«Οι μέχρι τώρα διαβουλεύσεις του προέδρου της Δημοκρατίας, Σέρτζιο Ματαρέλα, θα αποτελέσουν τη βάση της δουλειάς μου για να καθορίσω τη σύνθεση της κυβέρνησης», δήλωσε πριν από λίγο ο Ιταλός εντολοδόχος πρωθυπουργός ΠάολοΤζεντιλόνι, μετά τη συνάντησή του με τον Ιταλό πρόεδρο, η οποία διήρκεσε περίπου πενήντα λεπτά.

Ο Τζεντιλόνι πρόσθεσε ότι «θα προσπαθήσει να διευκολύνει το έργο των κοινοβουλευτικών δυνάμεων, για τον γρήγορο καθορισμό του εκλογικού νόμου» και πως «από τις διαβουλεύσεις προέκυψε η βούληση του Ματέο Ρέντσι να μην δεχθεί εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, δείχνοντας συνοχή με τα όσα είχε δηλώσει κατά την εκστρατεία του δημοψηφίσματος».

Ως προς το κυβερνητικό πρόγραμμα, ο απερχόμενος υπουργός Εξωτερικών και μελλοντικός πρωθυπουργός κατέστησε σαφές ότι «δεδομένης της αρνητικής στάσης των μεγαλύτερων δυνάμεων της αντιπολίτευσης, ως προς την παροχή στήριξης στη νέα κυβέρνηση», με αίσθημα ευθύνης θα κινηθεί «εντός του χώρου της μέχρι τώρα κυβερνητικής πλειοψηφίας».

Σε σχέση με τις κύριες προτεραιότητες, τέλος, ο Πάολο Τζεντιλόνι υπογράμμισε ότι «γνωρίζει πως πρέπει να δοθεί στη χώρα άμεσα νέα κυβέρνηση με πλήρεις εξουσίες, ώστε να σταλεί καθησυχαστικό μήνυμα στους πολίτες και να αντιμετωπισθούν οι κοινωνικές, οικονομικές και διεθνείς προτεραιότητες, αρχίζοντας, όμως, από την ανοικοδόμηση των σεισμόπληκτων περιοχών».

Είναι πιθανόν η λίστα των υπουργών της νέας κυβέρνησης να παρουσιαστεί στον Ιταλό πρόεδρο, το αργότερο, μέχρι την ερχόμενη Τρίτη. Η αντιπολίτευση της Λέγκα και των Πέντε Αστέρων, στις πρώτες αντιδράσεις της, κρίνει αρνητικά την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Τζεντιλόνι και ζητά, και πάλι, άμεση προκήρυξη εκλογών.

Ο Ματέο Ρέντσι παραιτήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα, ως απόρροια της επικράτησης του «όχι» στο δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση.

Ο Ρέντσι είχε δηλώσει πως στην περίπτωση που στο δημοψήφισμα δεν εγκριθεί η πρωτοβουλία του για την αναθεώρηση του Συντάγματος της χώρας θα παραιτούνταν, γεγονός που επιβεβαίωσε αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων τα ξημερώματα της Δευτέρας.

Η πολιτική αβεβαιότητα έχει εγείρει πλήθος ανησυχιών στους αναλυτές, γεγονός το οποίο αποτυπώνεται και στην αδυναμία της Monte dei Paschi να προσελκύσει το ενδιαφέρον επενδυτών.