«Ο πρώτος».

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο έμενα λίγες μέρες περισσότερο στις πόλεις που επισκεπτόμουν ήταν ότι είχαν σκορπιστεί σε όλη την υφήλιο οι πρώην συγκρατούμενοί μου, με τους οποίους κάποτε βρεθήκαμε μαζί πίσω από σιδηρόφρακτες πύλες βηματίζοντας πάνω κάτω ανάμεσα σε τσιμεντένιους τοίχους, φάγαμε από το ίδιο πιάτο, υποστήκαμε σχεδόν την ίδια βία και, παρά την κακομεταχείριση, δεν πάψαμε ποτέ να αστειευόμαστε και να γελάμε. Χωρίς υπερβολή, συναντούσα τουλάχιστον έναν ή αρκετούς σε κάθε πόλη όπου πήγαινα. Τρώγαμε μαζί, τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας στις μνήμες τις παλιές και μοιραζόμασταν τους καημούς του «σήμερα». Κι όχι μόνο αυτό· με πολλούς από αυτούς ξεκινούσαμε και μακρινά ταξίδια προς το μέλλον, έστω με τη φαντασία μας.

Είναι πηγή πλούτου όλοι αυτοί οι φίλοι, με τους οποίους κάποτε μοιραστήκαμε πολλούς πόνους τους οποίους αναγκαστήκαμε να υποστούμε κι έτσι τους απαλύναμε και μάθαμε να θεραπεύουμε ο ένας το τραύμα του άλλου. Γι’ αυτό και όποτε με ρωτούσαν: «ποιος είναι σοφότερος, αυτός που ταξιδεύει ή αυτός που φυλακίζεται;» τότε πάντα απαντούσα:

«Ο δεύτερος».

ΟΤΑΝ ΕΧΕΙΣ ΔΕΧΤΕΙ ΗΔΗ ΓΚΟΛ

Οι φίλοι μου που είχαν πάρει άσυλο δεν είχαν ελπίδα γυρισμού στην πατρίδα, γι’ αυτό και οι συναντήσεις μας ήταν πάντα πολύ συγκινητικές. Με αγκάλιαζαν σφιχτά και μου έλεγαν ότι μύριζα πατρίδα. Ούτε η δική μου ζωή ήταν ρόδινη, αλλά δίπλα τους ένιωθα πιο τυχερός. Εγώ επέστρεφα στη χώρα μου μετά τις συναντήσεις μας, ενώ εκείνοι συνέχιζαν τον αγώνα τους με τα ατελείωτα προβλήματα της προσφυγικής ζωής.

Ο Γιουσούφ, τον οποίο γνώρισα στην Ελβετία, αφού επανέλαβε αρκετές φορές ότι ζούσε μακριά από την πατρίδα σχεδόν δέκα χρόνια τώρα, είπε:

«Αν δεν ερχόμουν εδώ, θα είχα μείνει πάνω από έξι χρόνια σε φυλακή υψίστης ασφαλείας. Όμως, ήρθα, και βρέθηκα σε μια πολύ άσχημη κατάσταση, όπου πέρασα τα πρώτα έξι χρόνια σε καταυλισμό προσφύγων. Αν είχα μείνει στην πατρίδα, θα είχα αποφυλακιστεί προ πολλού, αλλά ο πρόσφυγας ποτέ δεν απελευθερώνεται»

Και πρόσθεσε:

«Η προσφυγιά είναι σαν να μπαίνεις στον αγώνα έχοντας χάσει ήδη 10-0. Ακόμα και για να ισοφαρίσεις, πρέπει να βάλεις δέκα γκολ. Κάποιοι φίλοι, με κάποιον τρόπο, βολεύτηκαν. Άλλοι πήραν σπίτι, άλλοι πήραν αυτοκίνητο. Βέβαια, τους περισσότερους τους πνίγουν τα χρέη ‒ άλλο αυτό. Εγώ, όμως, έχω πρώτα απ’ όλα πρόβλημα επικοινωνίας, επειδή δεν ξέρω καλά τη γλώσσα. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Συνειδητοποίησα ότι είμαι και απολύτως ανειδίκευτος. Τα εκατοντάδες βιβλία που διάβασα στη φυλακή δεν είχαν κανένα όφελος στην πραγματική ζωή. Δεν έχω δουλειά, δεν έχω λεφτά, δεν έχω ελπίδα να χτίσω μια νέα ζωή από το μηδέν. Και το σημαντικότερο, δεν έχω μέλλον και ασφάλεια. Λένε ότι ο τόπος σου είναι η μοίρα σου, κι εγώ νιώθω σαν να μην έφυγα ποτέ. Ακόμα και σε ξένο τόπο, κουβαλάω τη μαύρη μοίρα μου. Ναι, δεν ευτύχησα στην πατρίδα μου, αλλά ούτε κι εδώ».

Θυμάμαι ότι στη φυλακή ο Γιουσούφ διάβαζε πολλά βιβλία φιλοσοφίας και πυροδοτούσε ζωηρές συζητήσεις. Μάλιστα, για αυτόν ακριβώς το λόγο τον αποκαλούσαμε Φιλόσοφο. Πλέον ήταν φανερό ότι απέφευγε να μιλάει για βαθιές φιλοσοφίες. Προσπαθούσε να συμπληρώσει το εισόδημά του μεταφέροντας έπιπλα, παρότι ήταν κοκαλιάρης. Ο χαμάλης Γιουσούφ είχε διαδεχτεί τον φιλόσοφο Γιουσούφ, και τον είχαν ζώσει μαύρα φίδια, επειδή ήξερε ότι σε μερικά χρόνια δεν θα μπορούσε να κάνει ούτε και αυτή τη δουλειά πλέον.

Ο,ΤΙ ΒΡΕΙΣ, ΟΧΙ Ο,ΤΙ ΕΛΠΙΖΕΙΣ

Στην Ανατολή υπάρχει το ρητό που λέει: «Ο επισκέπτης τρώει αυτό που βρίσκει, όχι αυτό που ελπίζει». Ο φίλος μου Αλί Εκμπέρ στη Γερμανία μού θύμισε αυτό το ρητό μια μέρα που άλλαζε λάστιχο στο ταξί το οποίο οδηγεί είκοσι χρόνια τώρα. Όταν τον γνώρισα, ήταν κοντούλης και αδυνατούλης. Απ’ αυτούς που φοβάσαι να ακουμπήσεις. «Κορμί σαν κλαράκι», που λένε. Είχε αλλάξει τόσο πολύ, ώστε δυσκολεύτηκα να τον αναγνωρίσω, όταν ήρθε να με προϋπαντήσει στο αεροδρόμιο του Βερολίνου. Σίγουρα είχα αλλάξει κι εγώ στα τόσα χρόνια που πέρασαν, αλλά αυτός είχε στρογγυλέψει τελείως. Κοντός όπως παλιά, είχε πρηστεί σαν νταούλι. Περπατούσε δυο βήματα και λαχάνιαζε, τον έπιανε ασυγκράτητος βήχας. Είπε ότι ήταν άρρωστα τα πνευμόνια του. Αργότερα που καθόμασταν σε ένα καφέ στο Κρόιτσμπεργκ, ομολόγησε:

«Αυτό το κακό το έπαθα από τον κλιματισμό στο ταξί».

Μετά άρχισε να ταξιδεύει στο παρελθόν, να μου αφηγείται λεπτομερώς γιατί και πώς εγκατέλειψε την πατρίδα:

«Είχαν αρχίσει να γίνονται περίεργα πράγματα στην οργάνωση. Πρώτα, οι εκκαθαρίσεις γνωστών στελεχών. Μπλοκάρανε κάθε κριτική. Ερμηνεύανε κάθε αντίρρηση σαν συμπόρευση με τον εχθρό. Κι εγώ είχα τις απόψεις μου και όφειλα να τις εκφράσω, λόγω πεποιθήσεων. Φαντάστηκα τα όσα θα μου συνέβαιναν, αλλά δεν σώπασα. Διότι, αν σώπαινα, θα ήμουν πια άλλος άνθρωπος. Ούτε καν με άκουσαν, όμως. Αμέσως με απάλλαξαν από τα καθήκοντά μου και μου είπαν να περιμένω την απόφαση που θα λάβει σχετικά η οργάνωση. Περνούσαν οι μέρες, αλλά δεν είχα κανένα νέο. Καταλάβαινα ότι ήταν δυσοίωνο αυτό. Λίγο καιρό αργότερα, χτύπησαν την πόρτα μου, κι εκείνη η μέρα ήταν η αρχή της νέας ζωής μου. Με κατηγόρησαν για δειλία και ταξική προδοσία, και ακυρώνοντας τη ζωή μου στην οργάνωση τόσα χρόνια ήταν σαν να με σκότωναν. Επειδή δεν είχα πού να καταφύγω, αναγκάστηκα να γυρίσω στο χωριό, απ’ όπου είχα φύγει παιδαρέλι ακόμα. Είχαν περάσει χρόνια που είχα φύγει από την οικογένεια, κι ένιωθα ξένος εκεί. Ύστερα έμαθα ότι με αναζητούσε η χωροφυλακή. Είχα χάσει τη σκέπη της οργάνωσης, κυνηγημένος από το κράτος, χωρίς σχέσεις με την οικογένεια, και σκεφτόμουν τι να κάνω. Κατέληξα ότι δεν θα μπορούσα να ζήσω έτσι. Η αυτοκτονία δεν ήταν λύση· η μόνη μου επιλογή ήταν να φύγω από τη χώρα. Βρήκα πλαστό διαβατήριο, και είκοσι χρόνια τώρα είμαι στη Γερμανία. Πέρασα πείνα, πέρασα πολλά… Εδώ δεν με κυνηγάει κανείς, κι ούτε έχω συναντηθεί με παλιούς φίλους. Επέζησα, αλλά ρωτάς πώς τα κατάφερα; Ύστερα από τόσα χρόνια κατάλαβα ότι είναι μεγάλο λάθος να αφήνεις τον τόπο σου, εκτός αν κινδυνεύει η ζωή σου. Δεν μ’ αρέσει να λέω “μακάρι” και τέτοια, αλλά μακάρι να είχα βρει άλλο τρόπο…»

ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΑΠ’ ΤΗ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ

Όταν συναντηθήκαμε στη Στοκχόλμη με τον Χασάν, η δίκη για το ντοκιμαντέρ μου πλησίαζε ταχύτατα προς την ολοκλήρωση.

«Τι περιμένεις;» με ρώτησε εκείνος.

«Μπορεί να συμβεί οτιδήποτε», απάντησα.

Όμως, σκεφτόμουν ότι η απόφαση θα ήταν καταδικαστική. Όχι επειδή δεν πίστευα στην τέχνη μου, αλλά επειδή δεν εμπιστευόμουν τη δικαιοσύνη της χώρας μου. Διότι εδώ και πολύ καιρό τα δικαστήρια ήταν η ράβδος της κυβέρνησης ενάντια στους αντιφρονούντες. Καταδίκαζαν πολλούς διανοούμενους με στόχο να εκφοβίσουν και να φιμώσουν τους πάντες. Και η δίκη του ντοκιμαντέρ μου στόχευε στον παραδειγματισμό. Μια βαριά ποινή θα εκφόβιζε έντονα τους αντιπολιτευόμενους σκηνοθέτες και παραγωγούς.

Συνεπώς η απάντηση «Μπορεί να συμβεί οτιδήποτε» δεν καθησύχασε τον Χασάν. Μου είπε:

«Μην επιστρέψεις, μείνε εδώ. Αν ξαναμπείς φυλακή, δεν θα μπορείς να δημιουργήσεις τίποτα. Αν μείνεις, θα γυρίσεις νέες ταινίες, θα γράψεις νέα βιβλία».

Ο Χασάν ήταν πολύ καλύτερα από άλλους φίλους πρόσφυγες. Είχε μια εταιρεία που ασχολούνταν με τον τουρισμό. Κρίνοντας από το αμάξι που οδηγούσε και το σπίτι όπου έμενε, κέρδιζε λεφτά. Ήταν σαφές ότι είχε προσαρμοστεί στη Σουηδία όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν. Τον ρώτησα διάφορα και μου απάντησε. Όμως, οι απαντήσεις του με τρόμαξαν. Μου είπε: «μη φεύγεις, μείνε εδώ», αλλά η ζωή του πρόσφυγα δεν ήταν το «βόλεμα» χάρη στα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Εθνών:

«Υπήρχε φωτογραφία μου στις αφίσες των καταζητούμενων, και γι’ αυτό δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω ελεύθερα πουθενά πια στην πατρίδα. Ζούσα σαν το ποντίκι κλεισμένος σε ένα σπίτι που θεωρούσα ασφαλές. Στο τέλος, το βρήκαν κι αυτό, κι αφού κατάφερα να το σκάσω τελευταία στιγμή, κρύφτηκα σε μια αγροτική περιοχή. Επειδή δεν μπορούσα να μείνω στο ίδιο μέρος για πολύ, φρόντισα ταχύτατα να περάσω τα σύνορα, να πάω στη Συρία. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρώτο μου πρωινό εκεί. Είχα πέσει για ύπνο νωρίς, επειδή ήμουν εξαντλημένος. Το επόμενο πρωί ξύπνησα χαράματα από τον θόρυβο έξω από την πόρτα μου. Κάποιοι συζητούσαν και φώναζαν. Δεν καταλάβαινα λέξη. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι ήμουν πρόσφυγας. Άνοιξα επιφυλακτικά την κουρτίνα και είδα τη σημαία της Συρίας να κυματίζει στο απέναντι κτήριο. Δεν τρέφω ιδιαίτερα αισθήματα για την τουρκική σημαία, αλλά βλέποντας αυτή τη σημαία ένιωσα ακόμα πιο ξένος. Πέρασαν οι μέρες, προσπάθησα να μάθω λίγα αραβικά. Μόλις είχα μάθει μερικές λέξεις, φίλοι μού είπαν ότι μου κανόνισαν πλεούμενο. Πρώτα πήγα στην Κύπρο και από κει στην Αθήνα. Στην Αθήνα έμεινα ένα διάστημα σε καταυλισμό προσφύγων, κι αυτή τη φορά έπρεπε να μάθω ελληνικά. Λίγους μήνες αργότερα, έμαθα ότι δεν έγινε δεκτό το αίτημά μου για άσυλο. Με έστειλαν πίσω στη Συρία. Τζάμπα έμαθα τα λίγα ελληνικά. Στους μήνες που είχαν περάσει, είχα ξεχάσει και τα ελάχιστα αραβικά που έμαθα. Ευτυχώς, δεν έμεινα πολύ στη Συρία. Τα κατάφερα με τη δεύτερη προσπάθεια, και τριάντα χρόνια τώρα είμαι στη Σουηδία. Παρότι δυσκολεύτηκα πολύ λόγω γλώσσας, όταν πρωτοήρθα, είχα ευκαιρίες συμμετοχής. Όμως, σήμερα καταλαβαίνω ότι προσφυγιά σημαίνει να γίνεσαι αγράμματος μέσα σε μια μέρα, όσο κι αν έχεις ήδη σπουδάσει».

ΑΥΛΑΙΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

Μακάρι ο σημαντικότερος καημός του πρόσφυγα να ήταν ότι νιώθει αμόρφωτος εν μία νυκτί. Το βασικό πρόβλημα του πρόσφυγα είναι η περιπέτεια της επιβίωσης από το μηδέν. Όσοι παρακολουθούν τις εξελίξεις ξέρουν: Δεν είναι πια όπως παλιά, μετά τα πραξικοπήματα στις 12 Μαρτίου και 12 Σεπτεμβρίου. Οι παλιοί πολιτικοί πρόσφυγες διηγούνται πώς εκείνες τις εποχές ο καθένας έπιανε τον άλλο απ’ το χέρι και δεν τον άφηνε να γλιστρήσει ούτε ένα βήμα. Αλλά σήμερα η αλληλεγγύη πάσχει, μάλιστα σε πολλά μέρη η αλληλοβοήθεια είναι ελάχιστη.
Στην αναρχική συνοικία των Εξαρχείων στην Αθήνα, καθώς πίναμε καφέ με τον Αντνάν, συνειδητοποίησα ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερό του παράπονο. Με κοίταξε με το ύφος του ανθρώπου που θεωρεί τον εαυτό του συνεργό σε ένα τεράστιο λάθος, και μου είπε:

«Κανείς δεν θα σου πιάσει το χέρι να σε τραβήξει, αν πέσεις στο λάκκο. Είναι σαν να ’χει χαθεί το επαναστατικό πνεύμα. Αναγκάστηκα να το σκάσω σε μια πολύ ατυχή συγκυρία. Στην εποχή μας, η προσφυγιά είναι μια μεγάλη και απελπισμένη βουτιά στη μοναξιά».

Όντως, η αλληλεγγύη ανάμεσα στους πολιτικούς πρόσφυγες είχε διαβρωθεί πολύ και, σύμφωνα με τον Αντνάν, υπήρχαν λόγοι γι’ αυτό. Για παράδειγμα, η απομάκρυνση από το πλαίσιο πειθαρχίας της οργάνωσης αποκάλυπτε τον πραγματικό εαυτό, και ο λούμπεν ατομικισμός σύντομα κυριαρχούσε στη συμπεριφορά. Κάποιοι πρόσφυγες εκμεταλλεύονταν αυτούς που τους βοηθούσαν, δανείζονταν χωρίς να ξεπληρώνουν, υπόσχονταν χωρίς να τηρούν το λόγο τους, δεν δούλευαν, δεν έκαναν καμία προσπάθεια, ζούσαν συνέχεια ως βάρος στην πλάτη κάποιου άλλου, κι έτσι απομάκρυναν ακόμα περισσότερο τους αλληλέγγυους. Ο Αντνάν τράβηξε βαθιά τζούρα από το τσιγάρο του και συνέχισε με το ίδιο σκυθρωπό ύφος, χωρίς να έχει χαμογελάσει ούτε μια φορά από την ώρα που καθίσαμε μαζί:

«Για τους περισσότερους πρόσφυγες η Ελλάδα είναι σαν γέφυρα προς τις χώρες της Ευρώπης. Δεν είναι ότι θέλουν να φύγουν, επειδή δεν τους αρέσει εδώ. Ναι, περπατάς στο δρόμο και δεν ξέρεις πότε θα φας σταγόνες νερό στο κεφάλι. Παντού βρομάει κάτουρο, οι δρόμοι είναι γεμάτοι περιττώματα σκύλων. Πάντα αργούν να μαζέψουν τα σκουπίδια. Όπου κι αν κοιτάξεις, θα βρεις μια σύριγγα, θα συναντήσεις μαστουρωμένους. Ειδικά στις γειτονιές των προσφύγων, σε κάθε βήμα συναντάς στρατιές αστυνομικών και αναγκάζεσαι να υποστείς κακομεταχείριση από αυτούς τους αχρείους. Αυτό σίγουρα δεν αρέσει σε κανέναν. Όμως, από την άλλη, αυτή η χώρα έχει νιάτα που αντιστέκονται και αγωνίζονται. Έχει έναν λαό που οργανώνεται και έχει εσωτερικεύσει τις αξίες της δημοκρατίας. Αυτός ο ανθρωπισμός είναι πηγή περηφάνιας. Εκτός αυτού, με ένα εισιτήριο του μετρό βρίσκεσαι στην παραλία και είναι σαν να ζεις σε ένα θέρετρο όπως το Μπόντρουμ, η Αττάλεια, το Κουσάντασι. Επίσης, εδώ η ζωή κυλάει αργά, περνάς ωραία. Παρά τα μελανά σημεία, αυτά αρκούν και περισσεύουν για να μείνεις να ζήσεις στην Αθήνα. Όμως, ο κόσμος χρειάζεται δουλειά, κι αυτό είναι το βασικό πρόβλημα, εδώ δεν υπάρχουν δουλειές. Επιπλέον, η βοήθεια και στήριξη προς τους πρόσφυγες είναι πολύ περιορισμένη.

»Άσε την επιβίωση, εδώ ούτε άδεια παραμονής δεν μπορείς να πάρεις. Μόλις περνάς τα σύνορα, σου δίνουν ένα χαρτί στο χέρι και σου λένε να έρθεις για συνέντευξη σε πέντ’ έξι μήνες. Ούτε που τους νοιάζει πώς θα ζήσεις μέχρι τότε. Γι’ αυτό όλοι οι πρόσφυγες θέλουν να πάνε σε χώρες όπως η Σουηδία, η Νορβηγία, η Ολλανδία, η Γερμανία και η Ελβετία. Και δεν είναι εύκολο να φύγεις, επειδή υπάρχει αυστηρός έλεγχος των συνόρων. Όσο πιο πολλά λεφτά μπορείς να δώσεις, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχεις. Όποιος δεν έχει λεφτά εγκλωβίζεται και αναγκάζεται να κάνει τις πιο δύσκολες, τις πιο δυσάρεστες και κακοπληρωμένες δουλειές. Όποιος βρίσκει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του θεωρεί τον εαυτό του τυχερό. Στη γειτονιά μου βλέπεις τον ίδιο άνθρωπο χειμώνα καλοκαίρι να κοιμάται στο παγκάκι. Σε έναν τόπο όπου είναι άνεργοι οι Έλληνες νέοι, τι τύχη μπορεί να έχει ένας πρόσφυγας;»

Ο Αντνάν αναστέναξε βαθιά, μισόκλεισε τα μάτια και έστρεψε το βλέμμα στο πάρκο των Εξαρχείων. Ένευσε προς τους νεαρούς εκεί πέρα και συνέχισε:

«Όλα αυτά τα παιδιά είναι πρόσφυγες. Άραβες, Κούρδοι, Ιρανοί, Τούρκοι, έχουν γεμίσει το πάρκο και είναι όλοι εχθροί μεταξύ τους. Δουλεύουν “βαποράκια”. Η αγορά είναι μικρή, αλλά έχει μεγάλο κέρδος, και κάθε μέρα ξεσπάνε καβγάδες που καταλήγουν σε τραυματισμούς ή ακόμα και σε σκοτωμούς. Μπορούν να σου βρουν ό,τι θες: χασίσι, ηρωίνη, κοκαΐνη, λαθραία τσιγάρα… Έχω δει κόσμο που ήρθε ως πολιτικός πρόσφυγας και κατέληξε “βαποράκι”. Γι’ αυτό η μόνη τους σωτηρία είναι οι χώρες της Ευρώπης. Δεν έχουν άλλη ελπίδα να γλυτώσουν τον κατήφορο. Διότι εκεί έχει δουλειές, εκεί έχει ψωμί. Και τι θα κάνουν, μόλις βρεθούν στην Ευρώπη; Ή σε πιτσαρία θα δουλέψουν ή σε γυράδικο. Κανείς δεν έχει ανοίξει τις αγκάλες του να καλωσορίσει τον πρόσφυγα, για να τον κάνει διευθυντή».

Ή ΠΙΤΣΑ Ή ΓΥΡΟΣ

Στην Κοπεγχάγη, ένας από τους νέους διοργανωτές του φεστιβάλ κουρδικών ταινιών μ’ έπιασε από το χέρι και μ’ έφερε σε μια πιτσαρία, λέγοντας:

«Αδερφέ, μάλλον θα πεινάς, το φεστιβάλ μας μπορεί να μην έχει πόρους, αλλά έχουμε χορηγούς».

Είχαν συμφωνήσει να δουλεύουν εδώ τα Σαββατοκύριακα και σε αντάλλαγμα να κερνάνε φαγητό στους προσκεκλημένους τους για το φεστιβάλ. Ο χορηγός-ιδιοκτήτης της πιτσαρίας μού φάνηκε γνώριμος. Κι εκείνος με παρατηρούσε, και λίγο αργότερα μου χαμογέλασε. Σηκώθηκα από το τραπέζι και πήγα κοντά του. Ήταν όντως ο Ιμπραχίμ που ήμασταν μαζί στη Φυλακή Νταβούτπασα. Μου ψιθύρισε στο αυτί: «εδώ με ξέρουν ως Κεμάλ», και μετά γύρισε στους νέους του φεστιβάλ και τους έδιωξε ευγενικά λέγοντας:

«Ο δάσκαλος είναι σε καλά χέρια, παιδιά, πάτε στη δουλειά σας».

Δεν το ήξερα ότι ο Ιμπραχίμ είχε φύγει στο εξωτερικό. Όταν μείναμε μόνοι, του ζήτησα να μου διηγηθεί την ιστορία του.

«Εδώ δεν έχω ταυτότητα, αυτό σού λέω μόνο. Έφτιαξα μια πλαστή και τα κουτσοβολεύω. Απορρίφθηκε η αίτησή μου για άσυλο και παραλίγο να απελαθώ. Το έσκασα κι από τότε ζω στην παρανομία».

Μετά φώναξε στον βοηθό του γελώντας:

«Μικρέ, κοίτα το φούρνο μην καούν οι πίτσες, αλλιώς θα κάψω εσένα».

Ύστερα άρχισε να αποκαλύπτει τα πάντα σιγά σιγά:

«Πρέπει να το είχες μάθει: Δικάστηκα ερήμην και καταδικάστηκα σε ισόβια κάθειρξη. Αν έμενα στη χώρα, σίγουρα θα μ’ έπιαναν. Αποφάσισα να φύγω. Συμφώνησα με έναν διακινητή στο Καντίκιοϊ. Δήθεν θα με πήγαινε στην Ελβετία. Ούτε καν ήξερα γιατί ήθελα να πάω εκεί. Νομίζω επειδή είχα ακούσει ότι φέρονταν καλά σε πολιτικούς πρόσφυγες. Τέλος πάντων, μεσάνυχτα περάσαμε τον Έβρο με βάρκα. Ήταν κρύα και βροχερή μέρα. Άκουσα γαβγίσματα. Μου είπε:

»“Μην κουνηθείς, περίμενε εδώ, έχει περιπολία”.

»Ξάπλωσα στις λάσπες και περίμενα χωρίς να βγάλω άχνα. Ο διακινητής με παράτησε κι έφυγε. Έμεινα ολομόναχος. Αν δεν ήταν στρατιώτες παραδίπλα, θα έβαζα τις φωνές και θα έτρεχα από πίσω του. Αφού περίμενα αρκετή ώρα στη λάσπη, άρχισα να μπουσουλάω. Από τις φωνές γύρω μου είχα καταλάβει ότι δεν ήμουν πια στην Τουρκία, αλλά δεν ήξερα τι να κάνω, πού να πάω. Λίγο παρακάτω είδα ένα χωριό. Νομίζω ότι ήταν ένα από τα παραμεθόρια. Είχα γεμίσει λάσπες παντού. Καθώς διέσχιζα το χωριό, με βρήκαν αστυνομικοί. Με πήγαν στο Τμήμα κι έτσι άρχισε η περιπέτειά μου στην Ελλάδα, που διήρκεσε σχεδόν έναν χρόνο. Με κράτησαν στο τμήμα σχεδόν είκοσι μέρες. Μετά μου έδωσαν ένα χαρτί και με άφησαν ελεύθερο. Είχα λίγα λεφτά πάνω μου. Άλλαξα ρούχα, αφού αγόρασα από μαγαζί με μεταχειρισμένα ένα παντελόνι, ένα πουκάμισο και ένα μπουφάν. Πήγα σε ξενοδοχείο, πλύθηκα, κοιμήθηκα, και ύστερα ήρθα στην Αθήνα. Δεν ήξερα κανέναν, δεν είχα δουλειά, και τα λεφτά μου λιγόστευαν, όσο περνούσε ο καιρός. Ήταν η καλή εποχή της Ελλάδας. Μπορούσες να βρεις καμιά δουλίτσα. Άρχισα να δουλεύω σε κεμπαπτζίδικο συμπατριώτη. Έμενα στο μαγαζί και έκανα τα πάντα, από μαγείρεμα και λάντζα μέχρι τουαλέτες καθάριζα. Έναν μήνα μετά, ενώ περίμενα να πάρω το μισθό μου, ο τύπος με έδιωξε. Κι όταν ζήτησα τα λεφτά μου, μου είπε: “έφαγες, ήπιες, κοιμήθηκες τζάμπα ‒ θες και λεφτά; Μην είσαι αχάριστος” και προσπάθησε να βγει από πάνω. Εξοργίστηκα, έκανα καβγά, αλλά και πάλι δεν μπόρεσα να πάρω τα λεφτά μου.

»Αφού κοιμόμουν σε πάρκα μερικές μέρες, βρήκα άλλη δουλειά σε πιτσαρία. Ο ιδιοκτήτης ήταν Αλβανός μετανάστης. Μου έδωσε χώρο για να κοιμάμαι. Μου πλήρωνε το μισθό τακτικότατα. Χάρη σ’ αυτόν έμαθα τη δουλειά και μάζεψα λεφτά για να πάω στην Ευρώπη. Όταν ανέβηκα στο κοντέινερ μιας νταλίκας και έφυγα από την Ελλάδα, δεν ήξερα ούτε πού βρίσκεται στο χάρτη η Δανία. Ήμουν εδώ πάνω από δέκα χρόνια, αλλά τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Επειδή δεν μου είχε δοθεί άσυλο, δούλευα ανασφάλιστος. Τα όνειρά μου να ανοίξω μαγαζί έγιναν συντρίμμια. Σίγουρα, όταν έφυγα από την Τουρκία το όνειρό μου δεν ήταν να ανοίξω πιτσαρία ή κεμπαπτζίδικο. Αλλά όταν είσαι πρόσφυγας, δεν έχουν καμία αξία τα προσόντα που απέκτησες, πριν έρθεις στην Ευρώπη. Γι’ αυτό και είναι πολύ περιορισμένες οι δουλειές που μπορείς να κάνεις. Ή πίτσα θα φτιάχνεις ή γύρο… Ή θα δουλεύεις ταξιτζής και θα λειώνεις στο τιμόνι, ή θα δουλεύεις πορτιέρης στα μπαρ και θα χαραμίζεις έτσι τη ζωή σου…»

Ο ΜΟΝΟΣ ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ ΤΟ ΡΙΧΝΕΙ ΣΤΟ ΠΟΤΟ

Πέρα από τα προβλήματα των μεταναστών πρώτης γενιάς, που πήγαν ως εργάτες σε χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, διαπίστωσα ότι οι πολιτικοί πρόσφυγες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Τουρκία λόγω διώξεων εναντίον των αντιφρονούντων κατέφευγαν ολοένα και περισσότερο στο αλκοόλ.

Η μοναξιά ήταν το πρώτο πράγμα για το οποίο παραπονέθηκε ο Σερχάτ, όταν συναντηθήκαμε στις Βρυξέλλες. Δεν νοσταλγούσε μόνο τη χώρα, αλλά κυρίως τις φιλίες που είχε εκεί. Αφού αναστέναξε βαθιά, άρχισε να διηγείται. Επαναλάμβανε ότι είχε βαρεθεί όλους και τα πάντα εδώ.

«Αν το καλοσκεφτείς, οι άνθρωποι είναι ίδιοι. Και οι εδώ, όπως και οι εκεί είναι άνθρωποι που έχουν σταθεί απέναντι στο σύστημα, έχουν αγωνιστεί. Όμως, για κάποιον λόγο, δεν καταφέρνω να τους εμπιστευτώ αρκετά».

Ο Σερχάτ είχε αποξενωθεί από τους ανθρώπους και δεν έβρισκε κανέναν τους αληθινό. Το είχε ρίξει στο ποτό. Άδειασε το ποτήρι και συνέχισε να μιλάει:

«Οι άνθρωποι χωρίς κοινό παρελθόν προσπαθούν να δημιουργήσουν μια κοινή βάση χάρη σε παρόμοιες ιστορίες φυγής και αναπτύσσουν παρέες εξ ανάγκης, αλλά αναπόφευκτα αυτές οι προσεγγίσεις εξαντλούνται πολύ γρήγορα. Διότι οι σχέσεις κρέμονται από μια κλωστή. Δεν έχει νόημα να περνάς τη ζωή σου με άσχετα άτομα από φόβο μη μείνεις μόνος. Έτσι κι αλλιώς, είσαι καταδικασμένος στη μοναξιά. Κι εγώ πρόσφυγας είμαι, αλλά το λέω ανοιχτά, δεν γουστάρω τους πρόσφυγες· προσπαθώ να αποστασιοποιηθώ από όλες αυτές τις σχέσεις, τους συλλόγους και την πολιτική, και να κάνω φιλίες με ανθρώπους της χώρας όπου ζω, αλλά ούτε αυτό γίνεται. Διότι δεν ταιριάζει ούτε η γλώσσα μας ούτε η κουλτούρα μας. Μόνο μια λύση μένει: να ξεχάσω. Όπως λέει ο Τανζού Οκάν: “Οι καλύτεροί μου φίλοι, το ποτό και το τσιγάρο, κι αυτοί με εγκατέλειπαν, όταν δεν είχα φράγκο”. Εγώ δεν δουλεύω για να αποκτήσω ωραίο σπίτι και αυτοκίνητο στη μεγαλούπολη. Δουλεύω για να πίνω τα βράδια και να ξεχάσω. Πίνω και σβήνονται από τα μάτια μου όλα όσα βλέπω καθημερινά. Ξέρω ότι είναι σαν τζόγος. Παρόλο που έχω επιλέξει τη μοναξιά, πίνω για να ξεπεράσω τη μοναξιά. Αν δεν πιω, θα τρελαθώ. Για να μην τρελαθώ, πίνω. Έχω άδικο; Πες μου εσύ…»

Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΘΕΛΕΙ ΚΑΛΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ

Στη Γερμανία, η Κολωνία είναι πόλη που ελκύει τους πολιτικούς πρόσφυγες, όπως το Βερολίνο. Λίγες μέρες αφότου έφτασα στην Κολωνία, κανόνισα να συναντηθώ σε ένα καφέ με τον Χακάν. Ήξερα ότι, αφού το έσκασε από την Τουρκία, παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά. Αναρωτήθηκα γιατί συναντιόμασταν έξω, και όχι στο σπίτι. Μόλις άρχισε να μιλάει, όμως, κατάλαβα ότι δεν θα απορούσα για πολύ ακόμα.

«Ίσως δεν το ξέρεις, αλλά πήραμε διαζύγιο» είπε.

Μετά άρχισε να επεξηγεί:

«Στην πραγματικότητα, αναγκαστήκαμε να πάρουμε διαζύγιο. Το σκεφτήκαμε αρκετά και το υπολογίσαμε. Εγώ επισήμως φαίνομαι άνεργος. Και η γυναίκα μου δεν δουλεύει. Έχουμε και δυο παιδιά. Παίρνουμε διάφορα κοινωνικά βοηθήματα, αλλά περικόπτονται, επειδή δεν πάω στις δουλειές που μου βρίσκει το γραφείο ανεργίας. Μάθαμε ότι τα βοηθήματα θα αυξάνονταν σημαντικά, αν η μάνα ήταν διαζευγμένη. Έτσι, νοίκιασα άλλο σπίτι δυο δρόμους παραπέρα. Συνεχίζουμε να πληρώνουμε νοίκι και για το άλλο. Παρ’ όλα αυτά, μας μένουν στο χέρι περισσότερα λεφτά. Διότι η γυναίκα μου δεν πληρώνει πια φόρους, μειώθηκαν και οι δαπάνες για ασφάλιση. Υπάρχουν και ιδρύματα που παρέχουν επιπλέον βοήθεια για γυναίκες που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους. Επωφελούμαστε και από αυτά. Αν με πιάσουν στο σπίτι της, θα σκεφτούν ότι δεν έχουμε χωρίσει πραγματικά, και τότε θα μπλέξουμε. Γι’ αυτό πάω σπίτι κρυφά τις νύχτες. Το πρωί φεύγω πολύ νωρίς. Δεν αφήνω εκεί τα πράγματά μου. Ακούσαμε ότι οι υπάλληλοι της Πρόνοιας στις επισκέψεις τους σημειώνουν μέχρι και τις οδοντόβουρτσες».

Βρήκα πολύ ενδιαφέροντα αυτά που έλεγε ο Χακάν. Αλλά είχα ακούσει κατά καιρούς από άλλους πρόσφυγες φίλους και διάφορους άλλους τρόπους οικονομικής επιβίωσης, όπως η δική του ιστορία διαζυγίου. Για παράδειγμα, ο Αλί Εκμπέρ μού είχε πει ότι η γυναίκα του παραιτήθηκε από τη δουλειά της, για να μειώσουν το φόρο εισοδήματος που πλήρωναν. Έτσι, δεν χρειάζονταν πια άτομο για να φυλάει τα παιδιά κι έκαναν οικονομία. Όταν η γυναίκα δεν δουλεύει, όλο το βάρος πέφτει στον άντρα, και μειώνεται η συνολική φορολογική επιβάρυνση. Αφού δεν υπήρχε πια και η δαπάνη για μπέιμπι σίτερ, ο οικογενειακός προϋπολογισμός είχε αυξηθεί αρκετά. Βέβαια, υπήρχαν και τα μειονεκτήματα. Η γυναίκα του Αλί Εκμπέρ, επειδή ήταν συνηθισμένη να δουλεύει, όταν έμεινε στο σπίτι, κόντεψε να τρελαθεί. Ήταν πολύ πιο έντονοι οι καβγάδες και η δυσφορία μεταξύ τους. Ο Αλί Εκμπέρ, εκνευρισμένος, σχολίασε:

«Εντάξει, έφτιαξαν τα οικονομικά μας, αλλά με τα επιπλέον λεφτά δεν μπορούμε να αγοράσουμε την υγεία μας και την ηρεμία μας…»

Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΣΕ ΚΑΝΕΙ ΣΟΦΟ

Όταν πέρασα τα σύνορα μετά τις αλλεπάλληλες καταδίκες μου, συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά τα μαθήματα προσφυγιάς είχαν βρει τη θέση τους στο μυαλό μου. Ναι, όπως όλοι οι πρόσφυγες, κι εγώ θα άφηνα πίσω μου όλα όσα είχα αποκτήσει στη ζωή μου και θα έμπαινα στον αγώνα έχοντας ήδη δεχτεί γκολ. Όπως όλοι οι πρόσφυγες, κι εγώ θα έτρωγα ό,τι έβρισκα, ασχέτως τι θα περίμενα. Όπως όλοι οι πρόσφυγες, περνώντας τα σύνορα, κι εγώ θα ξυπνούσα σε μια χώρα όπου δεν θα ήξερα τη γλώσσα της και θα αισθανόμουν αγράμματος. Χωρίς αλληλεγγύη από γνωστούς μου, ποιος ξέρει τι θα αναγκαζόμουν να υποστώ για να επιβιώσω. Πότε πότε, θα κατέφευγα στο ποτό, για να νικήσω τη μοναξιά, και ίσως σε κομπίνες. Όμως, το σημαντικότερο ήταν πως, όταν θα βρισκόμουν σε ξένο τόπο, όλα αυτά θα τα ήξερα ήδη. Και στο τέλος, αν με ρωτούσε κανείς: «ποιος είναι σοφότερος, αυτός που έχει κάνει πολλή φυλακή ή αυτός που το ’χει σκάσει από τη χώρα;» η απάντησή μου θα ήταν ανεπιφύλακτα:

«Είναι σοφότερος αυτός που το ’χει σκάσει».

Διότι θα είχα αποκτήσει τόσες γνώσεις μόνο χάρη στις διηγήσεις όσων αναγκάστηκαν να δραπετεύσουν από τη χώρα πριν από εμένα, και θα πατούσα πιο γερά στα πόδια μου χάρη στα μαθήματα προσφυγιάς που μου έδωσαν χωρίς να το αντιληφθούν.