O Τίτος Λίβιος καταγράφει στο έργο του μία καλά οργανωμένη απεργία το 312πΧ. Αν και μεταγενέστερος ο ίδιος, διασώζει εκεί τις μνήμες του ρωμαϊκού λαού και τον τρόπο που εφηύραν, για να αντιδράσουν, οι λαϊκές δυνάμεις. Εντάξει, δεν είναι ακριβώς σαν τις σημερινές απεργίες, και, βεβαίως, μπαίνει στην εικόνα ως κάτι δευτερεύον, αλλά οι ίδιοι οι απεργοί και οι λόγοι που τους οδήγησαν σε αυτή τους την αντίδραση μπορούν κάλλιστα να σταθούν και σήμερα.

Οι απεργοί ήταν καλλιτέχνες, μουσικοί, και ο λόγος ήταν η απόφαση του κράτους ότι οι πολεμικές δαπάνες ήταν πολύ σημαντικότερες από την τέχνη. Κανείς Ρωμαίος μουσικός δεν επρόκειτο να αποδεχθεί να του στερήσουν, όμως, τον κοινωνικό του ρόλο και, μάλιστα, με περιορισμό της ελευθερία της έκφρασης, κερδισμένη για συγκεκριμένες, θρησκευτικές, συνθήκες,  αλλά παρούσα – όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι. Και οι λόγοι, κι εδώ, οι λόγοι που γέννησαν την πρώτη αυτή απεργία, ήταν κατ’ αρχήν οικονομικοί.

Πέραν της διασκέδασης, ο ρόλος του μουσικών ήταν και θρησκευτικός. Είχαν βασική συμμετοχή στις θρησκευτικές τελετές και την απόλυτη ελευθερία τους στην μεγάλη γιορτή του Διός, μια γιορτή που γινόταν δημοσία δαπάνη. Αυτή τη γιορτή ανέμεναν για να αυξήσουν το εισόδημά τους και να ζήσουν, και, παράλληλα, εκεί είχαν την ελευθερία και της δημιουργικής τους έκφρασης.

Η Ρώμη, το 312 βρισκόταν σε άσχημη οικονομική κατάσταση. Τα χρήματα του κράτους είχαν κατασπαταληθεί ήδη σε πολέμους, και από πάνω είχαν ξαναξεσηκωθεί οι Ετρούσκοι, ετοιμοπόλεμοι και καλά εξοπλισμένοι και τα έξοδα θα αυξάνονταν ακόμη περισσότερο. Έπρεπε να υπάρξει λιτότης. Αυτή ήταν η συμβουλή των δύο κηνσόρων, των τιμητών, υπεύθυνων για την ηθική του κράτους και τα οικονομικά του. Και αυτό αποφάσισαν στη Σύγκλητο. Οι περικοπές δεν μπορούσαν βέβαια να αγγίξουν την πολεμική μηχανή της Ρώμης. Μπορούσαν όμως να αγγίξουν, και πολύ μάλιστα, τις δημόσιες εκδηλώσεις και τις θρησκευτικές εορτές.

Οι μουσικοί της πόλης έμαθαν ότι, εκείνη τη χρονιά, αφού το ταμείον ήταν μείον, οι γιορτές στο Δία δε θα γίνονταν και οι ίδιοι δεν θα είχαν αυτό το, τόσο απαραίτητο για την επιβίωσή τους, έσοδο. Οι κήνσορες συνάντησαν την ένωση των μουσικών και τους εξήγησαν ότι το δημοσία δαπάνη είχε τελειώσει. Και μαζί, είχε, για κείνη τουλάχιστον την χρονιά – μια χρονιά που, λόγω των συνθηκών σήκωνε πολλή… ελευθερία του Λόγου- είχε τελειώσει και το δικαίωμά τους στην αυτοέκφραση.

Κανείς μουσικός δεν επρόκειτο να το δεχθεί αυτό, ενημέρωσαν τους κήνσορες. Και αποφάσισαν γενική απεργία. Και πορεία. Μια μεγάλη πορεία καλλιτεχνών που, αφού διέσχισε την πόλη, την εγκατέλειψε και κατευθύνθηκε προς το σημερινό Τίβολι, τότε Τιμπούρ. Εκεί και εγκαταστάθηκαν δηλώνοντας σθεναρά ότι δεν επρόκειτο ποτέ ξανά να επιστρέψουν στην πόλη, αν οι κήνσορες δεν άλλαζαν την απόφασή τους και δεν γινόταν κανονικά, ελεύθερα και δημοσία δαπάνη η ετήσια εορτή στο ναό του Μεγίστου Διός (Jupiter Optimus Maximus). Στο μεταξύ, δεν δέχονταν να δουν κανέναν. Ή όλα, ή τίποτε!

Προς ενίσχυση των καλλιτεχνών, ήρθε η θρησκευτική πίστη του λαού. Για την υπόλοιπη Ρώμη, απεργία δε εκλήφθη ως απουσία διασκέδασης, έλλειψη μουσικής και εορτών, αλλά ως ένας πολύ κακός οιωνός, στους πολέμους που θα ακολουθούσαν: Αν δεν έχουν στο πλευρό τους το Δία, πως θα πάνε σε πόλεμο με τους Ετρούσκους; Αν δεν τιμούσαν το Θεό τους με μουσική, αν δεν γίνονταν οι πρέπουσες, μετά μουσικής, θυσίες, γιατί αυτός να σταθεί στο πλευρό τους; Χωρίς μουσική θυσίες δεν μπορούσαν να γίνουν, ήταν ξεκάθαρο, ήταν η παράδοση και η αρμόζουσα τελετή. Ο θεός θα απέστρεφε το πρόσωπό του από τη Ρώμη, ήταν σίγουρο!

Οι λαϊκές αντιδράσεις οδήγησαν την Σύγκλητο να επανεξετάσει. Αποφάσισε ότι έπρεπε να συζητήσει το θέμα, να διαπραγματευτεί με τους μουσικούς και, ει δυνατόν, να έλθει σε έναν κάποιο συμβιβασμό. Η άρνηση των μουσικών να συναντήσουν αντιπροσώπους της εξουσίας, όμως, σήμαινε ότι έπρεπε να βρουν μεσολαβητή. Κατέφυγαν στις τοπικές αρχές του Τιμπούρ και τους ζήτησαν να μεσολαβήσουν. Ναι μεν δεν μπορούσε αυτή τη στιγμή η Ρώμη να αντέξει το έξοδο των μουσικών, όμως θα μπορούσε ίσως να τους δώσει κάποια άλλα ανταλλάγματα, πρότειναν. Οι τιβολιανοί δέχθηκαν και όντως προχώρησαν στη διαμεσολάβηση.

Οι μουσικοί αρνήθηκαν σταθερά. Κεκτημένο δικαίωμα, αποφάσισαν, δεν το παραχωρείς – θα το χάσεις για πάντα. Έπρεπε όλα να γίνουν σωστά, όπως πάντα, κι εκείνοι να εκφραστούν και να πληρωθούν.

Σε αυτές τις συνθήκες έφτασε η παραμονή της μεγάλης γιορτής και η ανησυχία συγκλήτου, διαμεσολαβητών και λαού μεγάλωνε. Και τότε, οι Τιβολιανοί αποφάσισαν να την «στήσουν» στους καλλιτέχνες και να βοηθήσουν τη Ρώμη: αν τα κατάφερναν, τα διπλωματικά οφέλη θα ήταν, με βεβαιότητα, μεγάλα και όταν βρίσκεσαι στη μέση του πυρός μεταξύ Ετρούσκων και Ρωμαίων, τα χρειάζεσαι.

Ζήτησαν από τους μουσικούς να παίξουν για την πόλη τους. Κάτι που οι καλλιτέχνες δέχτηκαν με χαρά. Η μουσική αντηχούσε, το κρασί έρεε, οι μουσικοί μέθυσαν – κάτι που επεδίωξαν οι ντόπιοι- και έπεσαν σε βαρύ ύπνο. Έτσι τους κουβάλησαν σε κάρα και τους μετέφεραν, μεθυσμένους και βαριά κοιμώμενους, μέσα στο Φόρουμ της Ρώμης. Εκεί που όλα ήταν έτοιμα για τη μεγάλη γιορτή και εκεί που ήδη, από την ώρα που διαδόθηκε το νέο της έλευσης, είχε κατέβει ο λαός της Ρώμης για να υποδεχθεί με ενθουσιασμό τους πρωτεργάτες των καλών οιωνών.

Οι αγουροξυπνημένοι μουσικοί συνήλθαν απότομα από τις ιαχές και τον ενθουσιασμό. Συνήλθαν υπό γενικευμένη λαϊκή πίεση, έπρεπε, φώναζε ο λαός, οι γιορτές να γίνουν οπωσδήποτε, ο Δίας έπρεπε να είναι στο πλευρό τους!

Οι μουσικοί δεν υποχώρησαν εύκολα. Το θέμα, είπαν, δεν ήταν αυτή η μία φορά, ήταν θέμα κεκτημένου και έλλειψης εμπιστοσύνης προς την εξουσία, που αν αφαιρούσε ένα προνόμιο πολύ δύσκολα θα το ξαναέδινε – δώσε θάρρος στο συγκλητικό…

Οι κήνσορες, υπεύθυνοι και για την ηθική της πόλης και της εξουσίας, όσο και για τα οικονομικά, ήταν εκείνοι που μπήκαν στη μέση και πάλι. Υποσχέθηκαν, εμπρός στο ιερό του Δία, κάτι πολύ σημαντικό, ότι ποτέ ξανά δεν θα συνέβαινε αυτό, ποτέ ξανά δεν θα στερούνταν τις αμοιβές τους οι μουσικοί, αν αυτή και μόνον αυτή τη φορά δέχονταν να μην λάβουν αμοιβή. Η πρόταση, διατυπωμένη μπροστά στο ιερό του Δία και το λαό της Ρώμης από τους ίδιους τους κήνσορες, θα γινόταν κάτι περισσότερο από νόμος, αποφάσισαν, και γι’ αυτό δέχθηκαν, οι καλλιτέχνες, διασφαλίζοντας όμως, παράλληλα, ότι θα τους επέτρεπαν μία ημέρα το χρόνο, την 13η Ιουνίου, να παίζουν στους δρόμους της πόλης απολύτως ελεύθερα, και να μπορούν να δεχθούν χρήματα από το κόσμο. Ήταν ένας τρόπος να πάρουν αύξηση. Και την πήραν.

Οι θυσίες έγιναν, οι μουσικοί πήραν όλα όσα ζήτησαν και οι Ρωμαίοι, με τη βοήθεια του ευχαριστημένου θεού, νίκησαν, δύο χρόνια αργότερα τους Ετρούσκους.

*Αν και ιδιαίτερη και σημαντική, αυτή δεν ήταν όμως η πρώτη καταγραμμένη απεργία στην Ιστορία. Την πρώτη την καταγράφει ο Ηρόδοτος ως γινόμενη από τους εργάτες που έχτιζαν την μεγάλη Πυραμίδα του Χέοπα, γύρω στο 1580 πΧ. Ο λόγος ήταν ότι τους έκοψαν το σκόρδο. Οι εργάτες λάμβαναν κάθε μέρα μια ποσότητα σκόρδου, που θεωρούνταν φάρμακο, ώστε να δυναμώνουν και να παραμένουν υγιείς. Όταν μία ημέρα το σκόρδο δεν διανεμήθηκε, αποφάσισαν όλοι μαζί και δεν εργάστηκαν. Το σκόρδο επανήλθε στην ημερήσια διάταξη την αμέσως επόμενη μέρα.

 

 

Για την απεργία των μουσικών χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το corvusfugit.com, προερχόμενα από το άρθρο του G.A. Danziger, Labor Unions and Strikes in Ancient Rome (άρθρο του 1891)