Πήγα στο συλλαλητήριο της 4ης Φεβρουαρίου 2018, βασικά επειδή πηγαίνω σε όλες τις μεγάλες συγκεντρώσεις που λαμβάνουν χώρα στο κέντρο της πρωτεύουσας από μία διάθεση σπουδής του λαού που συμμετέχει σε αυτές. Όπως ο νιτσεϊκός δαίμων καλούσε στην κατάφαση των χθόνιων αξιών, σε έναν amorem fati μακριά από τις σειρήνες του υπερβατικού, οσοδήποτε ματαίως επαναλαμβανόμενη κι αν είναι αυτή η γήινη ζωή που μας δόθηκε, έτσι ένας νεοελληνικός δαίμων με προκαλεί διαρκώς να δοκιμάζω την εξίσου χθόνια αγάπη μου για τον λαό, οσηδήποτε ευτέλεια κι αν αντικρίζω ως μια συλλογική αντανάκλαση του εαυτού μου. Στο κείμενο αυτό θα ήθελα να κοινοποιήσω εντυπώσεις από αυτή μου τη σπουδή που κράτησε μερικές ώρες και ορισμένες σκέψεις που προέκυψαν από τις συζητήσεις που ακολούθησαν στις επόμενες ημέρες.

Η πρώτη εντύπωση δεν μπορούσε παρά να είναι η πελώρια ελληνική σημαία, που δέσποζε στη μέση της Πλατείας Συντάγματος, ένα ύφασμα πολλών τετραγωνικών μέτρων ανηρτημένο σε έναν γερανό. Η σκηνή είχε κάτι από ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου: Αφενός γιατί ο νωχελικός κυματισμός του κολοσσιαίου υφάσματος είχε τον αργόσυρτο ρυθμό μιας εικαστικής τελετουργίας, όπου το κιτς συναρμοζόταν με το μυσταγωγικό, αναδίδοντας ένα θυμίαμα νεοελληνίλας. Και αφετέρου γιατί η αρχέγονη εθνική ταυτότητα διαμεσολαβείτο από τη νεωτερικότητα του τεχνολογικού μηχανήματος που αφηνόταν ορατό και δεν κρυβόταν από το βλέμμα. Παρέπεμπε έτσι σε μία μεταμοντέρνα εννοιολογική τέχνη που προτίθεται να αποκαλύψει τους τεχνικούς παράγοντες της κατασκευής του αισθητικού αποτελέσματος. Ακόμη και χρωματικά το χτυπητό κίτρινο του γερανού έκανε μία ερεθιστική αντίστιξη προς το πραϋντικό γαλανόλευκο του εθνικού συμβόλου. 
 
            Μου αρκούσε να δω τη σημαία αυτή για να επιβεβαιώσω αυτάρεσκα στον εαυτό μου την «ταυτότητά» μου ως «αριστερού». Αν, τουλάχιστον, θεωρηθεί ότι «αριστερός είναι αυτός που πήγε στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία και δεν του άρεσε», για να παραφράσω το γνωστό θυμόσοφο ρητό για τον ανδρισμό (που από πολλούς μπορεί να κριθεί ως σεξιστικό και ομοφοβικό ή, αντιστρόφως, ως αποκαλύπτον μια αντι-ουσιοκρατική εξοικείωση των Ελλήνων με την ερωτική διαλεκτική). Πράγματι, υπήρχε κάτι στο ύφος του συλλαλητηρίου που δεν μου πήγαινε αισθητικά, οι αυτοδικαιωτικές τσιρίδες τηλεντελάλη στα μικρόφωνα, το βλέμμα ματαιωμένου εθνικιού στα πρόσωπα πολλών ηλικιωμένων, οι βετεράνοι λοκατζήδες που ασκούσαν το έργο της περιφρούρησης με στρατιωτική περιβολή που θα λιμπιζόταν κι ο Πάνος Καμμένος, η εντυπωσιακή πληθώρα παπάδων, μοναχών και καλογραιών. (Να σημειώσω εδώ ότι δεν έχω πρόβλημα με τους παπάδες, έχω και φίλους παπάδες, αρκεί να προκαλούν! Εννοώ ότι το ράσο ήταν θεαματικά απόν σε προηγούμενες κινητοποιήσεις με κοινωνικά αιτήματα. Εκεί ήταν που θα περίμενα πρωτίστως τον κλήρο να συμμετάσχει επωμιζόμενος τα βάσανα του λαού του, να προκαλέσει την εξουσία και όχι σε ένα συλλαλητήριο με εθνικό πρόσημο που επιβεβαιώνει απλώς την Εκκλησία ως έναν κύριο ταυτοτικό μηχανισμό, έναν στατικό και ουσιοκρατικό, δηλαδή, χαρακτήρα της. Δεν με πείραξε δηλαδή η παρουσία κληρικών και μοναχών στο συλλαλητήριο, που τη θεωρώ θεμιτή, αυτό που με πείραξε είναι η εκκωφαντική απουσία τους σε όλες τις άλλες διαδηλώσεις, αυτές του κοινωνικού χαρακτήρα. Παρεμπιπτόντως, να σημειώσω ότι περικεφαλαίες και σάρισες υπήρχαν λιγότερο από όσο θα περίμενε κανείς, πολύ πιο εντυπωσιακή από τις επίκαιρα αποκριάτικες αυτές εξαρτήσεις ήταν η πληθώρα του απλού μαύρου ράσου).

Κι αν ο εθνολαϊκισμός δεν υπάρχει, καταφέραμε να τον επιτελέσουμε
           
Η σημειολογία θέλει να υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες συγκεντρώσεων στο Σύνταγμα: Οι μεν στρέφονται προς τη Βουλή. Οι δε έχουν τη εξέδρα τους στο κάτω μέρος της Πλατείας, οπότε οι παρευρισκόμενοι μοιραία στρέφουν την πλάτη τους προς το Κοινοβούλιο και κοιτάζουν προς τα κάτω. Διαδηλώσεις, όπως οι «Αγανακτισμένοι» και οι «Παραιτηθείτε» κοιτούν προς τη Βουλή με αίτημα την ανατροπή του κοινοβουλευτικού κατεστημένου. Συγκεντρώσεις, όπως η λαοσύναξη του Αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου και το συλλαλητήριο για το Μακεδονικό έχουν την εξέδρα τους στο κάτω μέρος της πλατείας και οι παρευρισκόμενοι στρέφουν την πλάτη τους στο Κοινοβούλιο.

Η σημειολογία δεν έχει άδικο. Το συλλαλητήριο της 4/2 ήταν μία συγκέντρωση κατ’ εξοχήν «ταυτοτική». O κόσμος που συμμετείχε ήταν περισσότερο λαϊκός, αρκετά ηλικιωμένος, ενίοτε με μια εσάνς από λούμπεν ελληναριάτο, για να παραφράσουμε τον μαρξιστικό όρο. Ήταν κόσμος που ήθελε να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του περισσότερο μέσα από την επιμονή του να συνεχίσει να ταυτίζεται με μία συκοφαντημένη ως παρωχημένη ταυτότητα παρά να ανατρέψει επαναστατικά. Μπορεί να παρατηρήσει μάλιστα κανείς ότι από τη μεριά του πλήθους έλειπαν οι ιαχές και τα συνθήματα, ο λαός ήταν πιο υποτονικός σε σχέση τόσο με τα συλλαλητήρια του 1992, όσο και με τις συγκεντρώσεις των Αγανακτισμένων. Σκοπός του ήταν περισσότερο να παρίσταται, να κάνει επίδειξη ταυτοτικής ισχύος με τον απλό χωρικό παράγοντα της μάζας του, παρά να φωνάξει. Ο παρών λαός ήταν περισσότερο η σιωπηλή παρουσία μιας μάζας που δεν αντιπροσωπεύεται στα μίντια ή υποεκπροσωπείται στα σόσιαλ μίντια και τις ατέρμονες διενέξεις του φεϊσμπουκαφενέ, υπάρχει, όμως, και με την ψήφο της καθορίζει τις κυβερνήσεις και τα δημοψηφίσματα. Αν συγκρίνει κανείς τους συμμετέχοντες στο συλλαλητήριο της 4/2 με τις μεγάλες συσπειρώσεις των Αγανακτισμένων, θα μπορούσε να μιλήσει για ένα κοινό πιο ηλικιωμένο, πιο ανδροκρατούμενο, με μεγαλύτερη γειτνίαση στην Εκκλησία. Ένα κοινό εξαιρετικά πολυπληθές· οι 140.000 που έδωσε η Ελληνική Αστυνομία δέον να θεωρηθεί ως το μίνιμουμ· χωρίς να μπούμε στη λογική της ακριβούς καταμέτρησης θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο γενικώς για μερικές εκατοντάδες χιλιάδες, χωρίς από την άλλη να φτάσουμε τους «ηροδότειους» αριθμούς του ΣΚΑΙ.

Θα επιθυμούσα να επιστήσω την προσοχή σε ορισμένους διφυείς χαρακτήρες του κοινού αυτού. Το εντυπωσιακά πολυπληθές αυτό κοινό που από την άποψη του αριθμού υπερβαίνει τη λαοσύναξη του Χριστόδουλου και είναι συγκρίσιμο με τις μεγάλες συγκεντρώσεις των Αγανακτισμένων ανήκει κυρίως στη Δεξιά, ανήκει, όμως, και στον κόσμο του ΟΧΙ του 2015. Από τη μια, θα μπορούσε να πει κανείς ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία συσπείρωση οπαδών της Δεξιάς από τη Χρυσή Αυγή ως τη Λαϊκή Δεξιά και τη Νέα Δημοκρατία με λίγους παρευρισκόμενους της πατριωτικής Αριστεράς να αποτελούν την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Από την άλλη, όμως, δέον να ειπωθεί επίσης ότι οι συμμετέχοντες στο συλλαλητήριο ανήκαν στην πλειονότητά τους, σύμφωνα με σχετικές μελέτες, και στον κόσμο του ΟΧΙ του 2015. Οι άνθρωποι που είχαν ψηφίσει ΝΑΙ στο δημοψήφισμα του 2015 αποτελούσαν μία μικρή μειονότητα στο συλλαλητήριο, ενώ υπήρχαν πολλοί που είχαν απόσχει από το δημοψήφισμα του 2015, έδωσαν, όμως, το παρόν στην πλατεία του Συντάγματος την περασμένη Κυριακή.

Μια άλλη αμφισημία που μπορούμε να εντοπίσουμε είναι η εξής: Αφενός η επιτέλεση εθνικής ταυτότητας με μια επίδειξη αριθμητικής ισχύος στο Σύνταγμα έχει οπωσδήποτε ως σκοπό την ταυτοτική κατίσχυση έναντι ενός ασθενέστερου άλλου, εν προκειμένω του κράτους της Π.Γ.Δ.Μ., που θεωρείται προκλητικό μες στην αδυναμία του. Ωστόσο, τα συλλαλητήρια αποτελούν αντίδραση σε μία εξωγενή πρόκληση, ήτοι στην απόφαση του διεθνούς παράγοντα να λυθεί άμεσα το θέμα της ονομασίας, με ζητούμενο την ένταξη της Π.Γ.Δ.Μ. στο ΝΑΤΟ μέσα στο καλοκαίρι και μακροπρόθεσμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν επρόκειτο, λοιπόν, για μία εν κενώ απόφαση μιας μάζας ανθρώπων να αυτοπροσδιοριστεί ταυτοτικά. Οι άνθρωποι που συγκεντρώθηκαν είχαν την αίσθηση ότι αντιδρούν σε μία έξωθεν της Ελλάδας ειλημμένη απόφαση και ότι η στάση τους αποτελεί αντίσταση σε μια εκτός Ελλάδας ισχυρή εξωτερικότητα. Αυτό σημαίνει μια ορισμένη διφυία στην πολιτική υποκειμενικότητα του συλλαλητηρίου. Αφενός έχουμε να κάνουμε με μια διαφήμιση ισχύος που μέσω της μαζικής προσέλευσης προσπορίζει αυτοπεποίθηση δύναμης έναντι ασθενεστέρων, είτε πρόκειται για εσωτερικούς αντίπαλους, είτε για το εξωτερικό αδύναμο κράτος της Π.Γ.Δ.Μ. Αφετέρου πρόκειται και για μια διάθεση αντίστασης απέναντι σε επιταγές ισχυρών διεθνών παραγόντων εξωγενών προς την Ελλάδα, που προκαλούν πρώτες αυτές τη νέα ανάδυση του ζητήματος. Συνήθως, βέβαια, τα δύο αυτά στοιχεία, επίδειξη ταυτοτικής πυγμής και αίσθηση αντίστασης συνυπάρχουν στη Λαϊκή Δεξιά και την Ακροδεξιά ως δύο σημαντικές ταυτοτικές συνιστώσες του ίδιου γεγονότος. Ακόμη και τα φασιστικά και ναζιστικά αρχέτυπα, αν πρέπει να κάνουμε ένα argumentum ad Hitlerum, διέθεταν τον συνδυασμό πυγμής και αντίστασης. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι στη μεγάλη μάζα των συμμετεχόντων, πέρα από αυτούς που έσπευσαν να καπηλευθούν το γεγονός, είτε από τον χώρο της Χρυσής Αυγής, είτε από αυτόν της Νέας Δημοκρατίας, η στάση που πρυτάνευσε ήταν αυτή της επίδειξης ταυτοτικής συνοχής, ένα «είμαστε εδώ» και όχι μία διάθεση άμεσης ανατροπής, όπως ήταν η διάθεση όσων προσπάθησαν να καπηλευτούν τη μαζική παρουσία του πλήθους.

Κατά μία έννοια θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το συλλαλητήριο της 4/2 επιτέλεσε την κατηγορία των φιλελευθέρων για «εθνολαϊκισμό». Και λέω την επιτέλεσε, γιατί θεωρώ ότι η φιλελεύθερη αυτή κατηγορία ήταν άδικη, ανυπόστατη και εκ του πονηρού, όταν διατυπώθηκε ενάντια είτε στους Αγανακτισμένους του 2011, όπου υπήρχε μία σαφής διάκριση και αντίθεση ανάμεσα στην «Πάνω» και στην «Κάτω Πλατεία», είτε στους οπαδούς του ΟΧΙ που είχε έναν σαφή διεθνιστικό προσανατολισμό με πανευρωπαϊκή εμβέλεια. Τελικά πάντως η έωλη κατηγορία του εθνολαϊκισμού που χρησιμοποιείται από το φιλελεύθερο κονσένσους για να τσουβαλιάσει τους πάντες από τον Ντόναλντ Τραμπ και την Τερέζα Μέι έως τον Μπέρνι Σάντερς και τον Τζέρεμι Κόρμπιν, στο Σύνταγμα, στις 4/2 επιτελέστηκε επιτέλους και δικαίωσε εκ των υστέρων τους κακοπροαίρετους εμπνευστές της. Πράγματι από το Σύνταγμα της 4/2 έλειπε η διεθνιστική προοπτική. Αυτό που υπήρχε ήταν η ταυτοτική επίδειξη ισχύος του έθνους. Υπήρχε, όμως, ταυτοχρόνως και μία έννοια λαού, ήτοι μια αίσθηση των συμμετεχόντων ότι είναι ενάντια στις ελίτ της Ελλάδας καθώς επίσης και ενάντια στον διεθνή παράγοντα που επιθυμεί να δώσει άνωθεν λύση ερήμην του ελληνικού λαού. Είναι αυτός ο διφυής χαρακτήρας που επιτρέπει να μιλάμε για εθνο-λαϊκισμό στη συγκέντρωση της 4/2. Οι σωματικώς παρευρισκόμενοι επιτελούσαν έθνος, επικεντρούμενοι στην καθαρότητα της εθνικής συνοχής και στην ισχύ της έναντι του εθνικώς άλλου. Επιτελούσαν, όμως, ταυτόχρονα και «λαό», καθώς θεωρούσαν ότι ίστανται ενάντια σε ελίτ του εσωτερικού και του εξωτερικού που προσπαθούν να επιβάλουν μία άνωθεν ειλημμένη λύση. Πολλοί από τους παρευρισκόμενους μάλιστα θα θεωρούσαν τη στάση τους ως μία συνέχεια του ΟΧΙ του 2015, παρά το γεγονός ότι το τελευταίο διέθετε έναν διεθνιστικό και ευρωπαϊστικό προσανατολισμό που έλειπε από την 4/2, αν εξαιρέσει κανείς μία σύντομη αναφορά του Μίκη Θεοδωράκη στην «πατρίδα που σέβεται και αγαπά όλες τις πατρίδες του κόσμου» και στον αυτοπροσδιορισμό του ως «πατριώτη διεθνιστή».

Έχει γίνει η Αριστερά ελίτ;
 
Το ερώτημα που μπορεί να τεθεί είναι ποια μπορεί να είναι η θέση της Αριστεράς όταν τρόπον τινά επιτελείται με καθυστέρηση ένας εθνολαϊκισμός, για τον οποίο μέχρι πρότινος η ίδια κατηγορείτο. Θα προσπαθήσω να διατυπώσω ορισμένα παραδείγματα προς αποφυγή και στη συνέχεια κάποιες καταφατικές απαντήσεις στο ερώτημα. Αν το συλλαλητήριο της 4/2 τρόπον τινά επετέλεσε τον εθνολαϊκισμό, ακόμη και πολύ εκ των υστέρων ως προς τις αιτιάσεις των φιλελευθέρων, τότε η Αριστερά θα ήταν καλό να αποφύγει να προσφέρει έναν καθρέφτη ενώπιον του οποίου η συλλαλητηριακή υποκειμενικότητα θα μπορούσε ακριβώς να αναγνωρίσει τον εαυτό της ως τέτοιο. Εννοούμε ότι η Αριστερά πρέπει να αποφύγει μία ελιτίστικη απαξίωση της πλεμπάγιας, η οποία θα παρέπεμπε σε μία επανάληψη της περιφρόνησης με την οποία οι φιλελεύθεροι αντιμετώπισαν τους Αγανακτισμένους του 2011 και το ΟΧΙ του 2015.

Ο κίνδυνος μιας ατυχούς «φιλελεδοποίησης» της Αριστεράς είναι υπαρκτός. Καλώς ή κακώς είναι ένα κόμμα ριζοσπαστικής αριστερής προέλευσης, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αυτό που αυτή τη στιγμή εφαρμόζει τα μνημόνια, εγγυάται την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, νέμεται την εξουσία και αποτελεί τον οιονεί κληρονόμο του προτάγματος του εκσυγχρονισμού. Ο αλά Σύριζα εκσυγχρονισμός είναι βέβαια ένας ιδιότυπος εκσυγχρονισμός με πολλές λαϊκές αναφορές και με ένα εκ των ένδον αντιστασιακό αφήγημα, αυτό ακριβώς, όμως, τον καθιστά τον «εκσυγχρονισμό που θα μπορούσε να αντέξει ο Νεοέλληνας», τον «εκσυγχρονισμό που μας αξίζει». Είναι, εξάλλου, δομικό στοιχείο της παγκοσμιοποιημένης ΤΙΝΑ (There Is No Alternative= Δεν Υπάρχει Εναλλακτική) σήμερα ότι τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο των σύγχρονων (μετα-)δημοκρατιών δεν τις εφαρμόζουν οι φιλελεύθεροι ή οι πιο ελιτιστές δεξιοί, οι οποίοι αδυνατούν να εκλεγούν, αλλά ακριβώς αριστεροί ή ακροδεξιοί που εκλέγονται και μετά αναγκάζονται να προσαρμοστούν. Αν κάνουμε το διανοητικό πείραμα να σκεφτούμε πώς βλέπουν την Αριστερά οι συγκεντρωμένοι στο Σύνταγμα «μακεδονομάχοι», -ένα μεγάλο μέρος τους τουλάχιστον-, θα μπορούσαμε να πούμε ότι βλέπουν την Αριστερά σαν μία συνέχεια με τον φιλελευθερισμό και τον εκσυγχρονισμό. Ειδικά λόγω της κατάληψης της εξουσίας από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στα μάτια των «μακεδονομάχων» η Αριστερά είναι ταυτισμένη με τον φιλελευθερισμό στον διεθνισμό της, έχει κληρονομήσει από το σημιτικό ΠΑ.ΣΟ.Κ. το εκσυγχρονιστικό πρόταγμα («εκσυγχρονισμός με ΠΑ.ΣΟ.Κ., εκσυγχρονισμός με ΣΥ.ΡΙΖ.Α.», όπως θα λέγανε και τα φεϊσμπουκικά μιμίδια) και προδίδει το έθνος για χάρη του ευρωπαϊκού και φιλοδυτικού προσανατολισμού. Αν η Αριστερά μοιάζει με ελίτ, κινείται σαν ελίτ, μιλάει σαν ελίτ, τότε είναι ελίτ (για να παραφράσουμε τη γνωστή παπαχελληνικούρα), τουλάχιστον στο φαντασιακό των μακεδονομάχων που επιτελούνται ως αντι-ελίτ εθνολαϊκό υποκείμενο.

Στο πλαίσιο αυτό θα ήθελα να υποδείξω ορισμένες κατά τη γνώμη μου ατυχείς πιθανές στάσεις. Μία από αυτές θα ήταν να θεωρηθεί το συλλαλητήριο της 4/2 απλώς και μόνο ως μια μεγάλη συσπείρωση της ευρείας Δεξιάς. Το τελευταίο μπορεί εν πολλοίς να ισχύει, όμως πρέπει να θυμόμαστε αφενός ότι μέσα στη συσπείρωση της 4/2 υπάρχει ένα μεγάλο μέρος που τροφοδότησε τους Αγανακτισμένους και, κυρίως, το 62 τοις εκατό του ΟΧΙ. Θα ήταν τελείως άχαρο ειδικά η συριζαϊκή Αριστερά που δόξασε το λαϊκό μεγαλείο της αντίστασης με Αγανακτισμένους και το ΟΧΙ τώρα να λαμβάνει τη θέση της ελίτ ενάντια στους πλεμπαίους. Το τελευταίο βέβαια δεν ισχύει για όσους συνειδητοποιημένους Αριστερούς είχαν εξαρχής αντίθετα προς τη συριζαϊκή γραμμή δείξει δυσπιστία προς τις μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις του 2011 και του 2015 και είχαν επιμείνει σε ζητήματα αρχών τελείως ανεξάρτητα από την παροδική λαϊκή κινητοποίηση. Αν εξαιρέσουμε τους συνειδητοποιημένα αντι-λαϊκιστές Αριστερούς, είναι αντιφατικό τη μία φορά η Αριστερά να δοξάζει την «προσυμβαντική συνθήκη» (pré-événementielle) κατά τον όρο του Αλαίν Μπαντιού του 62 τοις εκατό, και από την άλλη να λοιδορείται ένα λαϊκό υποκείμενο, μέρος του οποίου είχε τροφοδοτήσει την ίδια «προσυμβαντική συνθήκη». Και, βεβαίως, το γεγονός ότι φασίστες χρησιμοποίησαν τα συλλαλητήρια σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα για να βάλουν φωτιά στην κατάληψη Libertatia, για να επιτεθούν στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο «Εμπρός», ενώ δυνάμεις των ΜΑΤ επιτέθηκαν στα γραφεία του ΝΑΡ, είναι κάτι που πρέπει να τονίζεται με κάθε τρόπο για να καταφαίνεται πώς οι μαζικές εθνικιστικές συγκεντρώσεις εργαλειοποιούνται από τον φασισμό. Από την άλλη, δεν πρέπει αυτή η αναγκαία υπόμνηση να μετατραπεί σε ένα αριστερό αντίστοιχο του φιλελέ «ναι, αλλά για τη Μarfin δεν λέτε τίποτα». Δέον να θυμόμαστε ότι το πλήθος των «Μακεδονομάχων» αυτοκατανοείται ως αντι-ελίτ, σε ορισμένες δε περιπτώσεις έχει ασμένως αναλάβει το εκ φιλελευθέρων εκπορευόμενο σημαίνον του «εθνολαϊκισμού» και το πανηγυρίζει. Πρόκειται για ένα πλήθος σε αναζήτηση ελίτ στην οποία να αντιδρά και, καλώς ή κακώς, αυτή τη στιγμή είναι η Αριστερά που προσφέρεται ως μια παρόμοια υποψήφια ελίτ και όχι οι φιλελεύθεροι.

Παρομοίως, είναι αλήθεια ότι η επιτέλεση έθνους έχει ανάγκη από τον ασθενέστερο άλλο, ώστε να επιτύχει την ταυτοτική συγκρότηση. Είναι, ωστόσο, σημαντικό να σημειωθεί επίσης ότι είναι οργανικό στοιχείο της αμερικανικής, όπως και της αγγλικής πριν από τους Αμερικανούς, εξωτερικής πολιτικής το να εργαλειοποιείται ο συγκριτικά αδύναμος μιας περιοχής, ώστε να χρησιμεύει ως μοχλός πίεσης των συγκριτικά ισχυροτέρων. Το «Μακεδονικό» δεν ετέθη ως πρόβλημα αυτή τη στιγμή, επειδή αποφάσισε η ελληνική Δεξιά να συγκροτηθεί σε ένα νέο πολιτικό υποκείμενο. Είναι ο αμερικανικός παράγοντας αυτός που κυρίως θέλει να επιλύσει το «Μακεδονικό» για δύο κυρίως λόγους: Ο πρώτος είναι η άμεση ένταξη της Π.Γ.Δ.Μ. στο ΝΑΤΟ, η οποία θα διευκολύνει μια μεγάλη νατοϊκή παρουσία στη χώρα στο πλαίσιο της γενικότερης σύγκρουσης με τη Ρωσία. Η παρουσία αυτή ήδη υπάρχει και μια μελλοντική ένταξη στο ΝΑΤΟ δεν είναι ο μοναδικός τρόπος της, όμως είναι σημαντική η επίλυση του ονόματος, ώστε η Π.Γ.Δ.Μ. να τεθεί οριστικά στη νατοϊκή- αμερικανική σφαίρα επιρροής, και να μην παλαντζάρει μεταξύ Αμερικανών και Ρώσων. Η επίλυση του ονόματος σχετίζεται επίσης με τις εσωτερικές σχέσεις Σλαβομακεδόνων και Αλβανών, οι οποίες χρειάζεται να λυθούν για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του μικρού και επισφαλούς κράτους. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αποτελεί πάγια τακτική της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής να ποντάρει στον αδύναμο μιας περιοχής, ώστε να μπορεί να παρεμβαίνει. Αυτή τη στιγμή, οι Αμερικανοί εργαλειοποιούν κυρίως τους Αλβανούς και δευτερευόντως τους Σλαβομακεδόνες, πράγμα που μπορεί να φαίνεται αντιφατικό, εμπεριέχεται, ωστόσο, στην πάγια στρατηγική μιας μεγάλης δύναμης να στηρίζεται σε δύο τουλάχιστον μικρούς παίκτες αντί για έναν. Η ύπαρξη ενός «μακεδονικού» έθνους-κράτους δημιουργεί στις Η.Π.Α. τη μακροπρόθεσμη δυνατότητα να παρεμβαίνουν στην περιοχή κατά βούληση, υποδαυλίζοντας έναν πιθανό αλυτρωτισμό, αλλά κυρίως έχοντας ένα μελλοντικό χαρτί πίεσης και εκβιασμού τόσο ως προς εμάς, όσο και ως προς τους Βουλγάρους, και λιγότερο και ως προς τους Σέρβους, και αυτό μακροπρόθεσμα. Υπό την έννοια αυτή κατά τη γνώμη μου ο «μαξιμαλισμός οπισθοφυλακής» που προτείνει ως αίτημα το συλλαλητήριο της 4/2, ήτοι να μην περιέχεται το όνομα «Μακεδονία» καθόλου στο όνομα της γείτονος χώρας είτε απλώς είτε εν συνθέσει, μπορεί μεν να είναι μια στάση συντηρητική ή ενδεχομένως ακόμη και εθνικώς επιζήμια, -για λόγους που μπορεί να συζητηθούν εκτενώς αλλού, όχι στο παρόν σημείωμα-, όμως δεν είναι ένα αίτημα εγγενώς παράλογο, παραληρηματικό ή εκτός διαβούλευσης. Η Αριστερά δεν μπορεί να ξεμπερδέψει εύκολα με το να χαρακτηρίσει ένα παρόμοιο αίτημα ως απλά εκπορευόμενο από φασίστες. Η απάντησή της οφείλει να είναι με επιχειρηματολογία σε άξονες, όπως «πόσο ωφέλιμο ή επιζήμιο για την Ελλάδα είναι το αίτημά σας» (το οποίο δεν το θίγουμε στο παρόν σημείωμα, παρά μόνο παρεμπιπτόντως) και όπως «ποια είναι η νέα πολιτική υποκειμενικότητα που συγκροτείτε μέσα από αυτό το αίτημα». Ως προς το τελευταίο, που αποτελεί και το θέμα του παρόντος σημειώματος, δέον να τονιστεί ότι οι σύγχρονοι «μακεδονομάχοι» αντιλαμβάνονται εαυτούς ως μια «αντιστασιακή» υποκειμενικότητα και αυτό είναι που μπορεί να τους εμφανίζει ως μια συνέχεια μαζικών κινημάτων, όπως οι Αγανακτισμένοι ή το ΟΧΙ, παρ’ όλο που τα δύο τελευταία στη δική μου ανάγνωση δεν ήταν «εθνολαϊκά». Η αυτοσυνείδηση των «μακεδονομάχων» είναι ότι πρόκειται για ένα κίνημα αντιδραστικό (με τη διπλή σημασία του όρου, αν θέλετε) σε μία άνωθεν εκπορευόμενη λύση και μόνο κατά αντίδραση ταυτοτικό. Το γεγονός ότι ο αντίπαλος είναι ασθενέστερος (Π.Γ.Δ.Μ.), πέρα από το να υποδαυλίζει μία περαιτέρω αγανάκτηση για το «ποντίκι που βρυχάται», επισκιάζεται από το γεγονός ότι η βασική μάχη είναι ενάντια στις ελίτ, που θεωρούνται ως ένας συνασπισμός φιλελευθέρων και αριστερών κοσμοπολιτών, οι οποίες ελίτ συνηθίζουν να εργαλειοποιούν έναν εθνικό ή κοινωνικό αδύναμο για την προώθηση των συμφερόντων τους.

Το celebrating & undermining του Μίκη
 
Η αντιδραστική και οιονεί «αντιστασιακή» αυτή υποκειμενικότητα βρίσκει έναν ιδεώδη εκφραστή στο πρόσωπο του Μίκη Θεοδωράκη. Ο γηραιός συνθέτης βλέπει εαυτόν στη θέση ενός οιονεί βιβλικού εθνάρχη, ζώντος κληρονόμου της παράδοσης του «πατριωτικού Ε.Α.Μ.». Αξίζει να σημειωθεί ότι η στάση αυτή του Μίκη Θεοδωράκη δεν είναι εντελώς νέα. Το μεγαλύτερο μέρος των παρεμβάσεών του στη Μεταπολίτευση έχει «εθνικό» χαρακτήρα, από το «Καραμανλής ή τανκς» μέχρι τη σφυρηλάτηση της ελληνοτουρκικής φιλίας, ακόμη και αδιαφορώντας για τους Κούρδους, ως τη στράτευσή του στη «Σπίθα» και τον πρόσφατο αντι-αριστερισμό του. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο «παλαιός των ημερών» Μίκης στην πρόσφατη ομιλία του ξεκίνησε με έναν οιονεί μεταμοντέρνο «πανηγυρισμό και υπονόμευση» (celebrating and undermining) στον οποίο μας έχουν συνηθίσει αντιπρόσωποι του queer κινήματος, καθώς η Τζούντιθ Μπάτλερ. Ως «πανηγυρισμό και υπονόμευση» εννοούμε μια ρητορική στρατηγική επιτελεστικής διαπραγμάτευσης της ταυτότητας κατά την οποία υιοθετείς την ταυτότητα που προβάλλει σε εσένα ο αντίπαλος και την αναλαμβάνεις πανηγυρικά με έναν τόσο κραυγαλέο τρόπο, ώστε υπονομεύεις τον αντίπαλό σου εκ των ένδον, καθώς ο τελευταίος μπερδεύεται τη στιγμή που εσύ προσπαθείς να τροποποιήσεις το περιεχόμενο του ανειλημμένου κυρίαρχου σημαίνοντος. Κλασικό αριστερόστροφο παράδειγμα πανηγυρισμού και υπονόμευσης είναι η πανηγυρική ανάληψη του σημαίνοντος queer από τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα.

Σημείο των καιρών είναι ότι πλέον είναι η Νέα Δεξιά αυτή που χρησιμοποιεί την άλλοτε αριστερή μεταμοντέρνα πρακτική του πανηγυρισμού και υπονόμευσης, καθώς σε κάθε περίπτωση ως «κυρίαρχος λόγος» θεωρείται η φιλελεύθερη συναίνεση, που στην Ελλάδα μάλιστα θεωρείται ως αριστερο-φιλελεύθερη ή φιλελέφτ συναίνεση. (Ως «Νέα Δεξιά» εννοούμε το διεθνές φαινόμενο πολιτικών που διεκδικούν μία εναντίωση, πραγματική ή φαινομενική, στη φιλελεύθερη συναίνεση, όπως λ.χ. ο Ντόναλντ Τραμπ στις Η.Π.Α., και όχι μόνο το συγκεκριμένο κόμμα του Φαήλου Κρανιδιώτη, το οποίο βεβαίως ακολουθεί εν πολλοίς αυτή τη «Διεθνή των εθνικιστών»). Μέλη της υποκειμενικότητας της Νέας Δεξιάς φτάνουν εσχάτως να «πανηγυρίζουν» ακόμη και τον όρο «εθνολαϊκιστής», έναν όρο αμιγώς φιλελεύθερης προέλευσης, μία εξέλιξη που είναι αρκετά πρόσφατη και κυριάρχησε στο πρόσφατο συλλαλητήριο, ενώ σε πολύ πιο παιγνιώδεις μορφές μπορεί να «πανηγυριστεί» ακόμη και ο χαρακτηρισμός του «φασίστα». 

Στο μεταμοντέρνο πλην νεο-δεξιό πλέον αυτό πλαίσιο βάζει το λιθαράκι του ο παλιός αριστεροπατριώτης Μίκης με την εισαγωγή στην ομιλία του: «Καλοί μου Έλληνες, αδέρφια μου, φασίστες, ναζιστές, τρομοκράτες, αναρχικοί, τραμπούκοι». Απευθύνεται σε έναν λαό που είναι κατά τα λόγια του «κυρίαρχος» και «ηγετικός», πλην το εκλογικό σύστημα αντιπροσώπευσης εξουδετερώνει αυτή την κυριαρχία του με συνέπεια να είναι αναγκαίο ένα άμεσο δημοψήφισμα. Κατά τον Μίκη, ο λαός αυτός σήμερα λοιδορείται από τις ελίτ, αριστερίστικες πλέον, και η θέση του πνευματικού ανθρώπου είναι να συγκαταβεί και να λοιδορηθεί και αυτός μαζί με τον λαό του, αναλαμβάνοντας μάλιστα τα πλέον εξευτελιστικά σημαίνοντα, αυτά του «φασίστα», του «ναζιστή», του «τρομοκράτη», του «αναρχικού» και του «τραμπούκου». Η περίπλοκη αυτή ρητορική στρατηγική έχει βεβαίως πολλά επίπεδα. Θα λέγαμε, κατ’ αρχήν, ότι σε ένα ορισμένο επίπεδο ο Μίκης κυριολεκτούσε. Όταν στο κοινό του είχε τον Μιχαλολιάκο και τον Κασιδιάρη, καθώς και απογόνους των βασανιστών της χούντας, ήταν τρόπον τινά κυριολεξία η απόκλησή του χωρίς καμία μεταφορά. Εξ ου και το κοινό του Συντάγματος προς στιγμήν πάγωσε στην απόκληση, θεώρησε εαυτόν δυνητικά θιγόμενο από μία τερατώδη προσβολή από το ξένο σώμα του Μίκη Θεοδωράκη. Χρειάστηκε η μετέπειτα καταδίκη των «αριστεριστών», ώστε να βγάλει το κοινό του συλλαλητηρίου μια ανάσα ανακούφισης και να κατανοήσει τον παιγνιώδη χαρακτήρα του λόγου του Μίκη. Μέχρι τη στιγμή εκείνη πλανάτο πραγματικά στον αέρα το φάσμα μιας απειλής ότι ο Μίκης είχε όντως κατηγορήσει τους «φασίστες», τους απογόνους, θα λέγαμε, των βασανιστών του. Με τη ρητορική αυτή στρατηγική ο Μίκης πέτυχε να διαχωρίσει κάπως τον εαυτό του από το κοινό του. Αυτός δεν είναι ο ίδιος «φασίστας», είναι ο βασανισμένος πατριώτης Αριστερός της αντίστασης και του αντιχουντικού αγώνα, ο οποίος ίσταται απέναντι στους απογόνους των διωκτών του, στη συνέχεια, όμως, συγκαταβαίνει να τους αποκαλέσει «αδέρφια» στο πλαίσιο μιας νέας εθνικής επιτέλεσης η οποία λαμβάνει χώρα υπονομευτικά ως προς τα σημαίνοντα της φιλελέφτ διεθνιστικής ελίτ.

Πρόκειται για ένα περίτεχνο ρητορικό σχήμα με το οποίο ο Μίκης πετυχαίνει ταυτόχρονα: α) να διακριθεί από το κοινό του· β) να «αδελφοποιηθεί» με αυτό αλλά από τη θέση του ανώτερου πρώην θύματος που συγκαταβαίνει στην «αδελφοποίηση»· γ) να προκαλέσει μια νέα εθνολαϊκή επιτέλεση· δ) να ταυτιστεί με τους ακροδεξιούς στο πιο βαθύ ηδονικο-οδυνηρό για αυτούς σημείο, αυτό της jouissance να αποκαλούνται «φασίστες» από τον κυρίαρχο φιλελέφτ λόγο· ε) να υπονομεύσει αυτόν τον λόγο υπαινισσόμενος ότι πραγματικός φασίστας είναι αυτός που διεκδικεί το «μονοπώλιο της βίας» των σημαινόντων, ήτοι ο σύγχρονος «αριστεριστής»· στ) να επιτελέσει έτσι την υποκειμενικότητα του συλλαλητηρίου ως νεωτερικώς «κυρίαρχη» και «ηγετική» μεν, πλην εν ταυτώ αντιστασιακή προς τους κυριάρχους των σημαινόντων αριστεριστές. Θα λέγαμε ότι κάθε άλλο παρά παραληρηματικός ή αποτέλεσμα γεροντικής ανοίας ήταν ο λόγος του μεγάλου Έλληνα συνθέτη. Αντιθέτως, βρίσκεται στην αιχμή μεταμοντέρνων ρητορικών στρατηγικών, τις οποίες, όμως, οικειοποιείται προσφάτως κατ’ εξοχήν η Νέα Δεξιά, πολύ περισσότερο από τους αριστερούς εμπνευστές τους. Οι βιαστικές πριν την ώρα τους νεκρολογίες ενός ανθρώπου με την ευφυΐα και το σθένος του Μίκη δείχνουν περισσότερο την αμηχανία αυτών που τις εκφέρουν. Οι τελευταίοι συμπεριφέρονται σαν προσφάτως απατημένες σύζυγοι ή, ακόμη χειρότερα, σαν σύζυγοι που ανακαλύπτουν ότι ο άνδρας τους τις απατούσε εδώ και πάρα πολύ καιρό. Το κυριολεκτικό «character assassination»που συμβαίνει με παρόμοιες νεκρολογίες δείχνει μάλλον μια θυμική αντίδραση ενός ανθρώπου που βιάζεται να φονεύσει από υπερβολή αγάπης στο μοτίβο «τη σκότωσα γιατί την αγαπούσα». Ή την ελπίδα ενός αριστερού ο σύντροφος να πεθάνει κατ’ ελπίδα «νωρίς» προτού τον προλάβει μία ευτέλεια που θα ελλοχεύει πάντα στην προσωπική του ελευθερία. Πίσω από κάθε βιαστική νεκρολογία του Μίκη κρύβεται μία νοσταλγία για τις πανηγυρικές νεκρολογίες που κάνουμε στους ήρωες εκ του ασφαλούς, όταν πια έχουμε βεβαιωθεί ότι είναι νεκροί. Το γεγονός ότι ο Μίκης παραμένει ενοχλητικά ζωντανός (και με σώας τας φρένας) μας στερεί τη δυνατότητα να του κάνουμε μια πανηγυρική νεκρολογία, σπεύδουμε, λοιπόν, να του κάνουμε μια πρόωρη ανθρωποφαγική.

Μπορούν να αποτελέσουν οι αγανακτισμένοι του έθνους ένα νέο πολιτικό υποκείμενο;
Ιδού η απορία! Τα τελευταία χρόνια οι φιλελεύθεροι ως συνήθεις «σταλεγάκηδες» επαναλαμβάνουν ότι από τον συνδυασμό «Πάνω» και «Κάτω Πλατείας» των Αγανακτισμένων προέκυψε το οξύμωρο «συναμφότερον» των Συριζανέλ και το αφήγημα αυτό τείνει να επικρατήσει, παρά διάφορες ενστάσεις. Θα μπορούσε η κοσμοσυρροή των συλλαλητηρίων για το «Μακεδονικό» να δημιουργήσει μια μελλοντική παρόμοια επικράτηση; Η αλήθεια είναι ότι η αποτυχία της «Πρώτης Φοράς Αριστερά» του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ανοίγει τον δρόμο για μια εθνικιστική αναδίπλωση, την οποία αν ακολουθήσει η Ελλάδα, θα συντονιστεί με τα συμβαίνοντα αλλού στην Ευρώπη και δη στην Ανατολική, λ.χ. Πολωνία, Ουγγαρία και όχι μόνο. Μια νεο-μπενγιαμινική νοοτροπία ότι η άνοδος της Ακροδεξιάς συμβαίνει μετά από ένα απολεσθέν γνήσιο επαναστατικό συμβάν δείχνει να επιβεβαιώνεται στην τρέχουσα Ελλάδα. Όταν έχει οριστικά κλείσει το στάδιο της κοινωνικής αυτοπραγμάτωσης, όταν οι επαγγελλόμενοι την αξιοπρέπεια σε προδίδουν και «προσθέτουν προσβολή στον τραυματισμό» (για να χρησιμοποιήσουμε άλλη μια παπαχελληνικούρα) λοιδορώντας το λαϊκό αίσθημα, τότε το ψυχικό αποκούμπι είναι η αναδίπλωση στην ασφάλεια της ταυτοτικής συνοχής του έθνους, η οποία λαμβάνει επιπλέον τη μορφή ενός αντι-ελίτ εθνο-λαϊκού αγώνα. Θα έλεγε κανείς ότι από την άνοδο μιας παρόμοιας Νέας Δεξιάς μας σώζει προς το παρόν το ότι δεν έχει αναδειχτεί ένας «δεξιός Τσίπρας», ήτοι ένας πολιτικός που να ξέρει να απευθύνεται στο θυμικό του λαού, έχοντας ταυτόχρονα ταλέντο στην πολιτική διαχείριση της επιβίωσης μέσα σε θολά νερά. Παρόμοιοι ηγέτες στη Δεξιά είτε παραμένουν πιστοί σε έναν ρόλο δευτεραγωνιστή στοιχούμενοι πίσω από άλλους, είτε αδυνατούν να υπερβούν μία κραυγαλέα ευτέλεια που αδυνατεί να εμπνεύσει και να ενώσει. Από την άλλη, η Νέα Δημοκρατία και μαζί της ένα μεγάλο μέρος του μιντιακού ancien régime προσπαθούν να συρθούν σε ένα εκ των υστέρων καπέλωμα της «εθνικής αγανάκτησης» με ζητούμενο τη βραχυπρόθεσμη πτώση της κυβέρνησης, όμως, αφενός δεν μπορούν να πείσουν και αφετέρου περιπίπτουν σε αντιφάσεις που τους εκθέτουν σε προβλήματα δικής τους εσωτερικής συνοχής. Η υπάρχουσα Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν μπορεί παρά μόνο εν μέρει να εγκολπωθεί το λαϊκό κίνημα των συλλαλητηρίων και αυτό με βαρύ τίμημα μια δική της απώλεια ταυτότητας που τη ρευστοποιεί μακροπρόθεσμα.

Οι κίνδυνοι αυτοί έχουν ορθώς επισημανθεί από αριστερούς σχολιαστές τις τελευταίες μέρες. Το ζητούμενο, όμως, είναι αν μπορεί να δοθεί μία καταφατική διέξοδος στην «εθνο-λαϊκή» αγανάκτηση πέρα από τη διαιώνιση της απαξίωσης του λαού, στην οποία άλλωστε οι αριστεροί συμπίπτουν με τους φιλελέδες. Μια παρόμοια καταφατική διέξοδος χρειάζεται αφενός να αποτρέψει μια «ευρωλελεδοποίηση» της Αριστεράς που θα αποτελούσε μία κατοπτρική ανταπόκριση στη σύμπηξη μιας εθνο-λαϊκής επιτέλεσης των «μακεδονομάχων» και αφετέρου να διακρίνεται σαφώς από τον ταυτοτικό και κλειστό χαρακτήρα της τελευταίας.

Μπορεί ο λαός να χωρέσει τον πρόσφυγα; Μπορεί το έθνος να χωρέσει τον σφετεριστή;

Στο πλαίσιο του σημειώματος αυτού θα θέλαμε να θέσουμε ένα κυρίως ερώτημα ως κομβικό για την έννοια του λαϊκού υποκειμένου που θέλουμε. Το ερώτημα αυτό είναι αρκετά απλό: Μπορεί ο λαός να χωρέσει τον πρόσφυγα; Αυτό είναι το ερώτημα που οφείλει να θέτει ξανά και ξανά η Αριστερά, ακόμη και με κίνδυνο να γίνει βαρετή. Αυτό είναι το μέγιστο κριτήριο για το αν μια λαϊκή υποκειμενικότητα είναι ανοικτή ή κλειστή- ταυτοτική. Αυτό είναι το ερώτημα που ένας αριστερός οφείλει να θέτει σε λαϊκές υποκειμενικότητες, όπως αυτή του συλλαλητηρίου. Όταν επισκήπτει μία προσφυγική κρίση, θα χωρούσαν οι πρόσφυγες στον λαό μας; Το ερώτημα αυτό είναι που αφενός διακρίνει τον επαναστατικό και ανατρεπτικό λαό από τον ταυτοτικό κλειστό λαό και αφετέρου διακρίνει τον κάτωθεν αριστερό διεθνισμό από τον άνωθεν φιλελεύθερο διεθνισμό, ή, όπως θα έλεγε ο Αλαίν Μπαντιού, τον κομμουνιστικό διεθνισμό της «υφαίρεσης» (soustraction) από τον καπιταλιστικό διεθνισμό της «αφαίρεσης» (abstraction).

Ένα δεύτερο ζήτημα πνευματικότητας της λαϊκότητάς μας είναι η στάση μας απέναντι σε αυτόν τον αδύναμο κάτοικο της γειτονικής χώρας στα βόρειά μας, που δεν ξέρουμε ακόμη πώς να τον αποκαλέσουμε («Σλαβομακεδόνα», σκέτο «Μακεδόνα» οι ανδρείοι του διεθνισμού, «Σκοπιανό», «Φυρομέζο»;). Γιατί ανεξάρτητα αν, όπως προσπαθήσαμε να υποδείξουμε προηγουμένως, οι αδύναμοι εργαλειοποιούνται γεωπολιτικώς από τους ισχυρούς (και μήπως κι εμείς οι ίδιοι δεν είχαμε ακριβώς ως αδύναμοι άλλοτε εργαλειοποιηθεί από τους Άγγλους ενάντια στην παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία σύμφωνα με μια αρχή εξωτερικής πολιτικής με την οποία οι συνεχιστές των Άγγλων Αμερικανοί εργαλειοποιούν σήμερα τους αδύναμους Αλβανούς και «Σκοπιανούς»;), ανεξάρτητα από αυτό, είναι ένα ζήτημα πνευματικής τάξεως για τον Αριστερό το πώς φέρεται έναντι του αδυνάμου. Και οι γείτονες «Σκοπιανοί» (μέχρι ανευρέσεως καλύτερου όρου στον οποίο θα ομοφωνήσουμε) είναι αδύναμοι. Έχουν ένα οξύ πρόβλημα εσωτερικής συνοχής, έτσι όπως διασχίζονται ανάμεσα στη σλαβομακεδονική, την αλβανική και άλλες εθνότητες. Συναφώς, είναι ένας λαός με έλλειμμα συνεκτικότητας και στις παραδοσιακές ιστοριογραφικές του αναφορές, καθώς δεν ταυτίζεται με τους Βουλγάρους, ούτε με τους Σέρβους. Και είναι ακριβώς αυτό το έλλειμμα που υπεραναπληρώνεται με φαντασιώσεις μεγαλείου για αδιάκοπη συνέχεια από τον καιρό του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου (αλήθεια πόσο παρόμοια με δικές μας φαντασιακές υπεραναπληρώσεις!). Είναι ένας λαός, που στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα, πριν από τη μοιρασιά των Βαλκανικών πολέμων, είχαμε προσπαθήσει εμείς οι ίδιοι οι Έλληνες να τον προσεταιριστούμε για να τον απομακρύνουμε από τους Βούλγαρους, ενώ και πάνω στη δοκιμή της μετέπειτα πολεμικής αναμέτρησης ο Στρατής Μυριβήλης έκανε ακόμα λόγο με συμπάθεια για αυτούς τους «Μακεντόν Ορτοντόξ», τους εισέτι αχαρτογράφητους, απερριμμένους εν ταυτώ και οικειοποιημένους από όλους τους γείτονες. Πέρα από τον διάλογο των άνωθεν διαπραγματεύσεων, χρειάζεται και ένας πραγματικός διάλογος, πνευματικός, από τα κάτω, όπου οι Έλληνες καλούνται να μπουν στη θέση αυτού του λαού που αποφεύγουμε να ονομάσουμε και να δούμε την Ιστορία από τη δική του σκοπιά.

Βασιζόμενοι στην αρχή του «εθνικού ποιητή» μας Διονυσίου Σολωμού ότι «εθνικό είναι το αληθές». Και αληθές είναι αφενός το παρελθόν: Ότι εμείς δεν μπορούμε να παραιτηθούμε από την ελληνικότητα της αρχαίας Μακεδονίας, του Μεγάλου Αλεξάνδρου που «πήγε την Κοινή Ελληνική Λαλιά ως τους Ινδούς», αλλά να διεκδικούμε τη διηνεκή αλήθευσή της, έτσι όπως αυτή επιτελείται σε μία γλωσσική πρωτίστως συνέχεια, ανεξάρτητα από οιαδήποτε ενδεχόμενη φυλετική. Αληθές είναι, όμως, και το μέλλον ότι ο μπεκετικά «ακατονόμαστος» λαός στα βόρεια σύνορά μας δεν μπορεί ως διά μαγείας να εξαφανιστεί ή να αδιαφορήσουμε για την επιβίωσή του. Διεκδικώντας την παρελθοντική αλήθεια, μπορούμε εν ταυτώ να αναζητήσουμε και τη μελλοντική αλήθεια ενός γλωσσικού και πολιτισμικού Ελληνισμού στον οποίο θα υπάρχει χώρος τόσο για πρόσφυγες και μετανάστες, όσο και για σφετεριστές, αρκεί εμείς πρώτα από όλους να είμαστε λαός αληθής και όχι κίβδηλος. Μόνο έτσι θα αναστηθεί ο «πατριωτικός διεθνισμός» για «μια πατρίδα που σέβεται και αγαπά όλες τις πατρίδες του κόσμου», που επαγγέλθηκε ο Μίκης Θεοδωράκης, μέσα από το θάψιμο των πρόωρων νεκρολογιών του.