Θα χαρούμε δηλαδή για την ικανοποίηση του αυτονόητου αιτήματος του; Έπρεπε να φτάσει σε απεργία πείνας και δίψας για να βροντοφωνάξει την αδικία που υπέστη, να εισακουστεί και  να δικαιωθεί;

Δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλάμε για αποκατάσταση της δικαιοσύνης και δικαίωση. Όλες και όλοι  μας είμαστε πολύ μακριά από το την κατανόηση του βαθμού της αδικίας που βιώνει ένας κρατούμενος που δεν έχει άλλο μέσο και βάζει ανάχωμα το σώμα του. Καμία ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση δε φτάνει για όσες και όσους είμαστε απ΄έξω. Στη δήλωση λήξης της απεργίας πείνας και δίψας ο Β.Δημάκης αναφέρει: «στα 41 χρόνια της ζωής μου είναι η πρώτη φορά που έχω βασανιστεί ως οντότητα τόσο βάναυσα» μιλώντας για την αναξιοπρεπή διαδικασία μεταγωγής του.               Το αίτημα για ποινική δικαιοσύνη που δε θα εκδικείται αλλά θα σωφρονίζει έχει παλιώσει πλέον. Τόσο, που το υπάρχον σύστημα έχει κανονικοποιηθεί (με τη λέξη κανονικότητα να ενοχλεί και εδώ). Ίσως για τους ιθύνοντες το ψηλότερο σκαλοπάτι στην κλιμάκωση της τιμωρίας να είναι η εκδίκηση της Πολιτείας μέσω του σωφρονιστικού συστήματος για όποιον τολμάει να διεκδικήσει τον ίδιο το σωφρονισμό του. Η τιμωρία τείνει στην εξόντωση και η εγκληματική και επαίσχυντη αδιαφορία απέναντι σε έναν κρατούμενο απεργό πείνας και δίψας δεν είναι παρά  μια άλλη μορφή βασανιστηρίου όπου λείπει απλώς η σωματική αναμέτρηση βασανιζόμενου-δημίου.

«Μετά από ένα δραματικό εξάωρο, ο Βασίλης Δημάκης ενημέρωσε τηλεφωνικά τον συνήγορό του Θανάση Καμπαγιάννη ότι αποφασίστηκε από το Συμβούλιο των Φυλακών Γρεβενών η μεταγωγή του στις φυλακές Κορυδαλλού για εκπαιδευτικούς λόγους, όπως αιτούταν». Και φυσικά αυτό το δραματικό χθεσινό εξάωρο έχει από πίσω πολλά τέτοια εξάωρα αναμονής, πίεσης, υποβολής αλλεπάλληλων υπομνημάτων, αναπάντητων τηλεφωνημάτων, απασχολημένων συσκέψεων, μη απαντήσεων από το Υπουργείο, απαντήσεων που δεν απαντάνε κ.ο.κ. Με όλα τα παραπάνω να εκκινούν από μια αναιτιολόγητη παράνομη απόφαση μεταγωγής που στηρίχτηκε σε «αξιόπιστες» μυστικές πληροφορίες, χωρίς τη δυνατότητα αντίκρουσης, που μέσα στην παρανομία της καταφέρνει να αντλήσει νομιμοποίηση από «λόγους διασάλευσης της τάξης».

Η μάχη λοιπόν απέναντι σε έναν τέτοιου τύπου καφκικό εκδικητικό παραλογισμό είναι εξ αρχής άνιση, γι’ αυτό και η  τελική έκβαση ήταν απροσδόκητα νικηφόρα. Γιατί αν κάτι αναδύθηκε είναι ότι ο βαθμός της πίεσης και της επιμονής, το κουράγιο και η αφοσίωση όσων πρωτοστάτησαν σ’ αυτόν τον αγώνα, η ελάχιστη ένδειξη αλληλεγγύης, συμπαράστασης και δημοσιοποίησης, ήταν από τους παράγοντες που κατάφεραν να αλλάξουν το συσχετισμό. «Κληθήκαμε από διάφορες πλευρές να πιέσουμε τον Βασίλη Δημάκη να διακόψει με μια “προφορική δέσμευση”. Αλλά αντί για αγωγοί της πίεσης προς το Βασίλη, επιλέξαμε εξαρχής να είμαστε παραστάτες στον αγώνα του» όπως αναφέρει σε δήλωση του ο δικηγόρος του Θανάσης Καμπαγιάννης.

Υπάρχει λοιπόν το απαισιόδοξο μήνυμα σε αυτή την υπόθεση που αποκαλύπτει τόσο την ανυπαρξία κεκτημένων και αυτονόητων δικαιωμάτων στην πράξη, πέρα από τις διακηρυκτικές αρχές, όσο και την αγριότητα του συστήματος εντός των φυλακών. Κλείνοντας, αρνούμαι πλέον να το ονομάσω σωφρονιστικό.

Υπάρχει και το αισιόδοξο μήνυμα που λέει ότι ο αγώνας και η αλληλεγγύη δεν είναι ποτέ μάταια. Και ίσως αυτό είναι να είναι δεδομένο για κάποιες και κάποιους αλλά ίσως όχι και για όλους.

Δεν είναι ανάγκη ωστόσο να διαλέξουμε ένα από τα δύο. Μπορούν και να συνδυαστούν. Το πρώτο οδηγεί στο δεύτερο.