Συγκεκριμμένα για το ασφαλιστικό το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής τονίζει μεταξύ άλλων ότι «οι προτάσεις της κυβέρνησης για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συνιστούν ένα πολιτικά επώδυνο (για την ίδια και την αντιπολίτευση) βήμα διόρθωσης του συστήματος»
 
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι «την κοινή βάση (μετά την ψήφιση του μνημονίου) συσκοτίζει συχνά η ρητορική της πολιτικής αντιπαράθεσης και η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων», ωστόσο, τονίζεται ότι η μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία ψήφισης του τρίτου μνημονίου συνιστά μείζον πολιτικό γεγονός και σοβαρό λόγο αισιοδοξίας.
 
Μόνο η ανάπτυξη θα θωρακίσει τη διαδικασία ελάχιστης συνέχισης της διαδικασίας αυτής και θα αποτρέψει ουσιαστικά μελλοντικούς κινδύνους, σημειώνουν οι συντάκτες της έκθεσης.
 
Ο αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής μετά τη συμφωνία με τους θεσμούς χαρακτηρίζεται ως θαρραλέος και τον πιστώνουν προσωπικά στον Πρωθυπουργό, αν και τονίζεται ότι το τελικό αποτέλεσμα της προσπάθειας θα εξαρτηθεί και από τη στάση της αντιπολίτευσης.
 
«Παρά τις απαισιόδοξες απόψεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς από τεχνικής άποψης, η μακροοικονομική διαχείριση μπορεί να πετύχει και οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις να εφαρμοστούν. Βέβαια δεν πρέπει να υποτιμάται ο κίνδυνος να αποτύχει το πρόγραμμα πολιτικά», συμπεραίνουν οι συντάκτες της τριμηνιαίας έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής για τη ελληνική οικονομία.
 
«Αρκετές μεταρρυθμίσεις του Μνημονίου στηρίζονται στην οικονομική λογική και εν πολλοίς έχουν αναπτυξιακή και κοινωνική διάσταση. Ισορροπημένα εφαρμοζόμενες και με τις απαραίτητες διορθώσεις θα προετοιμάσουν το έδαφος για την επιστροφή σε συνθήκες διατηρήσιμης ανάπτυξης», αναφέρεται στην έκθεση.
 
Σύμφωνα με αυτήν, τους επόμενους μήνες, μέχρι τον Μάρτιο-Απρίλιο του 2016, θα πρέπει να συμφωνηθούν με τους θεσμούς και να αρχίσουν να εφαρμόζονται δύσκολες μεταρρυθμίσεις. Η πορεία τώρα για τους επόμενους μήνες είναι χαραγμένη και περιλαμβάνει κυρίως αποφάσεις για:
  • την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων το 2016,
  • το ασφαλιστικό, για το οποίο η ελληνική κυβέρνηση δημοσιοποίησε στις 4.1.2016 την πρότασή της ανοίγοντας με τον τρόπο αυτό το διάλογο με τους «θεσμούς»,
  • το φορολογικό (αναμένεται τον επόμενο Μάρτιο)
  • το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Οικονομικής Στρατηγικής 2017-2020
  • τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης
  • τις μεταρρυθμίσεις στον Τραπεζικό Τομέα και τέλος
  • τη μεταρρύθμιση στον τομέα της Ηλεκτρικής Ενέργειας
Αναφερόμενο στο δημοσιονομικό κενό το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής απαντά ότι «κατά την κυβέρνηση, η μέχρι τώρα καλή πορεία εκτέλεσης του Π/Υ 2015, ιδιαίτερα στην πορεία των εσόδων, δεν δημιουργεί θέμα δημοσιονομικού κενού, άρα και ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων. Όμως, οι καθυστερήσεις που ήδη έχουν παρατηρηθεί με τη θέσπιση νομοσχεδίων που εκκρεμούν εξ αναβολής από το 2015 καθώς δεν συνδέθηκαν με πακέτα προαπαιτούμενων δημιουργούν ήδη κάποιες ανησυχίες καθώς πολλά από τα μέτρα αυτά έχουν δημοσιονομικό αποτέλεσμα το 2016. Κυρίως προέρχονται από το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο που μεταφέρθηκε για τον Ιανουάριο. Επίσης προέρχονται από τις εκκρεμείς παρεμβάσεις στο φορολογικό νομοσχέδιο (ενοίκια, αγρότες, νέα κλίμακα κλπ), αλλά και από τις εφαρμοστικές παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν ώστε να διασφαλιστεί η μείωση των αμυντικών δαπανών κατά πεντακόσια εκατομμύρια ευρώ μέσα στο 2016»
 
Για το ασφαλιστικό μεταξύ άλλων σημειώνεται ότι «έχει μια βραχυχρόνια και μια μακροχρόνια πτυχή. Η βραχυχρόνια συνίσταται στη μείωση των ελλειμμάτων του συνταξιοδοτικού συστήματος για το 2016, καταρχάς. Υπογραμμίζουμε ότι οι επιχορηγήσεις από τον προϋπολογισμό στα ασφαλιστικά ταμεία (εκτός Δημοσίου!) ανήλθαν το 2015 σε €11,5 δισ. ή 22,67% του τακτικού προϋπολογισμού! Σε αυτά πρέπει να προστεθούν δάνεια με την εγγύηση του κράτους διαφόρων Ταμείων και, φυσικά, μέρος τουλάχιστον των δαπανών για τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων.
 
Η ελληνική πλευρά έχει συμφωνήσει να επιτύχει εξοικονομήσεις περίπου 0,25% του ΑΕΠ (περί τα €450 εκατ.) για το 2015, πράγμα που φαίνεται ότι το πέτυχε εν μέρει με σειρά μέτρων (αύξηση εισφορών υγείας των συνταξιούχων στο 6% κ.α.) και περίπου 1% του ΑΕΠ έως το 201611 που φαίνεται ότι δεν έχει ακόμα επιτευχθεί. Η εξέλιξη των τελευταίων ετών δεν αφήνει αμφιβολίες ότι επιβάλλονται τολμηρές λύσεις για το ασφαλιστικό”.
 
Ως πρώτη εκτίμησή μας, οι προτάσεις της κυβέρνησης για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συνιστούν ένα πολιτικά επώδυνο (για την ίδια και την αντιπολίτευση) βήμα διόρθωσης του συστήματος. Αν εφαρμοσθούν σωστά, επιφέρουν μερικές διορθώσεις στη σημερινή κατάσταση:
  • Εξορθολογίζουν εν πολλοίς το σύστημα (αύξηση ορίων συνταξιοδότησης, βαθμιαία έστω κατάργηση πρόωρων συντάξεων, επανεξέταση ποσοστών αναπλήρωσης, οροφές στις διπλές συντάξεις κλπ).
  • μειώνουν δυνητικά το «λειτουργικό» (= γραφειοκρατικό) κόστος ενοποιώντας Ταμεία (βλ. όμως πιο κάτω επιφυλάξεις),
  • το κάνουν διαφανέστερο (ενοποιώντας π.χ. τα κριτήρια συνταξιοδότησης),
  • υπό όρους αποτελεσματικότερο (ως προς τα έσοδα),
  • εν μέρει δικαιότερο καθώς επιβαρύνουν λιγότερο τους χαμηλοσυνταξιούχους (εν μέρει διότι π.χ. από την άλλη πλευρά ευνοεί του σημερινούς συνταξιούχους σε βάρος των σημερινών απασχολούμενων),
  • συμβάλλουν εν μέρει στη βιωσιμότητα μειώνοντας τη συνταξιοδοτική δαπάνη και αυξάνοντας τα έσοδα.
  • η νέα «αρχιτεκτονική» του συνταξιοδοτικού συστήματος που επαναφέρει και συμπληρώνει τις ρυθμίσεις νόμου 3863/2010 (νόμου Λοβέρδου)15 αποτελεί μια καλή βάση για συζήτηση. Και, οπωσδήποτε, η επάνοδος της χώρας στην ομαλότητα έχει προτεραιότητα.
 
Στην έκθεση τονίζεται ότι «αυτή η κατ’ αρχάς θετική αξιολόγηση δεν μας εμποδίζει όμως να διακρίνουμε συζητήσιμες επιλογές και πιθανές αρνητικές παρενέργειες και, κυρίως, τις αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία ορισμένων επιλογών, ούτε ότι ορισμένες ρυθμίσεις εκπέμπουν λάθος μηνύματα (π.χ. η «προσωπική διαφορά»)» και επισημαίνεται ότι «δεν μπορούμε να απαντήσουμε ακόμα το ερώτημα αν η μεταρρύθμιση λύνει και σε ποιο βάθος χρόνου το ασφαλιστικό ή αν θα χρειασθεί νέα μεταρρύθμιση σε μερικά χρόνια μεταξύ άλλων και λόγω των δημογραφικών εξελίξεων δηλαδή του γεγονότος ότι η κοινωνία μας γηράσκει γρήγορα και λόγω των κινδύνων φτωχοποίησης».