτο κόσμο.

Πέντε άνθρωποι που δεν γνωρίζονταν πριν έναν χρόνο- που ήρθαν από εντελώς διαφορετικά υπόβαθρα και εμπειρίες- είχαν δημιουργήσει τόσο εμφανώς και γρήγορα μια τυπική οικογένεια με όλα τα γνωστά πρότυπά της. Η δύναμη και η ομορφιά αυτού του δεσίματος διέλυσαν όποια αμφιβολία εγώ και ο σύζυγός μου είχαμε να πλανάται σχετικά με τη συναρπαστική αλλά και τρομακτική προοπτική της υιοθεσίας.

Η οικογένεια συμφώνησε να μοιραστεί την ιστορία της με το The Intercept. Η ομάδα μας- εγώ, η ρεπόρτερ Τζουλιάνα Γκονσάλβες και ο καμεραμάν Τιάγκο Ντεζάν- πέρασε πολλές ώρες μαζί τους κατά τη διάρκεια αρκετών ημερών, σε διαφορετικά περιβάλλοντα, προκειμένου να τους κάνει να νιώσουν άνετα για να δώσουν συνέντευξη, να βιντεοσκοπηθούν και να εκθέσουν ένα πλήρες σύνολο των εμπειριών τους. Η ιστορία τους είναι ιδιαίτερη από μόνη της, αλλά είναι επίσης ένα μέσο για να δούμε μια ευρεία σειρά κοινωνικών θεμάτων.

Οι υποψήφιοι θετοί γονείς στη Βραζιλία έρχονται αντιμέτωποι με μια σειρά ηθικών διλημμάτων, πολλά από τα οποία δεν είχα προβλέψει. Το πρώτο είναι το ζήτημα της φυλετικής προτίμησης.

Υπάρχει κάποια εξήγηση, πέρα από τον ρατσισμό, για την οποία κάποιοι λευκοί γονείς προσδιορίζουν ότι θέλουν μόνο λευκό παιδί, κάτι όμως που τους κάνει να περιμένουν πολύ περισσότερο χρόνο, ιδίως όταν τα περισσότερα παιδιά προς υιοθεσία στη Βραζιλία είναι μαύρα;

Οι ψυχολόγοι που επιβλέπουν τις συναντήσεις προσανατολισμού επιμένουν ότι υπάρχει ένα μη-ρατσιστικό κίνητρο. Οι θετοί γονείς, φοβούμενοι ότι τα παιδιά τους θα αντιμετωπίζουν ήδη σημαντικές δυσκολίες, δεν θέλουν να προσθέσουν μία ακόμη: το συνεχές στίγμα του να γνωρίζουν όλοι- ακόμα και άγνωστοι στο δρόμο- ότι είναι υιοθετημένα εξαιτίας της διαφορετικής από τους γονείς τους φυλής. Το να έχεις ένα παιδί που μοιάζει με τους γονείς του ώστε να θεωρείται βιολογικό παιδί τους θα μειώνει το στίγμα για το παιδί, σύμφωνα με αυτήν την εξήγηση.

Μια από τις πρώτες συγκρούσεις του Αλεξάντρ και του Φραντσίσκο με τον μικρότερο γιό τους, τον Γκάμπριελ- που έγινε μέσα σε λίγες εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση της έγκρισης- αναδεικνύει αυτήν την ανησυχία. Όταν οι πέντε τους περπατούσαν στον δρόμο, ο Γκάμπριελ, όταν του είπαν ότι δεν μπορεί να έχει κάτι που ήθελε, είχε ένα κλασικό για έναν εξάχρονο ξέσπασμα.

Όταν μεγάλωσε ο θυμός του, έτρεξε μακριά από τους πατέρες του, και ο Φραντσίσκο έπρεπε να τον κυνηγήσει και στη συνέχεια να τον αρπάξει, ενώ Γκάμπριελ ούρλιαζε για βοήθεια. Το θέαμα ενός άνδρα 30-κάτι χρονών να κυνηγά και να αρπάζει ένα μαύρο παιδί που ούρλιαζε, προσέλκυσε την προσοχή και το ενδιαφέρον των πεζών, ακόμα και των φρουρών ασφαλείας. «Ήταν ενοχλητικό», θυμήθηκε ο Φραντσίσκο «γιατί ήταν η πρώτη φορά που συνέβη. Αλλά εξήγησα ότι ο Γκάμπριελ ήταν ο γιος μου και έτσι τελείωσε».

Τόσο ο Αλεξάντρ όσο και ο Φραντσίσκο δείχνουν μια απαξιωτική στάση απέναντι στη σημασία αυτού του στίγματος. «Οι άνθρωποι όντως μας κοιτούν στο δρόμο, ειδικά όταν είμαι μόνος μαζί τους», δήλωσε ο Αλεξάντρ. «Αλλά αυτό είναι από περιέργεια, όχι από κακία και δεν είναι δύσκολο να το αντιμετωπίσουμε. Τα αγόρια γνωρίζουν ότι είναι υιοθετημένα και δεν το θεωρούν ως ένα στίγμα ή ένα λόγο για να ντρέπονται. Ακριβώς το αντίθετο, καθώς έχουν μάθει ότι η υιοθεσία είναι κάτι για το οποίο πρέπει να είμαστε υπερήφανοι και είμαστε το ίδιο οικογένεια, όπως οποιαδήποτε άλλη».

Ό,τι άλλο και αν ισχύει, το θέμα της φυλής κυριαρχεί στη διαδικασία της υιοθεσίας από τα πρώτα στάδια. Η ερώτηση που πιο συχνά κάνουν οι υποψήφιοι θετοί γονείς στις συναντήσεις προσανατολισμού είναι σχετικά με το χρονικό πλαίσιο: Πόσο καιρό θα χρειαστεί για να έχεις το παιδί σου; Η απάντηση έρχεται από τους κοινωνικούς λειτουργούς με έναν ρεαλιστικό τόνο που κρύβει το εκπληκτικό νόημά της. Το μήνυμα είναι περίπου αυτό: «Λοιπόν, όλα εξαρτώνται από τις προτιμήσεις σας.  Αν θέλετε ένα απολύτως υγιές, λευκό βρέφος, τότε φυσικά θα πρέπει να περιμένετε για πολύ καιρό, ακόμα και χρόνια. Αλλά αν είστε πιο ευέλικτοι σχετικά με τις προτιμήσεις σας, αν είστε ανοιχτοί σε ένα μη-λευκό ή μεγαλύτερο παιδί, ένα σε κατάσταση που απαιτεί κάποια θεραπεία, τότε θα γίνει πολύ πιο γρήγορα».

Το θέμα της υγείας είναι επίσης περίπλοκο. Τα παιδιά με ειδικές ανάγκες απαιτούν μεγαλύτερη φροντίδα και μερικές φορές δίνονται για υιοθεσία από γονείς που δεν μπορούν να τα φροντίσουν, πράγμα που σημαίνει ότι πολλά από αυτά υποφέρουν από τύφλωση, παράλυση, σύνδρομο Ντάουν ή σοβαρή καρδιακή νόσο, κάτι που σίγουρα θα τους φέρει μια σύντομη ζωή. Άλλα παιδιά έχουν θεραπεύσιμες, χρόνιες παθήσεις, όπως εμβρυικό αλκοολικό σύνδρομο, HIV ή διαβήτη.

Η απόφαση ενός υποψήφιου θετού γονέα για τα επίπεδα της ασθένειας ή της κατάστασης που πιστεύει ότι είναι πρόθυμος να αντιμετωπίσει είναι βασανιστική.

«Έχεις όνειρα για το πώς θέλεις να είναι το παιδί σου», εξήγησε ο Φραντσίσκο, «αλλά δεν θέλεις να νιώθεις ότι απαιτείς ένα φυσικώς τέλειο δείγμα. Όλοι έχουμε αδυναμίες και ατέλειες. Είναι μέρος αυτού που μας κάνει ανθρώπους».
Πέρα από αυτό, πρόσθεσε ο Αλεξάντρ, «πέρα από το ότι θα μας έφερναν ευτυχία, ένα μεγάλο μέρος του κινήτρου μας για να αποκτήσουμε παιδιά ήταν για να δώσουμε σε ένα ανεπιθύμητο παιδί ένα σπίτι. Έτσι εμείς δεν θέλαμε να περιοριστούμε σε παιδιά που μπορούν να βρουν εύκολα ένα σπίτι». Τελικά επέλεξαν να δεχθούν ένα παιδί με θεραπεύσιμη χρόνια πάθηση, αλλά όχι κάποια σοβαρή ανίατη ασθένεια.

Ερωτήματα σχετικά με το φύλο και για τα ομόφυλα ζευγάρια, σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό, μπορεί να είναι ακόμα πιο δύσκολα. Το μικρότερο παιδί του ζευγαριού, ο Γκάμπριελ, πέρασε χρόνια σε ένα ανεπαρκώς χρηματοδοτούμενο και με κακή διαχείριση καταφύγιο που ήταν ένα μικρό μόλις βήμα πριν από την ζωή στο δρόμο: Άστεγα παιδιά πολύ συχνά έμπαιναν χωρίς κάποιο εμπόδιο και τα παιδιά στο καταφύγιο πολύ συχνά αφήνονταν να αναμειγνύονται με ομάδες αστέγων. Από μια νεαρή ηλικία, για να επιβιώσουν είχαν γίνει μέρος μιας εξαιρετικά πατριαρχικής και μάτσο κουλτούρας. Και κανένα μέλος της οικογένειας ή συγγενείς επισκέπτονταν ποτέ τα αγόρια για φέρουν μια εξισορροπητική επιρροή.

Οι δύο πατέρες ήταν, σε πρώτη φάση, ανήσυχοι για το τι στάσεις ο Γκάμπριελ και τα αδέρφια του θα έχουν απέναντι σε ζευγάρια του ιδίου φύλου και σε γυναίκες. Ως εκ τούτου, έδωσαν προτεραιότητα στην εκπαίδευσή τους σχετικά με τις κοινωνικές νοοτροπίες. Ο Αλεξάντρ αγόρασε βιβλία σχεδιασμένα για να διδάξουν τα παιδιά για την ισότητα των φύλων και για το ότι οι διακρίσεις λόγω γενετήσιου προσανατολισμού είναι λάθος. «Τους έχω διορθώσει αμέσως για οποιαδήποτε έκφραση μισαλλοδοξίας έχω αντιληφθεί», είπε ο Αλεξάντρ, «και τώρα βλέπουν αυτά τα ζητήματα εντελώς διαφορετικά».

Την πρώτη βδομάδα που ήταν μαζί, ένα παιδί, όταν του είπαν ότι ο Αλεξάντρ και ο Φραντσίσκο ήταν παντρεμένοι, ρώτησε αν κάτι τέτοιο επιτρεπόταν. Αφού του είπαν ότι επιτρέπεται, τα αγόρια επισήμαναν μια πολύ γνωστή, υψηλής τηλεθέασης σαπουνόπερα που έδειχνε ένα ομόφυλο ζευγάρι και που είχε προκαλέσει αντιπαραθέσεις στη Βραζιλία. «Αυτό τους έκανε να το θεωρήσουν ως κάτι το κανονικό», είπε ο Φραντσίσκο, «τους έκανε να καταλάβουν ότι είναι συνηθισμένο. Μετά από αυτό, ήταν κάτι το φυσικό για αυτούς να έχουν δύο πατεράδες».

Το ζήτημα της ηλικίας θέτει επίσης έναν απεριόριστο αριθμό δύσκολων ερωτημάτων. Οι παιδοψυχολόγοι έχουν μια έντονη συζήτηση σχετικά με την ηλικία στην οποία η ψυχολογική και συναισθηματική διαμόρφωση ενός παιδιού έχει σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί και άρα δεν επηρεάζεται σημαντικά, με κάποιους να πιστεύουν ότι αυτό συμβαίνει ήδη από την ηλικία των δύο ή τριών χρονών. Άλλοι όμως πιστεύουν ότι αυτή η διαδικασία δεν τελειώνει ποτέ.

Ο Αλεξάντρ και ο Φραντσίσκο δεν είχαν αμφιβολίες για την ικανότητά τους να αναθρέψουν τα αγόρια τους που βρίσκονται στο στάδιο της προ-εφηβείας και ο χρόνος δείχνει να τους βγάζει σωστούς. «Αυτά είναι εντελώς διαφορετικά παιδιά από εκείνα πριν έναν χρόνο, όταν τα γνωρίσαμε», λέει ο Αλεξάντρ. «Ακόμα και ως ενήλικας, συνεχίζω να μαθαίνω και να αλλάζω μέσα από τις αλληλεπιδράσεις που έχω με τους άλλους και τις εμπειρίες μου. Φυσικά τα παιδία επηρεάζονται πιο πολύ από γονικές επιρροές κατά τη διάρκεια όλων των παιδικών τους χρόνων».

Ίσως ένα ακόμα πιο βασανιστικό ηθικό δίλημμα προέρχεται από το πώς κάποιος κάνει «αναζήτηση» για το παιδί. Το ερώτημα που ένας υποψήφιος θετός γονέας πρέπει να αντιμετωπίσει είναι σχεδόν αδύνατο να απαντηθεί: Συνεχίζετε να συναντάτε πολλά παιδιά μέχρι να βρείτε «το σωστό» – απορρίπτοντας έτσι παιδιά με ελπίδες που θα συναντήσετε κατά τη διαδικασία μέχρι να βρείτε αυτό που τελικά θα υιοθετήσετε- ή δεσμεύεστε εκ των προτέρων να υιοθετήσετε το πρώτο που θα ταιριάζει με τις  δημογραφικές προτιμήσεις σας;

Τα παιδιά στα καταφύγια που είναι ηλικίας άνω των τριών ή τεσσάρων χρονών, ξέρουν ότι περιμένουν να υιοθετηθούν και είναι αισιόδοξα ότι αυτό θα συμβεί. Όταν ένας υποψήφιος γονέας τα επισκέπτεται, πολλά προσπαθούν να είναι γοητευτικά, με την ελπίδα ότι θα επιλεχθούν. Ένας γονιός που απορρίπτει ένα παιδί κάτω από αυτές τις συνθήκες ξέρει ότι δίνει στο παιδί τη γνώση ότι έχει απορριφθεί και επίσης το οδηγεί σε ένα μέλλον όπου πολύ πιθανόν να μην υιοθετηθεί ποτέ. Αυτό είναι ένα βαρύ φορτίο και για τους δύο.

Αλλά και η άλλη επιλογή- η εκ των προτέρων δέσμευση για την υιοθέτηση του πρώτου παιδιού που θα συναντήσεις ανεξάρτητα από τη συμβατότητα- μπορεί να παρουσιάσει τις δικές της σοβαρές δυσκολίες. Δεν είναι κάθε γονέας κατάλληλα εξοπλισμένος για να προσφέρει σε κάθε υιοθετημένο παιδί τη συναισθηματική και ψυχολογική στήριξη που χρειάζεται. Η συμβατότητα μπορεί να είναι κρίσιμη στο αν θα λειτουργήσει μια σχέση.

«Στη δική μας περίπτωση», θυμάται ο Αλεξάντρ, «αυτό αποδείχθηκε ότι δεν είναι πρόβλημα, διότι ξέραμε μόλις συναντήσαμε τον Γκάμπριελ ότι ήταν ο γιος μας. Και αισθανθήκαμε τον ίδιο όταν συναντήσαμε τους δύο αδελφούς του». Ο Φραντσίσκο πρόσθεσε: «Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι πάντα εύκολο. Αλλά με κάποιον τρόπο τους βρήκαμε και μας βρήκαν και ήταν γραφτό να γίνει».

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η υιοθεσία παρουσιάζει κάποιες μοναδικές προκλήσεις. Τελικά, όμως, η ανατροφή των υιοθετημένων παιδιών περισσότερο μοιάζει παρά διαφέρει από τη διαδικασία της ανατροφής των βιολογικών παιδιών. Όσοι έχουν βιολογικά παιδιά αντιμετωπίζουν επίσης έναν απεριόριστο αριθμό από αγνώστους παράγοντες και παράγοντες πέρα από τον έλεγχό τους. Αφενός, οι θετοί γονείς γνωρίζουν περισσότερα για τα παιδιά τους από ό,τι οι βιολογικοί τους γονείς. Αφετέρου πάντως, η ομορφιά και η δύναμη της σχέσης γονέα-παιδιού έγκειται στο άγνωστο. Όπως είναι πάντα αλήθεια, εκεί βρίσκεται η ανθρώπινη δυνατότητα: κάπου που δεν μπορούμε να την ελέγξουμε και περιοριζόμαστε έτσι μόνο να κάνουμε εκτιμήσεις.

Στο βιβλίο του «Αγάπησε εκείνο το Αγόρι» του 2016, ο πολιτικός δημοσιογράφος Ρον Φόρνιερ, περιγράφει τα όνειρα και τα σχέδια που είχε για τον γιο του πριν αυτός γεννηθεί, μέχρι που διαπίστωσε ότι ο αυτισμός του γιού του καθιστούσε το αγόρι πολύ πιο διαφορετικό από ό,τι αυτός οραματιζόταν. Η εξήγηση του Φόρνιερ για το πώς αγάπησε τον γιό του σύμφωνα με τους όρους του παιδιού, σύμφωνα με το ποιος είναι και ποια είναι τα μοναδικά χαρακτηριστικά και οι δυνατότητες του, υπογράμμιζε ένα μεγάλο μάθημα: Μόλις κάποιος απελευθερωθεί από τις προσδοκίες του και τα σχέδιά του, ανακαλύπτονται νέες και πιο μεγάλες δυνατότητες.

Αυτό που είναι τελικά φέρνει την περισσότερη δύναμη και έμπνευση σχετικά με την οικογένεια που σχηματίστηκε από τον Αλεξάντρ, τον Φραντσίσκο και τα τρία αγόρια τους είναι το πόσο απίθανη ήταν. Τα φαινομενικά ανυπέρβλητα εμπόδια που θα περίμενε κανείς να αντιμετωπίσουν δεν συγκρίνονται, στην πραγματικότητα, με το ανθρώπινο δέσιμο που αναπτύχθηκε. Τα εμπόδια και οι διαφορές- κοινωνικοοικονομικές, φυλετικές, πολιτιστικές, ψυχολογικές- φαίνονται ασήμαντες, όταν συγκριθούν με την αγάπη και την υποστήριξη αυτής της σχέσης που αυτοί οι πέντε άνθρωποι έχουν επιλέξει να δημιουργήσουν. Η παρατήρηση και η κατανόησή της παρέχει ζωτικής σημασίας και καθολικά στοιχεία για το πόση κατανόηση μπορούν πραγματικά να δείξουν οι άνθρωποι στις αλληλεπιδράσεις τους.

Για μια σχολική εργασία, ο μεσαίος γιος, ο Πάμπλο, 11 χρονών τώρα, έγραψε μια ιστορία για την ευχή που είχε κάποτε κάνει ρίχνοντας ένα νόμισμα σε ένα σιντριβάνι. Έγραψε: «Το όνειρό μου έγινε πραγματικότητα: Ζήτησα μια οικογένεια που δεν θα με άφηνε ποτέ». Ο πατέρας του Φραντσίσκο το έθεσε με απλό τρόπο: «Αν κάποιος πιστεύει ότι εμείς, δυο άντρες, δεν μπορούμε να φροντίσουμε αυτά τα παιδιά και ότι δεν ζούμε καλά στο σπίτι μας, ας έρθει εδώ να μας γνωρίσει».