Στον Άρειο Πάγο προσέφυγε ο τέως μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιος, ζητώντας την αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης για ρητορική μίσους κατά των ΛΟΑΤΚΙ και κατάχρηση του εκκλησιαστικού του αξιώματος σε ακραία ομοφοβικό του κείμενο που δημοσίευσε στο ιστολόγιό του, για το οποίο έγινε μηνυτήρια αναφορά από εννέα ΛΟΑΤΚΙ ακτιβιστές.

Αρχικά, ο τέως μητροπολίτης αθωώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ωστόσο οδηγήθηκε και πάλι στο εδώλιο κατόπιν έφεσης που ασκήθηκε από τον αρμόδιο εισαγγελικό λειτουργό. Τον περασμένο Ιανουάριο το Τριμελές Εφετείο Αιγίου τον έκρινε ένοχο -παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση- καταδικάζοντάς τον σε ποινή φυλάκισης 7 μηνών με τριετή αναστολή.

Μεταξύ των πολλών που έγραφε στο επίμαχο κείμενο, ανέφερε τους ομοφυλόφιλους ως «αποβράσματα της κοινωνίας», τα οποία «σήκωσαν κεφάλι». «Φτύστε τους. Η ομοφυλοφιλία είναι κακούργημα είναι αμαρτία, εξευτελισμένοι άνθρωποι του σκότους κ.α», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Μάλιστα, στην απολογία του πρωτόδικα στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αιγίου είχε αναφέρει ότι θα πυροβολούσε ομοφυλόφιλους αν είχε όπλο στο χέρι προκαλώντας πληθώρα αντιδράσεων. Βέβαια, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο έπειτα ισχυρίστηκε ότι αστειευόταν, με αποτέλεσμα οι «αγράμματοι» να διαστρεβλώσουν τα όσα είχε δηλώσει στο δικαστήριο. «Τόσο αγράμματοι είναι; Δεν μπορούν να διακρίνουν μεταξύ σοβαρού και αστείου; Διαστρέφουν, παρερμηνεύουν για να φιμώσουν όσους αντιδρούν, για να δρουν οι ίδιοι ανεξέλεγκτοι, να διαφημίζουν τα πάθη τους, να κάνουν τις παρελάσεις τους και να υβρίζουν τα θεία».

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το dikastiko.gr σχετικά με το σκεπτικό της καταδικαστικής απόφασης, οι δικαστές «επικαλούνται την διεύρυνση του νόμου για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών ρατσισμού και ξενοφοβίας σημειώνοντας ότι η συμπλήρωση του νομικού πλαισίου κρίθηκε αναγκαία εν όψει των σοβαρών προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας, κατά τη μετάβαση της σε μια ανοιχτή κοινωνία όπου η ισότιμη προστασία όλων των ατόμων , ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα θεμελιώνει το σεβασμό στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Οι δικαστές αναφέρονται δε στην ταυτότητα φύλου, που ορίζεται ως η εσωτερική και εξατομικευμένη εμπειρία, που βιώνει βαθιά μέσα του κάθε πρόσωπο για το φύλο του, η οποία δύναται ή όχι να αντιστοιχεί στο γενετικό του φύλο, συμπεριλαμβανομένης της προσωπικής αίσθησης του σώματος, που μπορεί να περιλαμβάνει, σε περίπτωση ελεύθερης επιλογής, τροποποίηση της εμφάνισης του σώματος ή των λειτουργιών του με ιατρικά, χειρουργικά ή άλλα μέσα και άλλων εκδηλώσεων του φύλου, όπως της ένδυσης, της ομιλίας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κίνησης ή ενέργειας».