Παράλληλα, αμφισβήτησε ότι θα επιτευχθεί ρυθμός ανάπτυξης 2,7% το 2017, είπε όμως ότι αν πλησιάζει το 2%, θα πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι. Ο Γ. Προβόπουλος εξέφρασε την ανησυχία του και για τον τραπεζικό τομέα, λέγοντας:
«Εύχομαι και ελπίζω να μην υπάρξει τραπεζική κρίση. Φοβάμαι όμως ότι με τα καινούργια stress tests τον επόμενο χρόνο, θα υπάρχουν νέες κεφαλαιακές ανάγκες, αν η οικονομία δεν ξεφύγει από αυτό το τέλμα».
Κατά τον πρώην διοικητή της ΤτΕ, η καθυστέρηση στη διαπραγμάτευση έχει συνέπεια στη δυνατότητα της χώρας να βγει δοκιμαστικά στις αγορές προς το τέλος του έτους. «Αν πάμε προς τα πίσω, η χώρα δεν θα μπορεί να χρηματοδοτηθεί», τόνισε και συμπλήρωσε πως σε μία τέτοια περίπτωση δεν θα έχουμε μνημόνιο με την κλασική έννοια του όρου, επειδή θα είναι πολύ δύσκολο να εγκριθεί από τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια.
 
Σε τέτοιες συνθήκες, εκτίμησε ότι οι ανάγκες της χώρας θα μπορούσαν να καλυφθούν μέσω μίας «ευχέρειας» από τις λήξεις του χρέους και ενδεχομένως μέσω αξιοποίησης ενός μέρους από το 3ο μνημόνιο που δεν έχει χρησιμοποιηθεί – ειδικότερα, τα ποσά από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
 
Ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης ανέδειξε ως μείζον πρόβλημα της οικονομίας το χαμηλό ποσοστό επενδύσεων επί ΑΕΠ, που βρίσκεται μόλις στο 11%, ενώ στις άλλες χώρες φτάνει το 20%. «Χρειάζεται να το υπερδιπλασιάσουμε και αυτό με εισροή ξένων επενδύσεων της τάξης των 20 δισ. ετησίως», είπε ο Γ. Προβόπουλος, συμπλήρωσε όμως ότι «δεν υπάρχει ευνοϊκό κλίμα για τις επενδύσεις στη χώρα, ενώ, αναφερόμενος στο χαμηλό επίπεδο της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα, είπε χαρακτηριστικά: «Είμαστε σε σημείο διάλυσης».