συνέντευξη στους Κωνσταντίνο Πουλή και Θάνο Καμήλαλη

Μία μέρα μετά τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης, το απόγευμα της Τετάρτης, δύο-τρία στενά μακριά από το κτίριο όπου η συλλογικότητα στην οποία ανήκει είχε συνέλευση, ο Άρης Παπαζαχαρουδάκης δηλώνει ότι βλέπει μία μηχανή να του κόβει τον δρόμο και «δύο τύπους κουκουλωμένους αφηνιασμένους, να με ρωτάνε αν είμαι ο Άρης. Τους λέω ναι και αμέσως σπεύδει ένα αυτοκίνητο, χωρίς πινακίδες, χωρίς διακριτικά της αστυνομίας, με πετάνε στο καπό με δένουν πισθάγκωνα, με χειροπεδούν και μου φοράνε κουκούλα αιχμαλώτου για να με βάλουν διά της βίας στο αυτοκίνητο».

Όταν, όπως καταγγέλλει, ζητάει να μάθει αν κατηγορείται για κάτι, η απάντηση είναι «θα μάθεις, βούλωσέ το». Μέσα στο αυτοκίνητο ζητάει να μάθει αν είναι αστυνομικοί, και του απαντούν να το βουλώσει, ότι θα τον διαλύσουν: «με βασάνιζαν από την αρχή της διαδρομής». Υποστηρίζει ότι «εγώ εκεί που άρχισα να υποθέτω ότι πρόκειται για αστυνομία ήταν όταν άκουσα απ’ έξω κάποιον ασύρματο. Αλλά δεν μου γνωστοποιήθηκε τίποτα, ούτε ποιοι είναι αυτοί, ούτε αν προσάγομαι, ούτε πού πηγαίνω. Φοβήθηκα ότι μπορεί να βρεθώ οπουδήποτε».

Η στοχοποίησή μου είναι γεγονός, μας εξηγεί. Έχω και άλλες πληροφορίες για την στοχοποίησή μου, όπως το ότι ξέρω πως μία φωτογραφία μου διακινείται στα μέσεντζερ των αστυνομικών, σε μεταξύ τους συνομιλίες. Κι αυτό πριν τη σύλληψή μου στη Νέα Σμύρνη. Κι αυτό αποδεικνύεται από το ότι δείχναν φωτογραφίες από το καλοκαίρι, ενώ “επίσημα”, παρακολουθούμαι από τον Ιανουάριο. Για εμένα θέλαν κεφάλια επί πίνακι, ανεξάρτητα από το ποια κεφάλια θα είναι, μόνο και μόνο για να εκφοβίσουν μία κοινωνία που σκέφτεται να σηκώσει κεφάλι. Γιατί ο κόσμος αυξάνεται και μάλιστα εν μέσω πανδημίας.

«Κάποια στιγμή φτάνω στο υπόγειο της ΓΑΔΑ. Εκεί είχαν στήσει την υποδοχή μου, σε στρατιωτική διάταξη θα έλεγε κανένας, κουκουλωμένοι, μαυροφορεμένοι, όρμησαν πάνω μου για να με υποδεχτούν. Αργότερα με πετάνε στο ασανσέρ, μου λένε ότι θα βιάσουν ακόμα μέχρι το κουτάβι μου. Δεν ξέρω αν είναι μια λεπτομέρεια το ότι έχω σκύλο και είναι στην πίσω αυλή του σπιτιού μου που δεν έχει ορατότητα. Δεν ξέρω αν υπαινίσσονταν το κουτάβι ή οτιδήποτε έχω και αγαπώ. Με παρατάνε σε κάποιο δωμάτιο, όπου εκεί με υποδέχονται άλλοι αστυνομικοί».

Μέσα στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής, περιγράφει τον βασανισμό του ως κάτι που εξελίχθηκε σε δύο γύρους: «Όσον αφορά τον πρώτο γύρο, έμεινα, με σβηστά φώτα, με μία κουκούλα στο πρόσωπό μου, δεμένος πισθάγκωνα, με τα χέρια μου έτοιμα να κοπούν, μέσα στο σκοτάδι να δέχομαι κλωτσιές και να μην ξέρω από πού θα έρθουν κάθε φορά. Μου ζητάγανε να πω τι ομάδα είμαι, εννοώντας αθλητική ομάδα. Ό,τι συμβαινει σε αυτό το δωμάτιο είναι κατά τη διάρκεια ξυλοδαρμού. Προσπαθώ να τους εξηγήσω ότι δεν είμαι καμία ομάδα. “Στα αρχίδια μας, θα πεις μία ομάδα”».

Δεν μπορεί να το σκεφτεί κανείς όλο αυτό που καταγγέλλεται, παρά ως ένα μακάβριο παιχνίδι εξευτελισμού. Καταγγέλλει ότι έβαζαν τα δάχτυλα μέσα στα αυτιά του, τον άφηναν και τον έσφιγγαν χωρίς κανέναν λόγο.

Περιγράφει ότι τον ρωτούν τρεις φορές «αν είναι έτοιμος», χωρίς να του λένε για ποιο πράγμα, αφήνοντάς τον χωρίς να βλέπει, να ακούει κάποιους θορύβους, κάτι σαν φερμουάρ, και να περιμένει τον βασανισμό του, να χτυπάνε ένα θρανίο που βρισκόταν μπροστά του. «Όλοι είχαν μία ευκαιρία να κλωτσήσουνε το κουφάρι», αναφέρει σε άλλο σημείο. Μας δείχνει, έξω από το στούντιο, τις μελανιές στο καλάμι του και περπατάει κουτσαίνοντας.

Όπως συνεχίζει, όταν κάποια στιγμή κατάλαβε ότι τον μεταφέρουν σε άλλο όροφο, «διέκρινα μία πινακίδα που έγραφε ΔΑΕΒ, δηλαδή Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία. Τότε κατάλαβα ότι είμαι στον 12ο όροφο της ΓΑΔΑ και πριν ήμουν στον 13ο». Προσθέτει ότι τον ρωτούσαν διάφορα ονόματα, «γιατί θέλανε να συνεχίσουν την σκευωρία και σε άλλους. Δεν είχε να κάνει μόνο με πολιτικούς αγωνιστές και οπαδούς. Είχε να κάνει με τον οποιονδήποτε»

Καταγγέλλει επίσης ότι «κάποια στιγμή, στον 12ο όροφο, ανοίγει το παράθυρο. Και μου λένε ότι άκουσε να δεις, αν θες να λυτρωθείς, δεν θα σε εμποδίσει κανείς. Γιατί αλλιώς, ο φίλος σου έχει μιλήσει, μάλλον για τον συγκατηγορούμενό μου, τον κολλητό μου, θα πας φυλακή, για ανθρωποκτονία αστυνομικού και θα έχεις πολύ χρόνο να γράφεις πολύ ωραία ποστ και να μετράς τα λαικ σου, μουνόπανο».

Οι άνθρωποι που τον βασάνιζαν, όπως καταγγέλλει, γελούσαν με το κλάμα της μάνας του, καθώς παρακολουθούσαν το τηλέφωνό του, από την προηγούμενή του σύλληψη. Όλα αυτά, ενώ τονίζει ότι παραμένει με την κουκούλα. «Θα ήταν λύτρωση, για τον οποιονδήποτε, να χάσει τις αισθήσεις του».

Στον «δεύτερο γύρο», περιγράφει μία φάση «ανάκρισης» με «ξύλο, ξύλο, ξύλο» τόσο που κοιτούσε τα πόδια του που δεν κουνιόνταν και φοβήθηκε μήπως έχει μείνει ανάπηρος. «Ήταν επαγγελματίες» σχολιάζει λέγοντας ότι ήξεραν πού χτυπάγανε, ώστε να μην προκαλέσουν μόνιμες βλάβες. Και λίγο αργότερα, όταν ανέφερε τον βασανισμό του, κάποιος του απάντησε «Ποιον βασανισμό σου;»
Και αυτό που είπε μπροστά του ένας αστυνομικός την ώρα που ακόμη τον χτυπούσαν, στη συνέχεια το είπε και επισήμως η ΕΛ. ΑΣ προς ολόκληρη την κοινωνία.

Η «διάψευση» της ΕΛ.ΑΣ και οι απαντήσεις του Άρη Παπαζαχαρουδάκη

Απαντώντας στο πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ της «Εφημερίδας των Συντακτών» με τις καταγγελίες του, η Ελληνική Αστυνομία έβγαλε ένα οργισμένο δελτίο Τύπου, στο οποίο, αντί να διατάξει έρευνα για τα τόσο σοβαρά περιστατικά που αναφέρονται από την Εφημερίδα, ζητείται, με τόνο που παραπέμπει σε εξώδικο, ζητεί επανόρθωση από την Εφημερίδα. Σε οποιαδήποτε συνθήκη κατά την οποία θα είχαμε αστυνομία η οποία να είναι πολιτικά υπόλογη για τις πράξεις της, υπόλογη απέναντι στην κοινωνία και απέναντι στους πολιτικούς προϊσταμένους της, αυτή η αστυνομία θα δήλωνε έστω και προσχηματικά ότι θα διερευνήσει τις καταγγελίες ενός ανθρώπου που εμφανίζεται στο πρωτοσέλιδο της Εφημερίδας των Συντακτών να αναφέρει ότι βασανίστηκε.

Αντ’ αυτού, είχαμε την παρακάτω ανακοίνωση:

Σε σημερινό πρωτοσέλιδο της Εφημερίδας Συντακτών δημοσιεύθηκε με αβασάνιστη σκοπιμότητα, καταγγελία περί δήθεν βασανισμού του Παπαζαχαρουδάκη Δημήτρη κατηγορούμενου για σωρεία αδικημάτων στα γεγονότα της Τρίτης 9ης Μαρτίου στη Ν. Σμύρνη.

Κατά τη διάρκεια της κράτησής του, έως ότου οδηγηθεί ενώπιον των ανακριτικών Αρχών, ούτε ο ίδιος ούτε η δικηγόρος του με την οποία είχαν ανεμπόδιστη επικοινωνία, εξέφρασαν οποιαδήποτε καταγγελία για βασανισμό ή κακοποίηση, ούτε επιθυμία να εξετασθεί ή να μεταφερθεί σε οποιοδήποτε νοσηλευτικό ίδρυμα για την παροχή πρώτων βοηθειών.

Σημειώνεται ότι στον κρατούμενο χορηγήθηκαν από την πρώτη στιγμή της σύλληψης του τα απαραίτητα έγγραφα γνωστοποίησης των δικαιωμάτων που κατέχει υπό την ιδιότητα του κρατουμένου, τα οποία προσυπέγραψε και συσχετίσθηκαν με τη δικογραφία του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια καταγγελία για βασανιστήρια είχε κάνει ο κατηγορούμενος και όταν είχε πάλι συλληφθεί για βανδαλισμό στο πολιτικό γραφείο του Μ. Βαρβιτσιώτη.

Για την πληρέστερη ενημέρωση παρέχονται τα ακόλουθα στοιχεία:

Ο κ. Παπαζαχαρουδάκης προσήχθη την 20:45 ώρα της Τετάρτης 10ης Μαρτίου κατηγορούμενος μεταξύ άλλων για τα κακουργήματα α)απόπειρας ανθρωποκτονίας από κοινού β) έκρηξης γ) κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών υλών, δ) εμπρησμού από πρόθεση. Την Πέμπτη 11 Μαρτίου οδηγήθηκε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμμελειοδικών Αθηνών και ασκήθηκε εναντίον του δίωξη για τα ανωτέρω αδικήματα. Στην συνέχεια ζήτησε και έλαβε προθεσμία από την ανακρίτρια για να απολογηθεί ενώπιον της το Σάββατο 13 Μαρτίου.

Επαναλαμβάνεται εμφατικά ότι σε ολόκληρο το διάστημα της μεταφοράς του στην ΓΑΔΑ αλλά και της κράτησής του δεν υπήρξε καν αιτίαση περί άδικης μεταχείρισης ούτε από τον ίδιο ούτε από την συνήγορο του.

Διαβάζουμε την ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ και ο Άρης απαντάει, συμφωνώντας μόνο σε ένα σημείο: «Με προσβάλλει να βγαίνει ένα δελτίο Τύπου της Αστυνομίας που διαψεύδει, υποτίθεται, τις καταγγελίες μου και να μην ξέρει καν το όνομά μου. Να κάνει λάθος και να ψεύδεται ακόμα και για το όνομά μου. Εγώ επιβεβαιώνω το δελτίο τους, ότι δεν βασανίστηκε κάποιος Δημήτρης. Βασανίστηκα εγώ, ο Άρης»

Για την ιατρική περίθαλψη απαντάει: «Δεν ζήτησα ιατρική περίθαλψη ούτε νοσοκομείο γιατί εδώ ζήταγα τουαλέτα και δεν με άφηναν. Για λόγους δικής μου αξιοπρέπειας αρνήθηκα να ζητήσω από αυτούς που με είχαν διαλύσει, σωματικά και ψυχολογικά, να με πάνε να με βοηθήσουν. Τα τραύματα έχουν φωτογραφηθεί, χαρακτηριστικά μου είπαν ότι ενώ έχω τόσα τατουάζ, τώρα έχω και άλλα. Τώρα είμαστε και στο ραδιόφωνο, δεν μπορώ να σου δείξω ποιο ήταν το δικαίωμά μου σε δικηγόρο που λέει και το συγκεκριμένο δελτίο Τύπου της Αστυνομίας…»

Για την επικοινωνία με δικηγόρο, τονίζει ότι έγινε για δύο λεπτά λίγο πριν την ανακρίτρια και μέσα στο δικαστήριο γύρω από πάνοπλους αστυνομικούς: «Τη δικηγόρο μου, τη συνεργάτριά της δηλαδή, την εκτιμώ ιδιαίτερα, την είδα για δύο λεπτά πριν πάμε για πρώτη φορά στον ανακριτή . Και στον ανακριτή ήμουν εγώ δεμένος πισθάγκωνα και να ζητάω να ξεσφίξουν τις χειροπέδες και μιλάγαμε με τη δικηγόρο μου με τα όπλα από πάνω μας. Δεν είχα δηλαδή καμία ιδιωτικότητα να μιλήσω με τη δικηγόρο μου. Τα όπλα ήταν στα χέρια ακόμα και μέσα στο δικαστήριο, από δυνάμεις των ΕΚΑΜ, φαντάζομαι. Δεν μιλήσαμε ποτέ ιδιωτικά. Εγώ για πρώτη φορά συναντήθηκα με την Άννυ στα δικαστήρια, ήταν η πρώτη φορά μετά από 5-6 μέρες που ένιωσα ότι κάποιος άνθρωπος είναι μαζί μου, πέρα από τον συγκρατούμενό μου Αυτό που μάθαμε, είναι ότι οι δικηγόροι μας πίεσαν πολύ ώστε να μπορούν να μας δουν. Κι αυτό γιατί οι άνθρωποι μας κατάλαβαν ότι έχουμε εξαφανιστεί και δεν το θεώρησαν τυχαίο. Εξαιτίας της δικής μου υπόθεσης, επειδή έχω στοχοποιηθεί και προηγούμενα, κατάφερε να ενημερωθεί μία δικηγόρος»

Για τα δικαιώματα και τη μη καταγγελία στην ανακρίτρια: «Τα δικαιώματά μου τα πήρα μαζί με τη σύλληψη, τα έβαλα στο παντελόνι μου και ήθελα να τα κάψω, να μην τα βλέπω. Οι άνθρωποι μου που ήταν έξω με είδαν 4 ημέρες μετά. Και ακόμα και τώρα ξέρουν ότι κουτσαίνω κτλ. Αλίμονο αν η ανακρίτρια και όποιος άνθρωπος με είδε να περιφέρομαι σαν κουφάρι, δεν κατάλαβε το τι είχα περάσει, Εγώ ένιωσα ότι προσβάλλεται η αξιοπρέπειά να πω ότι με έχουν βασανίσει λες και έχει σχέση με την υπόθεση. Γιατί δεν έχει σχέση με την υπόθεση, ούτε θα παρακαλούσα να αυτοθυματοποιηθώ μπροστά της. Γιατί είμαι αθώος. Δεν μπορώ να μπω στην ψυχή της για να καταλάβω αν κατάλαβε. Αλλά ας μην γελιόμαστε. Μπροστά της μου βγάζαν τις χειροπέδες κι εγώ ούρλιαζα»

Όταν ακούσει κανείς αυτή τη συνέντευξη, αντιλαμβάνεται πόσο παράλογο είναι να ζητάς από αυτόν τον άνθρωπο να απευθυνθεί στην αστυνομία την ίδια και να της ζητήσει τον λόγο για το ότι τον βασανίζει η αστυνομία. Το γεγονός ότι η αστυνομία έσπευσε να εκδώσει ανακοίνωση με την οποία ζητά από την Εφημερίδα των Συντακτών να ανακαλέσει και να δημοσιεύσει διάψευση στο πρωτοσέλιδό της, εξηγεί λίγο πολύ πώς είναι δυνατόν να έχουμε τόσες και τέτοιες καταγγελίες τον τελευταίο καιρό. Κανείς δεν πιστεύει ότι κινδυνεύει να τιμωρηθεί.

Η αστυνομία λοιπόν δηλώνει ότι ο κατηγορούμενος δεν κατήγγειλε το γεγονός, άρα δεν συνέβη. Όταν ακούσει κανείς αυτή τη συνέντευξη, αντιλαμβάνεται πόσο παράλογο είναι να απαιτείς από αυτόν τον άνθρωπο να απευθυνθεί στην αστυνομία την ίδια και να της ζητήσει τον λόγο για το ότι τον βασανίζει η αστυνομία. Δεν ζήτησε να πάει στο νοσοκομείο, μας λέει, για λόγους αξιοπρέπειας. Δεν του έδιναν νερό και δεν τον άφηναν να πάει στην τουαλέτα, σε αυτές τις συνθήκες θα ήταν σαν να τους εκλιπαρεί.

Δεν ξέρουμε πότε μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι δεν ζούμε πια σε μια κοινωνία όπως την ξέραμε. Δεν έχουμε ξεχάσει ότι οι βασανισμοί στη ΓΑΔΑ είναι κάτι που αν δεν έχει τον χαρακτήρα κανονικότητας, πάντως έχει καταγγελθεί επανειλημμένως. Όπως οι «απαγωγές» έχουν καταγγελθεί επανειλημμένως, πολύ πρόσφατα μάλιστα, από φοιτητές που συνελήφθησαν για τα γεγονότα στην ΑΣΟΕΕ το 2019 και αθωώθηκαν πανηγυρικά, αλλά και πριν ελάχιστες εβδομάδες στην Κρήτη. Όπως οι παρακολουθήσεις πολιτών είναι κάτι που έχει καταγγελθεί επανειλημμένα, από το 2019, σε διαδοχικά ρεπορτάζ.

Και επειδή η πολιτική εξουσία χρειάζεται την αστυνομία στο πλευρό της, όταν έγραφε ο Guardian για βασανισμούς, το 2012, ο Ν. Δένδιας απειλούσε με μήνυση τον Guardian, όχι τους καταγγελόμενους αστυνομικούς.

Όσην ώρα αφηγείται αυτά που περιγράφουμε εδώ υπάρχει ένα βάρος σε όλους. Βάρος σε αυτούς που μας παρακολουθούν στο ραδιόφωνο και σχολιάζουν, βάρος σε μας που ακούμε.

Όμως ταυτοχρόνως περιγράφει τις κινήσεις αλληλεγγύης μέσα στη φυλακή, με τους συγκρατούμενούς του να στριμώχνουν ένα μπουκάλι νερό μέσα από τα κάγκελα, μέσα στο οποίο μετά κατουρούσαν, αυτός και ο κολλητός του φίλος, γιατί δεν τους άφηναν να πάνε τουαλέτα.

Ανάμεσα στους κρατούμενους που τους βλέπουν και προσπαθούν να τους βοηθήσουν, η 18χρονη Έφη, η κοπέλα που είδαμε να τη λιώνουν στο ξύλο οι αστυνομικοί, όταν προσπάθησε να βοηθήσει τον φίλο της. «Tην Έφη τη γνώρισα όταν φώναξε μέσα από το κελί της “μην τους ακούτε, μην τους δίνετε σημασία” και τότε ένας αστυνομικός φώναξε “σκάσε μωρή πουτάνα” και βάρεσε με το γκλομπ το κελί της». Συνεχίζει ευχαριστώντας δημόσια αυτήν την κοπέλα. Ακούει μέσα στη φυλακή τον αστυνομικό να λέει ότι δεν την αφήνουν να μετακινηθεί από τον φόβο μήπως τη βιάσουν, και μόνο όταν βγήκε άκουσε ότι την είχαν κακοποιήσει σεξουαλικά. Και ακούγοντας αυτή την ιστορία της κοπέλας που έχει πληρώσει με τόσο ξύλο το γεγονός ότι παρενέβη για να βοηθήσει τον φίλο της, αναρωτιέσαι με τι κουράγιο ξαναπροσπαθεί να βγει μπροστά και να βοηθήσει.

Ο Άρης μάς εξηγεί ότι θεωρεί πως όλα αυτά γίνονται προκειμένου να φοβηθεί ο κόσμος και να το σκέφτεται να πάει σε μια πορεία. Και συνεχίζει, λέγοντας πως ο ίδιος θα συνεχίσει να κατεβαίνει σε πορείες και πως όσο συνεχίζεται αυτή η αγριότητα, ο κόσμος δεν θα φοβηθεί. Τόσο περισσότερο θα διαδηλώνει, όσο επιχειρείται να τον τρομοκρατήσουν.

Και αυτό ακούγεται πολύ διαφορετικό όταν προέρχεται από τα χείλη ανθρώπων οι οποίοι βρίσκονται στα χέρια μιας αστυνομίας, τμήματα της οποίας καταγγέλλεται ότι βασανίζουν και δεν επιδεικνύεται η παραμικρή διάθεση η ΕΛ.ΑΣ να το διερευνήσει, αν όχι να απολογηθεί.