του Θάνου Καμήλαλη

Η απόφαση αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που εκδόθηκε πριν από λίγες μέρες είναι η πρώτη για ένα τέτοιο περιστατικό στην Ελλάδα. Στην απόφαση δεν προβλέπεται οικονομική ανταμοιβή προς το θύμα, καθώς ο ίδιος ο Σακίρ δεν ζήτησε κάτι τέτοιο, αλλά καλεί την Ελλάδα να ξανανοίξει την υπόθεση.

Οι ελληνικές αρχές καταδικάστηκαν τόσο για τον τρόπο που χειρίστηκαν την υπόθεση, όσο και για τις συνθήκες κράτησης του Σακίρ στο Α.Τ. Αγίου Παντελεήμονα. Παράλληλα το ΕΔΔΑ παρουσιάζει ένα αναλυτικό χρονικό της επίθεσης και των ενεργειών στις οποίες προχώρησαν οι αρχές, που προκαλεί ενδιαφέρον, αναδεικνύοντας την αμέλεια, τη βιασύνη να περάσει η υπόθεση στο αρχείο αλλά και την αντιμετώπιση της επίθεσης ως ένα «μεμονωμένο περιστατικό».

Γνωστοί και μετά… άγνωστοι οι δράστες

Συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 2009 ο αφγανικής καταγωγής Σακίρ δέχθηκε δολοφονική επίθεση από ομάδα ατόμων οπλισμένα με μαχαίρια και λοστούς, που φορούσαν μαύρα ρούχα και κράνη. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ομάδα αυτή εμπλεκόταν συχνά σε παρόμοια περιστατικά στην περιοχή του Αγ.Παντελεήμονα. Ο Σακίρ μαχαιρώθηκε αρκετές φορές κοντά στην καρδιά και στον αριστερό πνεύμονα, με αποτέλεσμα να διακομιστεί στο νοσοκομείο.

Αυτόπτης μάρτυρας στο περιστατικό ήταν ο συμπατριώτης του θύματος, που το Δικαστήριο αναφέρει μόνο με τα αρχικά του, Α.Σ. Ο μάρτυρας ειδοποίησε την αστυνομία για το περιστατικό και τη μεταφορά του Σακίρ στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», ενώ στην κατάθεση του, μία ώρα μετά την επίθεση, κατονόμασε δύο άτομα, τους Α.Π. και Τ.Π ως βασικούς δράστες της επίθεσης. Κάπου εδώ όμως η υπόθεση γίνεται περισσότερο πολύπλοκη.

Στις 3 τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας ο αυτόπτης μάρτυρας αναίρεσε μπροστά στους αστυνομικούς την αρχική του κατάθεση, υποστηρίζοντας πλέον ότι απλά είδα μία ομάδα πέντε με έξι ατόμων να καταδιώκει άλλα άτομα χωρίς όμως να κάνει χρήση βίας. Επίσης στη δεύτερη του κατάθεση, ο Α.Σ. υποστήριξε ότι τα δύο άτομα που πριν είχε κατονομάσει ως δράστες, βρίσκονταν στο σημείο αλλά δεν διέθεταν κανένα αντικείμενο που θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιά, ούτε την πρόθεση να χρησιμοποιήσουν βία. Λίγη ώρα μετά ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του Α.Σ. για μια σειρά αδικημάτων, όπως παράνομη είσοδο στο ελληνικό έδαφος, ψευδορκία, ψευδής δήλωση σε δημόσια αρχή, ενώ οι δύο βασικοί ύποπτοι άσκησαν εναντίον του μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση. Αργότερα την ίδια μέρα ο Αφγανός μάρτυρας επιβεβαίωσε την αρχική του κατάθεση. Για τις κατηγορίες αυτές ο μάρτυρας αθωώθηκε, όπως αναφέρει το ΕΔΔΑ.

Η αστυνομία υπέρ των υπόπτων

Ερωτηματικά προκαλεί η συμπεριφορά τη αστυνομίας μετά το περιστατικό. Το δικαστήριο παραθέτει τη μαρτυρία του αστυνομικού με αρχικά Π.Π, που ερεύνησε το περιστατικό, μαζί με συναδέρφους τους. Οι αστυνομικοί στην κατάθεση τους, μολονότι επιβεβαίωσαν τον τραυματισμό του Σακίρ και ότι ο μάρτυρας τους έδειξε με βεβαιότητα τους δράστες, κατέληξαν ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Τον Σεπτέμβριο του 2009 η υπόθεση πέρασε στα χέρια του εισαγγελέα, ο οποίος την αρχειοθέτησε με τους δράστες να παραμένουν άγνωστοι

Σειρά παραλείψεων από τις αρχές

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διαπίστωσε μια σειρά παραλήψεων κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης από τις ελληνικές αρχές. Συγκεκριμένα:

  • Η αστυνομία δεν ζήτησε από το να αναγνωρίσει τα άτομα που είχαν υποδειχτεί ως κύριοι δράστες από τον αυτόπτη μάρτυρα, αλλά και από άλλα άτομα μάρτυρες σε ανάλογες επιθέσεις
  • Οι αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές δεν προσπάθησαν να διαπιστώσουν λεπτομερώς τη φύση και την αιτία των τραυμάτων που προκλήθηκαν στο θύμα με τη βοήθεια ιατροδικαστή
  • Εκφράζονται αμφιβολίες ως προς τη διεξαγωγή της ανάκρισης του μάρτυρα, λόγω του καθεστώτος διαμονής του
  • Η αστυνομία επέλεξε να διαχειριστεί την υπόθεση ως «μεμονωμένο περιστατικό», παρά τις ενδείξεις ρατσιστικής επίθεσης που είχε η επίθεση που δέχτηκε το θύμα και παρόμοια περιστατικά που συνέβησαν στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα
  • Ούτε η αστυνομία ούτε οι εισαγγελικές αρχές  έλαβαν τις απαραίτητες πρωτοβουλίες προκειμένου να διερευνήσουν την πιθανή σχέση μεταξύ των περιστατικών που καταγγέλλονται στις εκθέσεις διεθνών και εθνικών φορέων (μεταξύ άλλων Διεθνής Αμνηστία, HRW, Συνήγορος του Πολίτη). Οι εκθέσεις αυτές τόνιζαν τη σαφή αύξηση της ρατσιστικής βίας στο κέντρο της Αθήνας από το 2009, ενώ συμφωνούσαν μεταξύ τους για το μοτίβο των επιθέσεων και συνέδεαν τους εξτρεμιστές με το κόμμα της Χρυσής Αυγής.

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε σειρά άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, όπως το τα άρθρο 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης)  και 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής).

Εκατοντάδες τα θύματα

Ο Σακίρ φυσικά δεν είναι ο μόνος. Κάθε χρόνο καταγράφονται περισσότερα από 100 θύματα περιστατικών ρατσιστικής βίας με πρόσφυγες μετανάστες και άτομα ΛΟΑΤΚΙ να στοχοποιούνται περισσότερο. Μάλιστα, όπως αναφέρει το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, ο αριθμός των θυμάτων είναι μεγαλύτερος, αλλά πολλοί δεν ξέρουν πού να απευθυνθούν ή φοβούνται να κάνουν κάτι τέτοιο λόγω προηγούμενης εμπειρίας με τις ελληνικές αρχές.

«Η υπόθεση του Sakir εκπροσωπεί τις περιπτώσεις δεκάδων άλλων θυμάτων που έμειναν αφανή θύματα σκοτεινής ρατσιστικής βίας» υποστηρίζει το Δίκτυο. Επισημαίνει επίσης σε προηγούμενη έκθεση του ότι η Πολιτεία οφείλει να διασφαλίσει την ουσιαστική πρόσβαση, καθώς η τυπική προβλέπεται από νόμο του 2014, των θυμάτων στις αστυνομικές και δικαστικές αρχές.