Δήμαρχοι επτά γερμανικών πόλεων με επιστολή τους προς τη γερμανική κυβέρνηση ζητούν να τους επιτρέψει να δεχτούν και να στεγάσουν ανήλικους πρόσφυγες. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το δημοσίευμα της «Deutsche Welle» την επιστολή υπογράφουν οι δήμαρχοι τη Κολωνίας, του Ντίσελντορφ, του Πότσνταμ, του Ανόβερο, του Φράιμπεργκ, του Ρότενμπεργκ και της Φρανκφούρτης ως και ο υπουργός Εσωτερικών της Κάτω Σαξονίας, Μπόρις Πιστόριους.

Να σημειωθεί ότι τη περασμένη Τετάρτη το γερμανικό κοινοβούλιο καταψήφισε πρόταση των «Πράσινων» να δεχτεί η Γερμανία 5.000 ανήλικους πρόσφυγες από την Ελλάδα. Ο υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας, Χορστ Ζέεχοφερ, δήλωσε ότι η Γερμανία πρόκειται να δεχτεί μετανάστες μόνο έπειτα από ευρύτερα ευρωπαϊκή πρωτοβουλία.

Η κοινή επιστολή αναφέρει ότι η κατάσταση στα ελληνικά νησιά τις τελευταίες ημέρες έχει επιδεινωθεί δραματικά. «Ειδικά για τα παιδιά και τις γυναίκες, τα υπερπλήρη στρατόπεδα, τα οποία στερούνται της απαραίτητης υποδομής, ιατρικής περίθαλψης και στέγασης, είναι ακατάλληλα.

Στην ίδια επιστολή γίνεται λόγος για 140 γερμανικές πόλεις οι οποίες έχουν αυτοανακηρυχθεί ως «ασφαλή καταφύγια» και επιθυμούν να βοηθήσουν επιπλέον πρόσφυγες. Οι δήμαρχοι που υπογράφουν την επιστολή απαιτούν από τη γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση να δημιουργήσει κατάλληλες νομικές οδούς και να επιτρέψει στις πόλεις που επιθυμούν, να φιλοξενήσουν πρόσφυγες.

Σύμφωνα με αυτή τη κοινή δήλωση η συμμαχία εν ονόματι «Πόλεις των Ασφαλών Καταφυγίων», ένα δίκτυο συνολικά 130 γερμανικών πόλεων και κοινοτήτων καθώς επίσης και άλλων γερμανικών δήμων έχουν διακηρύξει ήδη την ετοιμότητά τους να φιλοξενήσουν πάνω από 500 ασυνόδευτους ανήλικους πρόσφυγες κάτω από την ηλικία των 14 ετών, οι οποίοι στεγάζονται σε απαράδεκτες συνθήκες στα ελληνικά νησιά, βάσει ενός πλαισίου ενός επείγοντος προγράμματος.

Η επιστολή διαβεβαιώνει ότι έχουν εξεταστεί οι ικανότητες υποδοχής στις σχετικές πόλεις και είναι απόλυτα έτοιμες για τη φιλοξενία και τη πρόσβαση στην εκπαίδευση για τα συγκεκριμένα παιδιά. Οι συγκεκριμένες πόλεις βάσει του σχεδίου που έχουν εκπονήσει, θα θέσουν ως προτεραιότητα αποδοχής και ένταξης τα παιδιά των οποίων οι γονείς έχουν αποβιώσει και βρίσκονται μόνα τους στα κέντρα υποδοχής.