Μετά την εκλογή του, ο νέος Πρόεδρος των Η.Π.Α. Joe Biden διακήρυξε ότι η Αμερική είναι «έτοιμη να διευθύνει τον κόσμο, αντί να απομονώνεται από αυτόν• να αντιμετωπίζει τους αντιπάλους της, αντί να απορρίπτει τους συμμάχους της• να υπερασπίζεται τις αξίες της». Πιο πρόσφατα, σε μια αντίστροφη ρητορική, ο Πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ αντιδιαστέλλει το σημαίνον «δικαιοσύνη», προς το οποίο προσανατολίζεται η Κίνα, από το σημαίνον «ηγεμονία», το οποίο καταγγέλλει με την αφορμή του «Διεθνούς Φόρουμ για την Ασία» στο Μποάο της νήσου Χαϊνάν στη Νότια Σινική Θάλασσα. Μεταξύ άλλων σημαινόντων του, ξεχωρίζουν τα «εκτεταμένη διαβούλευση» και «πραγματική πολυμέρεια» στο σύστημα διακυβέρνησης του παγκοσμιοποιημένου πλανήτη.
Πέρα πάντως από τη ρητορική του Joe Biden, υπάρχουν και συγκεκριμένες αποφάσεις με μακροπρόθεσμη προοπτική, οι οποίες μάλλον προϋποθέτουν μία ευρύτερη entente με δυνάμεις, όπως η Ρωσία, καθώς η παράταση για 5 χρόνια της συμφωνίας New Start, προκειμένου να οριοθετηθούν οι πυρηνικοί εξοπλισμοί. Πρόκειται για ένα ζήτημα που αφορά στην ασφάλεια όλου του πλανήτη, το μέλλον του οποίου κρίνεται και από την κοινή διεθνή πολιτική για το κλίμα, όπου και πάλι ο νέος Πρόεδρος των Η.Π.Α. αναζήτησε μία συνεννόηση με τη Ρωσία μέσω σχετικής τηλεφωνικής συνομιλίας με τον Ρώσο ομόλογό του στις 13 Απριλίου. Ταυτοχρόνως, πάντως, οι Η.Π.Α. προέβησαν σε οικονομικές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας με την αιτιολόγηση αποδιδόμενης ανάμειξης της τελευταίας στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2020. Σε αυτές τις κυρώσεις περιλαμβάνεται η απαγόρευση στους αμερικανικούς οικονομικούς θεσμούς να αγοράζουν απευθείας ρωσικά ομόλογα. Οι κυρώσεις επικεντρώνουν εξάλλου σε εταιρείες που σχετίζονται με τον κυβερνοχώρο. Μάλλον δεν πρόκειται για αντιφάσεις, αλλά για μία συστηματική οριοθέτηση: Αφενός μια προσπάθεια για μακροπρόθεσμη οικονομική φθορά της Ρωσίας, η οποία θα κληθεί ταυτόχρονα να ανοιχθεί σε πολλαπλά μέτωπα ή ακόμη και πολεμικά θέατρα και να υφίσταται οικονομικό αποκλεισμό, και αφετέρου μία περισσότερο «ολύμπια» θεώρηση ότι οι μεγάλοι παίκτες της παγκοσμιοποίησης μπορούν και να αίρονται πάνω από τις μεταξύ τους αντιθέσεις, προκειμένου να συνεννοηθούν για τους αμεσότερους κοινούς κινδύνους του πλανήτη. Η στάση της Ρωσίας πάντως ήταν μάλλον εφεκτική ως προς τα αμερικανικά ανοίγματα στο δεύτερο σκέλος, ενώ σε όλη την τελευταία δεκαετία προσπαθεί να αναδιανείμει τους οικονομικούς της συσχετισμούς ως προς το πρώτο.
Εντάσεις που δεν είναι οπωσδήποτε αντιφάσεις βλέπουμε και στην οικονομική πολιτική των Η.Π.Α. του Joe Biden. O κεντρικός τραπεζίτης Jerome Powell τόνισε ως πρώτη προτεραιότητα κατά την τελευταία φάση της αντιμετώπισης της πανδημίας του κορονοϊού την τόνωση της ανάπτυξης, ενώ οπωσδήποτε το μόνο «μετά θα λογαριαστούμε» που αναμένεται να δούμε προσεχώς είναι μια νέα στροφή στη λιτότητα, προκειμένου να χαλιναγωγηθεί η εκτόξευση του δημόσιου χρέους. Η γνώριμη διέξοδος θα είναι βέβαια η καταφυγή σε έργα υποδομών με σκοπό την αύξηση της απασχόλησης, η οποία, όμως, έχει δείξει τα όριά της, όπως και η συνταγή της ποσοτικής χαλάρωσης, που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί κατά κόρον κατά τη δεκαετία 2010 της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι Η.Π.Α., με το δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, έχουν τη δυνατότητα κολοσσιαίων πακέτων στήριξης, όπως τα 4 τρισεκατομμύρια δολάρια, στα οποία ανέρχονται αθροιστικώς τα αναγγελθέντα, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω των θεσμικών της εκκρεμοτήτων αναμένεται να είναι και αυτή τη φορά ο αδύναμος κρίκος του παγκόσμιου συστήματος, όπως ακριβώς και μετά την κρίση του 2008. Κάτι που θα επιδεινωθεί δραματικά σε μία ενδεχόμενη άνοδο της Marine Le Pen στις εκλογές του 2022 μετά και από μια εκμετάλλευση των δεινών της πανδημίας του κορονοϊού, την οποία δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά ο Emmanuel Macron. Μια άνοδος της ακραίας δεξιάς στον στυλοβάτη του ευρωπαϊκού οράματος θα ήταν πολύ πιο επώδυνη από την αντίστοιχη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Βεβαίως, η θέση του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος απειλείται και από την προώθηση εναλλακτικών συστημάτων πληρωμών από την Κίνα. H επισφάλεια πάντως στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό δεν αποτρέπει τον Emmanuel Macron από το να προσπαθεί να δώσει μία αύρα ενιαίας ευρωπαϊκής στρατιωτικής παρουσίας στο Μάλι, όπου δραστηριοποιούνται στρατιωτικές δυνάμεις όχι μόνο από τη Γαλλία, αλλά και από τη Γερμανία, την Ολλανδία, ακόμη και την Εσθονία, ώστε ο γαλλικός ιμπεριαλισμός να καλύπτεται υπό μια πανευρωπαϊκή βιτρίνα. Τα όρια πάντως της γαλλικής επιρροής στη Δυτική Αφρική, παραδοσιακό αποικιακό της χώρο, αναδεικνύει η μεγάλη κοινωνική αναταραχή στη Σενεγάλη που στρέφεται όχι μόνο ενάντια στην εγχώρια ελίτ, η οποία απειλεί να υπονομεύσει την ήδη εύθραυστη δημοκρατία, αλλά και στη γαλλική οικονομική κυρίως παρουσία, απαιτώντας απόσυρση.
Κατ’ εξοχήν εντάσεις που δεν είναι οπωσδήποτε αντιφάσεις παρατηρούμε στη σχέση μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. Την ίδια στιγμή που η Ρωσία συμβάλλει στον εξοπλισμό της Τουρκίας με τα συστήματα S-400, η τελευταία πουλά Bayraktar TB2 στην Ουκρανία, τα οποία ήταν εξαιρετικά επιτυχή, όταν είχαν χρησιμοποιηθεί από τους Αζέρους εναντίον των Αρμενίων στην αναμέτρηση του 2020 κατά μια μεταμοντέρνα ανατρεπτική εκδοχή του πολέμου. Ρωσία και Τουρκία έχουν βρεθεί αντιμέτωπες σε τρία περιφερειακά πολεμικά θέατρα, ήτοι στη Λιβύη, τη Συρία και το Ναγκόρνο Καραμπάχ, ακριβώς την ίδια στιγμή που οι εμπορικές, αλλά και διπλωματικές τους σχέσεις εντείνονταν με σημαντικότερο το γεγονός της πώλησης οπλικών συστημάτων S-400 από τη Ρωσία στην Τουρκία. To γεγονός αυτό φαίνεται παράδοξο, αλλά μπορεί να εξηγηθεί από τη μεταιχμιακή θέση που διεκδικούσε τουλάχιστον έως προσφάτως ο Τούρκος Πρόεδρος Recep Tayyip Erdoğan μεταξύ της Δύσης και του ευρασιατικού χώρου. H επίδειξη πυγμής της Τουρκίας έναντι της Ρωσίας στις πολεμικές αναμετρήσεις ήταν άλλο ένα είδος παζαριού μαζί της, την ίδια στιγμή που οι εμπορικές και διπλωματικές συμφωνίες έπαιζαν αντιστοίχως τον ρόλο παζαριού προς τη Δύση. Ένα διπλό παζάρι, λοιπόν, στρατιωτικό προς τη Ρωσία, ευρύτερα γεωπολιτικό προς τη Δύση, μοιάζει να ήταν η δυναμικότατη πλην επισφαλής αντίληψη της Τουρκίας για τον ιδιάζοντα ρόλο της σε έναν πολυπολικό κόσμο. Με την άνοδο του Joe Biden, πάντως, στην εξουσία, ο Erdoğan δείχνει διάθεση να επιστρέψει στην πεπατημένη της αντιρωσικής δυτικής συσπείρωσης που είχε συγκριτικώς χαλαρώσει κατά την προεδρία του Donald Trump. Το τελευταίο πάντως προσκρούει στη νέα θεσμικότητα που προβάλλει ο Πρόεδρος Biden, συμπεριλαμβανομένης και της ενδεχόμενης πρόθεσης να αναγνωριστεί η γενοκτονία των Αρμενίων. Φαίνεται ότι η Τουρκία έχει «αμαρτίες» τόσο του απώτερου «νεοτουρκικού» όσο και του πρόσφατου φιλορωσικού παρελθόντος της, τις οποίες ίσως κληθεί να πληρώσει προκειμένου να συμμετάσχει εκ νέου σε μία Δύση που θα προβάλει τους αξιακούς άξονές της. Από την άλλη, η φερόμενη υπερφιλόδοξη νέα εμπλοκή της Τουρκίας στο μακρινό Αφγανιστάν, πάλι σε μία αντιρωσική κατεύθυνση, μπορεί να σημάνει το άκρο του νεοοθωμανικού και παντουρανικού αφηγήματος της γείτονος, η οποία θεωρεί ως πεδίο της ακόμη και την Κεντρική Ασία ως χώρο προέλευσης των Τούρκων. Τα πολλαπλά αυτά σημαντικότατα πεδία αναμέτρησης Δύσης και Ρωσίας με την Τουρκία ως έναν απρόβλεπτο πλην επανασυσπειρωμένο σύμμαχο της πρώτης σημαίνουν μάλλον μια δυτική θέληση για ηρεμία στο Αιγαίο και την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου πλην ενδεχομένως με την προσφορά ανταλλαγμάτων στην Τουρκία για τη λυσιτελή δραστηριοποίησή της αλλού. Παρομοίως, η κυβέρνηση Biden επιθυμεί να επιδείξει θεσμικότητα, αποσύροντας την άνευ όρων υποστήριξη της στη Σαουδική Αραβία ως προς τον πόλεμο της Υεμένης, σε αντίθεση με την προηγούμενη στάση της κυβέρνησης Trump, καθώς και να επαναφέρει τη συμφωνία της κυβέρνησης Obama για τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν με ορισμένα ανταλλάγματα. Ωστόσο, το παράδειγμα της Βόρειας Κορέας που πέτυχε συμφωνίες με τις Η.Π.Α., μόνο αφότου επέσεισε με ορισμένη πειστικότητα την πυρηνική της απειλή, και όχι πρωτύτερα, δρα ανασταλτικά για τις μετριοπαθέστερες φωνές μεταξύ των Ιρανών.
H βασική εκκρεμότητα της αμερικανικής πολιτικής παραμένει πάντως το ερώτημα ποια είναι η ενδεδειγμένη στάση έναντι των δύο ευρασιατικών δυνάμεων, ήτοι της αναδυόμενης οικονομικής Κίνας και της παρακμάζουσας πλην ακόμη ισχυρής στρατιωτικά Ρωσίας. Είναι μία συμμαχία με την Κίνα για να περικυκλωθεί η Ρωσία, όπως ήθελε παλαιότερα επί Ψυχρού Πολέμου η κυβέρνηση Richard Nixon με τον Henry Kissinger ως Υπουργό Εξωτερικών; Ή μήπως μια ύφεση έως entente με τη Ρωσία, ώστε να αντιμετωπισθεί η πραγματικά απειλητική δύναμη της Κίνας, όπως φιλοδόξησε να κάνει ο Donald Trump, χωρίς να καταφέρει κάποια θεαματική εκπλήρωση των επαγγελιών του; Ο νυν Πρόεδρος των Η.Π.Α. φαίνεται να γυρνά στο σενάριο της απομόνωσης της Ρωσίας, την ίδια όμως στιγμή που της δίνει βήμα σε έναν διάλογο για τα σημαντικά ζητήματα του πλανήτη, όπως το οικολογικό. Κύριο διακύβευμα βεβαίως είναι το ότι η κυρίαρχη δύναμη της Ευρώπης Γερμανία συνδυάζει προς όφελός της όλα τα καλά ενός πολυπολικού κόσμου: Τη στρατιωτική προστασία από τις Η.Π.Α., την ενεργειακή συνεργασία με τη Ρωσία και δη με τον αγωγό Nord-Stream 2 και την οικονομική με την Κίνα. Η στρατηγική του Προέδρου Biden, λοιπόν, αποσκοπεί στο να συσπειρώσει στη Δύση όχι μόνο τους «απείθαρχους» Τούρκους, αλλά και τους «συμφεροντολόγους» Γερμανούς, καθώς αμφότεροι φαίνεται ότι είχαν διαγάγει μια περίοδο «χαλαρότητας» επί του απελθόντος Προέδρου Trump. H επίκαιρη και καταστροφική για την Ελλάδα ιδιότυπη συμμαχία Γερμανίας και Τουρκίας έχει και τη διάσταση ότι πρόκειται για τις δύο δυνάμεις που διεκδικούν μια μεγαλύτερη ανεξαρτησία μεταξύ Δύσης και Ευρασίας.