Υπενθυμίζεται ότι όπως έγινε γνωστό νωρίτερα, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) αποφάσισε ότι το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία «απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές», επισημαίνοντας πως «πρέπει να επιδιώκεται η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης». Η Ολομέλεια έκρινε αντισυνταγματικές και αντίθετες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) τις αποφάσεις του τέως υπουργού Παιδείας Κωνσταντίνου Γαβρόγλου με τις οποίες είχαν καθορισθεί τα προγράμματα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών του Δημοτικού, του Γυμνασίου και του Λυκείου. Παράλληλα, ζητούν από την Πολιτεία να μεριμνήσει ώστε να μην προκύπτει «ελεύθερη ώρα» σε περίπτωση που υπάρχει ικανός αριθμός μαθητών που ζητά απαλλαγή από τα θρησκευτικά.

Σχετικά με τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι πρέπει να επιδιώκεται η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης και ότι το μάθημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές.

Σύμφωνα με το Συμβούλιο, οι ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι ή άθεοι μαθητές έχουν δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα με την υποβολή σχετικής δήλωσης, η οποία θα μπορούσε να γίνει με την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης. Παράλληλα, υποστηρίζουν πως πρέπει να αποτραπεί ο κίνδυνος «ελεύθερης ώρας» και να προβλεφθεί η διδασκαλία ισότιμου μαθήματος, σε περίπτωση που υπάρξει ικανός αριθμός μαθητών που θα πάρουν απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών.

Γαβρόγλου: Καταργείται ολόκληρη η εξέλιξη του μαθήματος από το 1975

«Η σημερινή απόφαση του ΣτΕ για το μάθημα των Θρησκευτικών είναι αναμφισβήτητα μια ιστορική απόφαση. Καταργεί ολόκληρη την επιστημονική, παιδαγωγική και θεολογική εξέλιξη του μαθήματος μετά το 1974» τονίζει ο Κώστας Γαβρόγλου και προσθέτει:

«Καταργεί τη συνειδητή προσπάθεια χιλιάδων Θεολόγων να κατακτήσουν στη συνείδηση των συναδέλφων τους αλλά και των μαθητών όπως και στην καθημερινή παιδαγωγική πράξη την πραγματική επιστημονική και παιδαγωγική ισοτιμία του μαθήματος των Θρησκευτικών με τα άλλα μαθήματα του ωρολογίου προγράμματος. Ακυρώνει τις προσπάθειες συννενόησης με την Εκκλησία, όπου τα νέα προγράμματα σπουδών είχαν και την αποδοχή της Ιεραρχίας. Υπονομεύει, τέλος, την καθιέρωση μιας κουλτούρας διαλόγου ανάμεσα σε επιστημονικούς και θρησκευτικούς φορείς, με γνώμονα πάντοτε ότι την τελική εθύνη των μαθημάτων την έχει η Πολιτεία. Το μάθημα των Θρησκευτικών, σύμφωνα με την σημερινή απόφαση του ΣτΕ, δεν είναι πλέον μάθημα αλλά κατήχηση. Δεν είναι γνώση αλλά εξέταση για την πίστη των μαθητών και των γονιών τους. Ένα μάθημα που θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι χρήσιμο και απολύτως απαραίτητο, μετατρέπεται πια επίσημα σε άκρως επικίνδυνο αναχρονισμό.»

Φίλης: Γυρίζουν την εκπαίδευση στη σκοτεινή δεκαετία του `50

«Με την απόφασή του το ΣτΕ επαναλαμβάνει την προηγούμενη σύμφωνα με την οποία το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να έχει κατηχητικό χαρακτήρα» αναφέρει απότ την πλευρά του ο τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Φίλης

Όπως σημειώνει, «πρόκειται για απόφαση που αντίκειται στο Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Είναι περίεργο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, που έχει επιφορτιστεί με την αρμοδιότητα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των πολιτών, να νομολογεί επί θεολογικών και παιδαγωγικών ζητημάτων, ως να ήταν Οικουμενική Σύνοδος ή Παιδαγωγικό Ινστιτούτο».

Ο πρώην υπουργός Παιδείας τονίζει ότι «με τα νέα Προγράμματα Σπουδών (τα επονομαζόμενα Φίλη και στη συνέχεια Γαβρόγλου), επιχειρήσαμε το μάθημα των θρησκευτικών να είναι μάθημα γνώσης και όχι πίστης, προβληματισμού και ουσιαστικής μάθησης και όχι κατήχησης και προσηλυτισμού. Αυτή η κατεύθυνση αντανακλά τη νέα κοινωνική πραγματικότητα και ανταποκρίνεται σε ένα σχολείο κοσμικό και δημοκρατικό. Γι` αυτό, άλλωστε, τα νέα προγράμματα παρά τον πόλεμο ορισμένων κέντρων, αγκαλιάστηκαν από τη μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των γονέων.

Οι αποφάσεις του ΣτΕ γυρίζουν την εκπαίδευση στη σκοτεινή δεκαετία του `50 και στο «ελληνοχριστιανικό» Σύνταγμα του 1952. Με βάση το σκεπτικό της απόφασης, όλα τα προγράμματα σπουδών που ίσχυαν μετά το 2000 δεν έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί, γιατί σε όλα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό η επιταγή του Συντάγματος του 1975 για την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, δεν ερμηνευόταν περιοριστικά ως κατήχηση στην Ορθοδοξία».

«Η νομολογία του ΣτΕ θα  δημιουργήσει αδιέξοδο στην εκπαίδευση,  προκαλεί θέματα συνείδησης και τελικώς οδηγεί τα πράγματα, ώστε, το μάθημα των θρησκευτικών, με τη μορφή της κατήχησης να γίνει προαιρετικό.

Η ίδια αυτή νομολογία,  που μεθοδεύτηκε από εκκλησιαστικούς και παρεκκλησιαστικούς παράγοντες στο χώρο της Δικαιοσύνης, έρχεται σε αντίθεση με το ώριμο κοινωνικά αίτημα, του χωρισμού και της δημοκρατικής ρύθμισης των σχέσεων Κράτους- Εκκλησίας, ιδιαίτερα στην αποκοπή του ομφάλιου λώρου ανάμεσα στην Εκκλησία και την εκπαίδευση. Αυτό το δημοκρατικό αίτημα υπηρετείται μόνο με καθαρές αρχές και όχι με αυταπάτες και τακτικισμούς».