Η μεγαλύτερη έκπληξη όταν κοίταξα για πρώτη φορά τη συζήτηση για το ζήτημα των ναρκωτικών ήταν η διάρκεια του συνδρόμου στέρησης. Ενώ θα πίστευε κανείς ότι κρατάει βδομάδες και μήνες, η αλήθεια είναι ότι το σύνδρομο στέρησης από την ηρωίνη κρατάει κατά κανόνα τρεις έως πέντε ημέρες και τα συμπτώματά του ενδέχεται να μην απέχουν από αυτά μιας γερής γρίπης. Αυτό θα πει πως αν κανείς αποφασίσει να κόψει τα ναρκωτικά και αρνηθεί να πάρει τη δόση του, μπορεί να κλειδωθεί σε ένα δωμάτιο και να ξεπεράσει τα σωματικά συμπτώματα της στέρησης μέσα σε λίγες ημέρες.

Αυτό σκέφτομαι κάθε φορά που ακούω πόσο αναγκαίο είναι να πάρουμε πάλι τη δόση μας, και έτσι μπήκα στον πειρασμό να προσπαθήσω να επεκτείνω αυτήν την κάπως τετριμμένη αναλογία μεταξύ της οικονομικής δόσης του δανείου και της δόσης του τοξικομανούς. Την ιδέα ότι η στέρηση των χρημάτων της δόσης, αυτό δηλαδή που θα συνέβαινε αν κηρύτταμε στάση πληρωμών, θα είχε αποτελέσματα που θα ήταν δυσάρεστα αλλά όχι ολέθρια, ότι θα συνιστούσε ένα σοκ που δεν θα ξεπερνούσε σε διάρκεια μερικούς μήνες, την έχει διατυπώσει από την αρχή της κρίσης τεκμηριωμένα ο Κώστας Λαπαβίτσας. Δεν μπόρεσε βεβαίως να πείσει μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, η οποία προτίμησε την πολιτική του Σαμαρά ακριβώς προκειμένου να μην μπει σε μια τέτοια περιπέτεια (η τωρινή περιπέτεια τους φάνηκε προτιμότερη). Όμως η περιγραφή είναι σαφής: το σοκ δεν κρατάει για πάντα, περνάει.

Το ερώτημα ακολουθεί αναπόφευκτα: αν το σύνδρομο στέρησης κρατάει τόσο λίγο, γιατί έχουμε ακόμα ναρκομανείς; Γιατί δεν κλειδώνονται αυτοί οι άνθρωποι σε ένα δωμάτιο, γιατί δεν δένονται σε ένα στύλο, μέχρι να περάσει το σύνδρομο της στέρησης και να είναι όλα καλά; Η απάντηση είναι σκληρή: γιατί ο άνθρωπος την κακιά την ώρα την έχει μέσα του. Αυτό που κάνει τους χρήστες να επιστρέφουν στα ναρκωτικά δεν είναι το σύνδρομο στέρησης, είναι η ίδια η ζωή τους, ό,τι τους έφερε εκεί την πρώτη φορά: οι παρέες, η ψυχική συγκρότηση, η έξη. Αυτό λέγεται συχνά προκειμένου να υποστηρίξει κανείς ότι είμαστε λαός σπάταλος και σουρτούκης, λοιπόν και να μας δανείσουν θα ξαναξοδευτούμε γιατί έχουμε τρύπιες τσέπες. Δεν εννοώ αυτό. Το πρώτο βήμα στον εντοπισμό ενόχων είναι η αρχή του: «follow the money». Ποιος ωφελείται.

Δεύτερο κοινό μεταξύ πρέζας και δανείου, μετά το σύντομο σύνδρομο στέρησης, ο ντίλερ: αυτός που είναι πάντα δίπλα μας για να μας πει ότι δεν θα τα καταφέρουμε. Την ώρα που λες ότι δεν θέλεις να ξαναπάρεις τη δόση σου, αυτός σου λέει πως μακριά του καταστρέφεσαι: «Είσαι χαζός; Αν κάνεις ότι φεύγεις θα πεθάνεις, δεν μπορείς μόνος σου! Θα γυρίσεις πίσω παρακαλώντας. Έλα, τελευταία φορά, πάρε λίγο. Τα λεφτά φτάνουν μέχρι τον άλλο μήνα, μετά θα σφάζεστε έξω από τις τράπεζες, θα εξαφανιστούν οι οικονομίες σας, δεν θα υπάρχει γάλα για τα παιδιά». Παλιοβαποράκι, με την υγεία μας παίζεις… Και ο λόγος για τον οποίον ο ντίλερ επιμένει ότι δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς τη δόση σου είναι το συμφέρον του μεγαλέμπορου. Γιατί το βαποράκι λογοδοτεί αλλού. Αυτός που κινεί τα νήματα είναι ο μαφιόζος που βρίσκεται πίσω από όλα αυτά. «Γκόλντεν μπόι» αυτός, ζει από το αίμα σου.

Ποια είναι λοιπόν η μέθοδος θεραπείας; Κράτησε δίπλα σου αυτούς που θέλουν να σε βοηθήσουν. Οι κακές παρέες είναι σημαντικός παράγων για να γλιτώσει ή να ξανακυλήσει κανείς στα ναρκωτικά. Αυτό αποφασίζεται αντικειμενικά: όποιος σου πουλάει πρέζα, δεν θέλει το καλό σου, θέλει τα λεφτά σου. Το καλό σου θέλει όποιος δεν έχει οικονομικό συμφέρον στην εξάρτησή σου. Οι συμμαχίες είναι πολύ σημαντικές για να κόψεις τα ναρκωτικά. Να θυμάσαι ότι μπορούν να σε βοηθήσουν μόνο όσοι έχουν τα ίδια συμφέροντα με σένα. Μακριά από τραπεζίτες και εμπόρους ναρκωτικών. Η εξαθλίωση μιας υφεσιακής πολιτικής που σε δένει στον δανεισμό προκειμένου να παραδίδει τα λεφτά σου στους δανειστές είναι ενάντια στο συμφέρον της υγείας σου. Το συμφέρον του δοσά είναι να εξακολουθήσουμε να δανειζόμαστε. Αν δεν ήταν, θα μας είχαν πετάξει έξω, το σκέφτηκαν και το σκέφτονται. Εμείς τι συμφέρον έχουμε να πάρουμε μία ακόμη ακριβοπληρωμένη δόση που θα πάει σε ειδικό λογαριασμό για να μεταφέρεται στις τράπεζες, με τίμημα μια πολιτική που ισοπεδώνει τα πάντα;

Τελευταίος παράγοντας, η έξη, η συνήθεια. Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι, που λέμε. Για να πεις όχι στα ναρκωτικά απαιτείται θέληση, πρέπει ο χρήστης να κάνει μερικά συνειδητά βήματα κατά της κατάθλιψης και της παραίτησης: να σηκωθεί από τον καναπέ του και να βάλει μπρος ένα σχέδιο ζωής, έστω αφιλόδοξο και μετρημένο, που θα το χαράξει όμως με το δικό του βηματισμό. Το «όχι» αυτό μπορεί να το πει μόνο ο ίδιος ο χρήστης. Όποιος αναζητεί καλύτερο ντίλερ, δεν θα τον βρει. Αν αντιμετωπίσουμε τον χρήστη ως άνθρωπο που στέκεται στα πόδια του, όχι ως άνθρωπο που τον παίρνει η ζωή και τον σηκώνει, μόνο τότε θα μπορούμε να ελπίσουμε. Η χρήση ξεκινά με το δόλωμα της «παραμύθας», των γλυκών ψευδαισθήσεων. Πολύ σύντομα όμως ο χρήστης πίνει μόνο και μόνο για να είναι καλά. Αυτό είναι το τέλος των ψευδαισθήσεων, η φάση που διανύουμε τώρα. Ας κλείσω λοιπόν με μια παρότρυνση κατά των ψευδαισθήσεων: υπάρχει ζωή και χωρίς τη δόση, πες όχι στα ναρκωτικά.