Δημοσιεύτηκε στο The Intercept

Συγκριτικά με τις φυλακές των Η.Π.Α που έχω δει, η Ομοσπονδιακή Φυλακή στην Curitiba της Βραζιλίας δεν είναι τόσο φοβερή ή ολοκληρωτική, αν και αυτός είναι ένας πολύ χαμηλός πήχης. Δεν έχει καμία σχέση με τις φυλακές που έχω επισκεφτεί στο εξωτερικό – ούτε στο ελάχιστο δεν μοιάζει με τον θάλαμο βασανιστηρίων Χιγιάμ του Ισραήλ στον νότιο Λίβανο, ο οποίος κάποια χρόνια αργότερα βομβαρδίστηκε ολοσχερώς ώστε να μην υπάρχει απόδειξη των εγκλημάτων που έλαβαν χώρα σε αυτόν, και πολύ διαφορετικές από την ανείπωτη φρίκη της Villa Grimaldi του Πινοσέτ, όπου οι ελάχιστοι επιζώντες μιας σειράς πολύ προσεκτικά σχεδιασμένων βασανιστηρίων πετάχτηκαν σε έναν πύργο για να σαπίσουν – ένας από τους τρόπους που εξασφάλισαν το πρώτο νεοφιλελεύθερο πείραμα, κάτω από την επίβλεψη των αγοριών του Σικάγου (γνωστών και ως Chicago economists) ώστε αυτό να εξελιχθεί ήρεμα χωρίς φωνές εναντίον του.
       
Παρ’ όλ’ αυτά, παραμένει φυλακή.

Ο φυλακισμένος που επισκεφθήκαμε, ο Luiz Inácio Lula da Silva – ή «Λούλα» όπως τον ξέρουν σε όλον τον κόσμο – έχει καταδικαστεί ουσιαστικά σε ισόβια φυλάκιση, σε απομόνωση, χωρίς πρόσβαση στον Τύπο ή σε εφημερίδες και με περιορισμένες επισκέψεις μια ημέρα την εβδομάδα.   

Την επομένη της επίσκεψής μας, ένας δικαστής, επικαλούμενος την ελευθερία του Τύπου, δέχθηκε το αίτημα της μεγαλύτερης εφημερίδας της χώρας, της Folha de Sao Paolo, για συνέντευξη του Λούλα, αλλά ένας άλλος δικαστής παρενέβη γρήγορα και ανέτρεψε την απόφαση αυτή, παρά το γεγονός ότι παίρνονται συχνά συνεντεύξεις από τους πιο βίαιους εγκληματίες της χώρας, όπως από ηγέτες πολιτοφυλακών και λαθρέμπορους ναρκωτικών.

Για το σύστημα εξουσίας της Βραζιλίας, η φυλάκιση του Λούλα δεν είναι αρκετή. Θέλουν να διασφαλίσουν ότι ο κόσμος, καθώς προετοιμάζεται να ψηφίσει, δεν θα μπορέσει να ακούσει τίποτα από αυτόν και προφανώς είναι ικανοί να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο για να πετύχουν αυτόν τον στόχο.

Ο δικαστής που ανέτρεψε την άδεια, δεν προέβη σε καμία καινοτομία. Ένας προηγούμενος ήταν ο εισαγγελέας που το 1926 όταν καταδικάστηκε ο Antonio Gramsci από τη φασιστική κυβέρνηση του Μουσολίνι, δήλωσε ότι «Πρέπει να κάνουμε τον εγκέφαλό του να σταματήσει να λειτουργεί για τα επόμενα 20 χρόνια».

«Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, αλλά κάνει συχνά ομοιοκαταληξία» όπως παρατήρησε ο Mark Twain.

Ο αμερικανός γλωσσολόγος και πολιτικός ακτιβιστής, στην άκρη αριστερά, μιλάει στους υποστηρικτές του Κόμματος των Εργαζομένων, μετά την επίσκεψή του στον Λούλα στις 20 Σεπτεμβρίου 2018.

Αναθαρρήσαμε, αλλά δεν εκπλαγήκαμε όταν είδαμε ότι παρά τις επαχθείς συνθήκες και τη σοκαριστική αποτυχία της δικαιοσύνης, ο Λούλα παραμένει ενεργητικός, αισιόδοξος για το μέλλον και γεμάτος ιδέες για το πώς να ανατραπεί η τρέχουσα καταστροφική πορεία της Βραζιλίας.

Υπάρχουν πάντα προσχήματα για μια φυλάκιση – ίσως έγκυρα, ίσως όχι – αλλά συχνά έχει νόημα να αναζητήσουμε ποιοι είναι οι πραγματικοί λόγοι πίσω από αυτήν. Αυτό συμβαίνει και σε αυτήν την περίπτωση. Η πρωταρχική κατηγορία εναντίον του Λούλα βασίζεται στους συμβιβασμούς μεταξύ επιχειρηματιών που καταδικάστηκαν για διαφθορά και του εισαγγελέα και πρόκειται για την προσφορά  ενός διαμερίσματος στο οποίο δεν έζησε ποτέ. Δεν θα τα χαρακτήριζε κανείς συντριπτικά στοιχεία.

Το υποτιθέμενο έγκλημα είναι σχεδόν μη ανιχνεύσιμο με τα δεδομένα της Βραζιλίας – και υπάρχουν πολλά που πρέπει να πούμε για αυτό και στο οποίο θα επιστρέψω αργότερα. Αλλά πέραν αυτού, η ποινή είναι τόσο εξωφρενικά δυσανάλογη σε σχέση με το υποτιθέμενο έγκλημα, που μας καλεί να αναζητήσουμε τους πραγματικούς λόγους. Οι ενδεχόμενοι λόγοι δεν είναι δύσκολο να ανιχνευθούν. Η Βραζιλία έχει εκλογές ζωτικής σημασίας για το μέλλον της. Ο Λούλα είναι μακράν ο πιο δημοφιλής υποψήφιος και θα κέρδιζε εύκολα σε μια δίκαιη εκλογική διαδικασία. Είναι σαφές ότι αυτό δεν είναι το αποτέλεσμα που θα επιθυμούσε η πλουτοκρατία.  

Αν και οι πολιτικές κατά τη διάρκεια της θητείας του είχαν σχεδιαστεί έτσι ώστε να ικανοποιήσουν  τις ανησυχίες του εγχώριου και του διεθνούς χρηματοπιστωτικού τομέα, οι ελίτ τον μισούν, εν μέρει αναμφίβολα λόγω των πολιτικών κοινωνικής ενσωμάτωσης και των παροχών προς τους απόκληρους, ενώ φαίνεται πως πίσω από αυτό κρύβονται και άλλοι λόγοι: το ταξικό μίσος.  Πώς μπορεί ένας φτωχός εργαζόμενος χωρίς ανώτατη εκπαίδευση που δεν μιλάει καν σωστά τα πορτογαλικά να βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας μας;

Όταν ήταν εν ενεργεία, ο Λούλα ανεχόταν τη δυτική εξουσία, αλλά με επιφυλάξεις. Δεν υπήρξε ιδιαίτερος ενθουσιασμός για την επιτυχία του υπουργού Εξωτερικών του Celso Amorim, που προωθούσε τη Βραζιλία στο κέντρο της παγκόσμιας σκηνής, αρχίζοντας έτσι να εκπληρώνει τις προγνώσεις ενός αιώνα πριν, ότι η Βραζιλία θα γίνει «ο κολοσσός του Νότου». Ορισμένες από τις πρωτοβουλίες τους καταδικάστηκαν έντονα, ιδίως τα βήματα που έκαναν προς την επίλυση της σύγκρουσης για τα πυρηνικά προγράμματα του Ιράν σε συνεργασία με την Τουρκία το 2010, που υπονόμευαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών.  Γενικότερα, ο ηγετικός ρόλος της Βραζιλίας στην προώθηση δυνάμεων ανεξάρτητων από τη δυτική εξουσία, στη Λατινική Αμερική και πέρα ​​από αυτήν, δεν ήταν καθόλου ευπρόσδεκτη από εκείνους που είχαν συνηθίσει να κυριαρχούν στον κόσμο.

Με τον Λούλα να έχει αποκλειστεί από την εκλογική εκστρατεία, είναι πολύ πιθανό να κατακτήσει την προεδρία ο αγαπημένος της δεξιάς, Jair Bolsonaro, και να κλιμακώσει σοβαρά τις οπισθοδρομικές πολιτικές του Προέδρου Michel Temer  ο οποίος αντικατέστησε τη Dilma Rousseff μετά τη μομφή προς το πρόσωπό της που επήλθε κατόπιν μιας γελοίας διαδικασίας, σε ένα από τα πρώτα στάδια του «ελαφρού πραξικοπήματος», το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη στη σημαντικότερη χώρα της Λατινικής Αμερικής.

Ο Bolsonaro συστήνεται ως ένας σκληρός και βάρβαρος απολυταρχικός πολιτικός, θαυμαστής της στρατιωτικής δικτατορίας, ο οποίος θα αποκαταστήσει «την τάξη». Μέρος της γοητείας του είναι ότι εμφανίζεται ως ένας αντισυστημικός πολιτικός, που θα διαλύσει το πολιτικό κατεστημένο, το οποίο πολλοί Βραζιλιάνοι απεχθάνονται δικαιολογημένα. Είναι το τοπικό αντίστοιχο στην πικρή αντίδραση μεγάλου μέρους του κόσμου στις επιπτώσεις της νεοφιλελεύθερης επίθεσης της προηγούμενης γενιάς. Ο Bolsonaro ισχυρίζεται ότι δεν γνωρίζει τίποτα για τα οικονομικά, αφήνοντας τον τομέα αυτό στον οικονομολόγο Paulo Guedes, έναν υπερφιλελεύθερο της σχολής του Σικάγο.

Ο Guedes έχει μία ξεκάθαρα διατυπωμένη λύση για τα προβλήματα της Βραζιλίας: «ιδιωτικοποιούμε τα πάντα», όλες τις κρατικές υποδομές  (Veja, 22 Αυγούστου), προκειμένου να πληρώσουμε τα χρέη προς τα κοράκια που γδύνουν τη χώρα. Κυριολεκτικά τα πάντα, εξασφαλίζοντας ότι η χώρα θα κατρακυλήσει στην ασημαντότητα και θα καταντήσει άθυρμα στα χέρια των πολύ πλούσιων και των ισχυρών οικονομικών θεσμών. Ο Guedes εργάστηκε για κάποια περίοδο στη Χιλή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Πινοσέτ, λοιπόν ίσως είναι χρήσιμο να θυμηθούμε τα αποτελέσματα που πρώτου πειράματος του νεοφιλελευθερισμού της Σχολής του Σικάγο.

Το πείραμα, που ξεκίνησε αφού το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1973 προετοίμασε το έδαφος με την τρομοκρατία και τα βασανιστήρια, διεξήχθη υπό τις καλύτερες συνθήκες. Δεν μπορούσε να υπάρξει αντίλογος, μια σειρά από βίλες Grimaldi και αντίστοιχα το φρόντιζαν. Το επόπτευαν οι σούπερ σταρ της σχολής του Σικάγο. Είχε τεράστια στήριξη από τις ΗΠΑ, τον επιχειρηματικό κόσμο και τους διεθνείς οικονομικούς θεσμούς. Όσοι σχεδίαζαν την οικονομική πολιτική ήταν αρκετά σώφρονες ώστε να μην παρέμβουν στην ιδιαίτερα αποτελεσματική, εθνικοποιημένη εταιρεία εξόρυξης χαλκού Coldeco, τη μεγαλύτερη παγκοσμίως, η οποία παρείχε μια στέρεη βάση στην οικονομία.  

Για κάποια χρόνια, το πείραμα αυτό είχε λάβει εγκωμιαστικά σχόλια, και μετά βασίλευσε η σιωπή. Παρά τις σχεδόν τέλειες συνθήκες, μέχρι το 1982, τα αγόρια της σχολής του Σικάγου είχαν επιτύχει μια οικονομική καταστροφή. Το κράτος χρειάστηκε να αναλάβει μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας απ’ ό,τι στα χρόνια του Αλλιέντε. Ο Wags το αποκάλεσε «σοσιαλισμό μέσω της σχολής του Σικάγου». Η οικονομία ουσιαστικά παραδόθηκε και πάλι στους παλιούς διευθυντές και προσπαθούσε να επανέλθει, όχι χωρίς να παραμένουν ίχνη από την καταστροφή στα πεδία της εκπαίδευσης, της κοινωνικής πρόνοιας και αλλού.
Επιστρέφοντας στις συνταγές του Bolsonaro και του Guedes για την υπονόμευση της Βραζιλίας, είναι σημαντικό να θυμάται κανείς τη σαρωτική ισχύ των χρηματοοικονομικών στην πολιτική οικονομία της Βραζιλίας. Ο Βραζιλιάνος οικονομολόγος Ladislau Dowbor αναφέρει ότι την ώρα που η οικονομία της Βραζιλίας βυθιζόταν στην ύφεση το 2014, οι τράπεζες αύξησαν τα κέρδη τους κατά 25% με 30%, «μια δυναμική στην οποία όσο αυξάνεται το κέρδος των τραπεζών, τόσο βυθιζόταν σε ύφεση η οικονομία», καθώς «οι δημοσιονομικοί μεσολαβητές δεν χρηματοδοτούν την παραγωγή, αλλά την απομυζούν» (“The Era of Unproductive Capital/Η εποχή του αντιπαραγωγικού κεφαλαίου”).

Επιπλέον, συνεχίζει ο Dowbor, «Μετά το 2014, το ΑΕΠ κατέρρευσε, ενώ οι τόκοι και τα κέρδη για τους μεσάζοντες αυξήθηκαν μεταξύ 20 και 30% τον χρόνο», που είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός οικονομικού συστήματος που «δεν υπηρετεί τη χώρα, αλλά την εκμεταλλεύεται. Είναι η αρνητική καθαρή πρωτογενής παραγωγικότητα. Η χρηματοοικονομική μηχανή ζει εις βάρος της πραγματικής οικονομίας».

Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο. Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς συνοψίζει απλά την κατάσταση: «Όπου μέχρι πρότινος τα χρηματοοικονομικά ήταν ένας μηχανισμός για να πηγαίνουν χρήματα στις εταιρείες, τώρα λειτουργεί για να παίρνει χρήματα από αυτές». Αυτή είναι μια από τις πιο οξείες ανατροπές της κοινονικοοικονομικής πολιτικής που έφερε στον κόσμο η νεοφιλελεύθερη επίθεση, μαζί με τη μεγάλη συγκέντρωση πλούτου σε πολύ λίγα χέρια, την ώρα που η πλειονότητα περιέρχεται σε τέλμα, τα κοινωνικά επιδόματα μειώνονται και η λειτουργία της δημοκρατίας υπονομεύεται με προφανείς τρόπους, καθώς η οικονομική ισχύς συγκεντρώνεται ολοένα και περισσότερο στα χέρια επιθετικών δημοσιονομικών θεσμών. Οι συνέπειες είναι η βασική πηγή πικρίας, οργής και περιφρόνησης για τους κυβερνητικούς θεσμούς, συναισθήματα που κυριεύουν μεγάλο μέρος του κόσμου και συνήθως χαρακτηρίζονται λανθασμένα «λαϊκισμός».

Αυτό είναι το μέλλον που σχεδιάζει η πλουτοκρατία και οι υποψήφιοι που ευνοεί. Θα μπορούσε να ανασχεθεί από μια νέα προεδρία του Λούλα, η οποία ήταν μεν ευνοϊκή προς τους δημοσιονομικούς θεσμούς και τον επιχειρηματικό κόσμο εν γένει, όμως όχι αρκετά, για τη σημερινή εποχή του άγριου καπιταλισμού.

Μεταφράστηκε συλλογικά από μέλη της πλατφόρμας των 1101.