Ένας άντρας περπατάει στην ερημιά. Όσο φτάνει το μάτι του δεν υπάρχουν δέντρα, ούτε θάμνοι, ούτε χορτάρια. Όλα είναι λευκά. Σε ένα άλλο τόπο ο άντρας θα είχε ένα άλογο μαζί του, έστω ένα άλογο χωρίς όνομα. Αλλά εδώ είναι τα πάντα επαναστατημένα Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε.
Ο άντρας δεν το γνωρίζει ακόμα αλλά περπατάει πάνω στην παγωμένη θάλασσα. Δεν έχει αίσθηση του αλλόκοτου παράδοξου. Πάνω στην μεγαλύτερη κινούμενη μάζα, πεισματικά ακινητοποιημένη πια, να είναι αυτός ο μόνος που κινείται. Αν ο άντρας ήταν αναγνώστης του Φίλιπ Ντικ ίσως να υποψιαζόταν ότι ζει μια παραλλαγή της υπόθεσης Ραουταβάαρα. Ένας εξωγήινος Χριστός το παρακάνει, αντί απλώς να γαληνέψει τη φουρτουνιασμένη λίμνη της Γαλιλαίας αποφασίζει να λύσει το πρόβλημα άπαξ και δια παντός, παγώνει όλες τις θάλασσες.
Αλλά ο άντρας είναι αντάρτης. Αν γνώριζε ότι περπατάει πάνω στην παγωμένη θάλασσα το μυαλό του θα πήγαινε στη ματαίωση της προσταγής του Μάο. Δεν γίνεται να κινηθείς ανάμεσα στο λαό όπως το ψάρι σε μια παγωμένη θάλασσα. Ακόμα κι αν είσαι ένα ψάρι που μπορεί να ζήσει έξω από το νερό, πως μπορείς να ξεπαγώσεις τη θάλασσα ώστε να επιστρέψεις στο φυσικό σου περιβάλλον; Μήπως το ότι, σε πείσμα της θεωρίας του αντάρτικου, έχεις απαλλαγεί από την ανάγκη του υδάτινου περιβάλλοντος σημαίνει πως έχει μεταλλαχτεί σε κάτι άλλο από αυτό που νομίζεις πως είσαι;
Ο άντρας συνεχίζει να περπατάει. Ο πάγος δεν είναι παντού ίδιος. Σε κάποια σημεία είναι σχεδόν διάφανος. Εκεί ο άντρας μπορεί να διακρίνει κάποια παγιδευμένα σώματα, το κρύο τα έχει διατηρήσει αναλλοίωτα. Είναι ένας αστυνομικός φρουρός τράπεζας, δίπλα του πεσμένα λίγα γλυκά για την ονομαστική του γιορτή. Πιο πέρα ένας νεαρός φοιτητής, το κοντομάνικο μπλουζάκι που φοράει βγάζει γλώσσα στο ανυπόφορο κρύο.
Ο άντρας απορεί. Ποιος ευθύνεται; Τι σκεφτόταν εκείνος που κουβάλησε τα σώματα αυτά σε μια τέτοια ερημιά. Γιατί τα τοποθέτησε μέσα στον πάγο; Για να τα διατηρήσει, για να τα κρύψει; Ο άντρας δεν βγάζει άκρη, αρχίζει και ανησυχεί. Ίσως είναι παγίδα, να του αποσπάσουν την προσοχή, να αδυνατίσουν τη θέλησή του να περπατάει.
Παρακάτω βρίσκει άλλα σώματα. Εδώ ο πάγος είναι σκληρός, σε κάποια σημεία αδιαπέραστος. Δεν έχει σεβαστεί τις ανθρώπινες μορφές, τις έχει μετατρέψει σε σύμβολα. Περίπου σαν τις ζωγραφιές ζώων που έφτιαχναν οι μακρινοί προγονοί μας στα σπήλαια. Ένας φαλακρός αετός εδώ, ένας φοίνικας που ξαναγεννιέται από τις στάχτες του (ή επιστρέφει σ’ αυτές;) εκεί, λεωφορεία, ερυθρές ημισέληνες, το κτίριο της Βουλής, εισαγγελικά έδρανα, πράσινοι σταυροί γιατρών.
Ο άντρας γνέφει επιδοκιμαστικά. Βλέπει ένα μεγάλο σχέδιο. Σίγουρα λείπουν μερικά κομμάτια, και αν δεν τον εμπόδιζε ο πάγος θα άλλαζε θέση σε κάποια. Τότε όλοι θα καταλάβαιναν. Επιτέλους το μοναχικό ταξίδι θα τέλειωνε και θα ξεκινούσε η μεγάλη πορεία.
Ο άντρας ξαφνικά σταματάει, όχι με τη θέλησή του. Περπατώντας αδιάκοπα έχει φτάσει στην κορυφή ενός παγόβουνου. Μόνο τώρα έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί ότι τόσα χρόνια περπατούσε πάνω στην παγωμένη θάλασσα.
Θα προχωρήσει σε μια τέτοια συνειδητοποίηση και παραδοχή;
Τον Φεβρουάριο του 1989 η Ελευθεροτυπία δημοσίευσε μια συνέντευξη του Αλμπέρτο Φραντσεσκίνι, συνιδρυτή των Ερυθρών Ταξιαρχιών, στον Λάκη Χατζηκυριάκο. Ακολούθησαν και επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο του Φραντσεσκίνι σε μετάφραση του Λ.Χ.
Από εκεί ο γράφων δανείστηκε και αυθαίρετα προσάρμοσε τη μεταφορά της παγωμένης θάλασσας.
«Διερωτόμουν τι έννοια είχε να εργαστούμε ακόμη για τη βία, αφού δεν υπήρχε κανένας πολιτικός λόγος που θα τη δικαιολογούσε. Ξανάβλεπα τη ζωή μου γεμάτη σφάλματα και δογματισμούς, που έκλεινε με μια πίκρα, το ότι για περισσότερα από 10 ΧΡΟΝΙΑ ΕΙΧΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΕΝΑ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΟ ΔΡΟΜΟ, ΠΟΥ ΜΕ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΕΝΟΣ ΠΑΓΟΒΟΥΝΟΥ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΓΩΜΕΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ.
Άρχισα να το συζητώ με τους άλλους συντρόφους, με μηνύματα, στα οποία έγραφα ότι η εμπειρία μας εξαντλήθηκε γιατί η ιταλική κοινωνία μετασχηματιζόταν κατά ένα τρόπο που δεν είχαμε προβλέψει. Τώρα πλέον δεν μπορούσε να γίνει καμία επανάσταση, θα έπρεπε να βρούμε ένα τρόπο για να επανέλθουμε στην κοινωνία»
Δεν είναι σαφές αν τα κεφαλαία είναι του Α.Φ. ή του Λ.Χ.