Αφήνοντας κατά μέρος το σχέδιο να ψηφιστεί μια απόφαση, εξαιτίας της πίεσης που άσκησε η Κίνα, στενός σύμμαχος της Μιανμάρ, το ΣΑ αποφάσισε να εγκρίνει με ψηφοφορία μια απλή ανακοίνωση, η οποία καταδικάζει τη βία που εξώθησε τους Ροχίνγκια να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να πάνε μαζικά στο Μπανγκλαντές από τα τέλη Αυγούστου.
 
Όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, περίπου 900.000 πρόσφυγες είναι στοιβαγμένοι σήμερα, σε ανθυγιεινές συνθήκες, μέσα σε σκηνές σε καταυλισμούς στο νότιο Μπανγκλαντές. Η έξοδος 600.000 και πλέον μειονοτικών από τα τέλη Αυγούστου χαρακτηρίστηκε από τον ΟΗΕ «εθνική εκκαθάριση».
 
Στην ανακοίνωση που εξέδωσαν τα 15 κράτη μέλη του ΣΑ, ανάμεσά τους και το Πεκίνο, εκφράζουν την «βαθιά ανησυχία» τους για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, «συμπεριλαμβανομένων αυτών που διαπράχθηκαν από τις δυνάμεις ασφαλείας της Μιανμάρ», και ζητούν οι υπεύθυνοι για αυτές να λογοδοτήσουν ενώπιον της δικαιοσύνης. Στις παραβιάσεις αυτές συγκαταλέγονται δολοφονίες, βιασμοί και πυρπολήσεις σπιτιών και περιουσιών μειονοτικών στο δυτικό τμήμα της Μιανμάρ.
 
Το κείμενο προτρέπει τις αρχές της χώρας να «εγγυηθούν» ότι δεν θα γίνεται πλέον «υπέρμετρη χρήση βίας» στην επαρχία Ραχίν από τον στρατό, ότι «θα αποκατασταθεί» η πολιτική διοίκηση και ότι «θα εφαρμοστεί» το «κράτος του δικαίου» στην περιοχή.
 
Η Μιανμάρ, μια χώρα όπου η πλειονότητα του πληθυσμού είναι βουδιστές, αρνείται ότι βρίσκεται σε εξέλιξη εθνική κάθαρση και διαβεβαιώνει ότι σκοπός των επιχειρήσεων του στρατού είναι μόνο η εξουδετέρωση εξτρεμιστικών στοιχείων στις τάξεις των Ροχίνγκια. Ο πρεσβευτής της χώρας στον ΟΗΕ, ο Χάου Ντο Σουάν, απέκρουσε τις νέες πιέσεις ενώπιον του Συμβουλίου, κρίνοντας ότι αυτές μπορεί να «επιδεινώσουν τις θρησκευτικές εντάσεις» στη χώρα του.
 
Το κείμενο που δημοσιοποίησε ο ΟΗΕ επαναλαμβάνει τις τρεις βασικές απαιτήσεις του, που διατυπώθηκαν πριν από δύο μήνες και πλέον και συνεχίζουν να μην έχουν ικανοποιηθεί: να τερματιστούν οι βιαιότητες, να επιτραπεί η απρόσκοπτη πρόσβαση στην ανθρωπιστική βοήθεια στην επαρχία Ραχίν, να επιστρέψουν οι πρόσφυγες στις περιοχές τους.
 
Η ανακοίνωση ζητεί επίσης από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών να παρουσιάσει στο ΣΑ μια αναφορά για την εξέλιξη της κατάστασης σε έναν μήνα, ενώ υπογραμμίζει την ανάγκη να τεθούν σε εφαρμογή τα συμπεράσματα μιας αποστολής του πρώην επικεφαλής των Ηνωμένων Εθνών Κόφι Άναν, που καλούν ιδίως να αναγνωριστούν τα δικαιώματα των απάτριδων Ροχίνγκια.
 
Σύμφωνα με διπλωμάτες, η ανακοίνωση διατήρησε τα περισσότερα από τα στοιχεία του σχεδίου απόφασης που διένειμαν στα κράτη μέλη η Βρετανία και η Γαλλία τον περασμένο μήνα. Η Κίνα είχε απειλήσει να ασκήσει το βέτο που διαθέτει εάν τα δύο κράτη επέμεναν να τεθεί το σχέδιο σε ψηφοφορία· τελικά αποδέχθηκε, έπειτα από διαπραγματεύσεις, να εγκριθεί ομόφωνα μια απλή ανακοίνωση από το ΣΑ, κατά τις ίδιες πηγές.
 
Η ανακοίνωση του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν αναφέρεται στο ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων εάν τα αιτήματά του δεν ικανοποιηθούν. Το ότι δεν διατυπώθηκε αυτή η απειλή επικρίθηκε από πολλές ΜΚΟ.
 
Η πολιτική του ΣΑ θα όφειλε να «υπαγορευθεί από τις ανάγκες των θυμάτων και την πραγματικότητα επί του πεδίου», όχι «από τις κινεζικές ενστάσεις», τόνισε η Αξάγια Κουμάρ, στέλεχος της ΜΚΟ Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW).
 
«Το σημαντικό είναι το περιεχόμενο» και το γεγονός ότι το κείμενο εγκρίθηκε ομόφωνα, εκτίμησε από την πλευρά του ο αναπληρωτής πρεσβευτής της Βρετανίας στα Ηνωμένα Έθνη, ο Τζόναθαν Άλεν, υποβαθμίζοντας το γεγονός ότι τελικά αποφασίστηκε να εγκριθεί μια ανακοίνωση και όχι μια απόφαση.