Σύμφωνα με το Κέντρο πληροφόρησης και τεκμηρίωσης «Αντιγόνη», το 2020 υπήρξε μία χρονιά δραματικής αύξησης του ρατσισμού απέναντι σε πρόσφυγες και μετανάστες σημειώνοντας  υπερδιπλάσιο πολλαπλασιασμό κρουσμάτων ρατσιστικής βίας από το προηγούμενο έτος αγγίζοντας επίπεδα καταγραφής του έτους 2012 με 2013, την εποχή κατά την οποία η εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής βρισκόταν στο απόγειό της δράσης της.

Συγκεκριμένα, η Ετήσια Έκθεση της «Αντιγόνης» για το περασμένο έτος, όπως αναδείχθηκε από την Εφημερίδα των Συντακτών, καταγράφει για πρώτη φορά εκτεταμένες αναφορές για την επιδείνωση των υγειονομικών συνθηκών στις οποίες αναγκάζονται να ζουν οι πρόσφυγες, εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού, καθώς και ραγδαία αύξηση των παραβιάσεων του δικαιώματος αξιοπρεπούς στέγασης των προσφύγων.

Όπως επισημαίνει, ο υπεύθυνος Αθήνας της οργάνωσης, Νάσος Θεοδωρίδης, η έκθεση επισημαίνει «με γλαφυρό τρόπο τις άθλιες και φριχτές συνθήκες διαβίωσης, ιδίως στα κέντρα κράτησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, αλλά και τις θεσμικές παθογένειες της χώρας, αφού το νομικό σύστημα απονομής ασύλου διέπεται πλέον από τόσο σκληρές διαδικασίες ώστε απειλείται πλέον ανοιχτά και απροκάλυπτα η ίδια η ορθή εφαρμογή της Σύμβασης της Γενεύης».

Όσον αφορά στην αύξηση των περιστατικών για το τρέχον έτος, «η μόνη διαφορά είναι ότι κατά τη διάρκεια του 2020 οι επιθέσεις δεν προέρχονταν από τον παλιό “οργανωμένο χώρο” της Χρυσής Αυγής, αλλά από διάχυτες ανά τη χώρα ρατσιστικές ομάδες τοπικών κοινωνιών, που συνασπίζονταν σε προσωρινή βάση, αλλά με συγκροτημένο τρόπο προκειμένου να εκφράσουν ποικιλοτρόπως τη ριζική αντίθεσή τους στην παρουσία προσφύγων (ακόμη και παιδιών) στις περιοχές τους».

Τόσο η δράση των ομάδων όσο και οι ρατσιστικές εκδηλώσεις, ωστόσο, «αθροίζονται επιπλέον και οι δράσεις με ρατσιστικό κίνητρο μεμονωμένων αλλά ουκ ολίγων ατόμων» ή ακόμα και «έκνομες συμπεριφορές αστυνομικών που τήρησαν άκρως αρνητική και πολλές φορές βίαιη στάση απέναντι σε Ρομά, πρόσφυγες και μετανάστες». Την ίδια στιγμή περιστατικά εργασιακής εκμετάλλευσης προσφύγων και εργοδοτικής βίας, τη στιγμή που οι νομοθετικές αλλαγές δυσχεραίνουν την πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου και στην κτήση ιθαγένειας, όπως και ζητήματα αστυνομικής βίας και παράνομων επαναπροωθήσεων στα σύνορα.