του Θύμιου Καλαμούκη
 

Για την Μαργαρώ και την Μυρτιά, τις καμπάνες που σημαίνουν, το καρτέρεμα, το Μαουτχάουζεν, μέχρι το χελιδόνι και τα αετόμορφα ψηλά βουνά της δικαιοσύνης

 
Για την δολοφονία του Λαμπράκη και για το πώς πήρε λίγο μετά τον Πέτρουλα.
 
Για τον Αντρέα που τον χτυπάνε το βράδυ στην ταράτσα.
 
Ευχαριστώ τον Μίκη Θεοδωράκη που μου φύτεψε στην ψυχή τον Ελύτη τον Σεφέρη τον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη, τον Καμπανέλη, τον Αναγνωστάκη, τον Βάρναλη.
 
Ευχαριστώ γιατί μέσα από τις ολοζώντανες διηγήσεις του έμαθα την σύγχρονη ιστορία με τις διώξεις των πατριωτών, την αυθαιρεσία του παρακράτους, τον διχασμό του δεξιού κράτους, την παρανομία και την αντίσταση.
 
Χωρίς αυτόν δεν θα ήμουν αυτό που είμαι. Νομίζω κανείς μας δεν θα ήταν αυτό που είναι.
 
Από χτες τον ευχαριστώ και για κάποιους επιπλέον λόγους, που δεν είχα φανταστεί ποτέ.
 
Τον ευχαριστώ που μου έδειξε τι σημαίνει κατάντια. Πόσο εύκολα κατρακυλάς σε αυτήν όταν δεν έχεις ρίζες. Όχι όταν δεν έχεις παρελθόν, όταν δεν έχεις ρίζες βαθιές και γερές.
 
Πόσο απεχθές είναι να σε αγκαλιάζει το παπαδαριό, να σε χειροκροτεί το φασισταριό, να σε χρησιμοποιεί το δημοσιογραφικό αληταριό.
 
Που μου θύμισε ότι η φράση “ενότητα του λαού” είναι κίβδηλη. Φούσκα. Ότι δεν μπορεί να υπάρξει ενότητα του τραπεζίτη με τον δανειολήπτη, του βιομήχανου και του εργάτη, του εφοπλιστή και του ναυτικού. Ότι οι μπαρούφες περί εθνικής ενότητας κρύβουν την λύσσα των λύκων απέναντι στο πρόβατο. Τα σάλια του λιονταριού απέναντι στην αντιλόπη.
 
Ότι την ελληνική κοινωνία, κάθε κοινωνία, την χωρίζουν τα συμφέροντα διαφορετικών ομάδων. Και ότι οι οικονομικά ισχυρές ομάδες κάθε κοινωνίας, κρύβουν τις επιδιώξεις τους και προσπαθούν πάντα τα δίκαια κοινωνικά αιτήματα των ανίσχυρων ομάδων να τα μετατρέπουν σε εθνικά αιτήματα.
 
Το ανησυχητικό είναι ότι αυτές τις επιδιώξεις τις ενστερνίζονται και οι οικονομικά αδύνατοι. Πχ μπορεί να πεινάς, να είσαι χρεωμένος αλλά είσαι απόγονος σπουδαίων προγόνων. Μπορεί να είσαι άνεργος, κακοπληρωμένος και να μην είσαι υπερήφανος για τον εαυτό σου αλλά είσαι υπερήφανος για τον Μέγα Αλέξανδρο.
 
Να θεωρείς ψυχή σου το όνομα της Μακεδονίας και όχι την παιδεία.
 
Να μην ξεχάσω ότι τα κυρίαρχα ΜΜΕ, οι κυρίαρχες δυνάμεις προσπαθούν να αντικαταστήσουν τους κοινωνικούς αγώνες κατά της λιτότητας, με και καλά εθνικούς αγώνες, για μια υπόθεση που για όλο τον πλανήτη είναι λυμένη.
 
Πόσο δύσκολο είναι να είσαι συνεπής μέχρι το τελευταίο λεπτό της ζωής σου. Όμως μέχρι το τελευταίο. Και πόσο κομβικό μπορεί να είναι το προτελευταίο λεπτό.
 
Την διαφορά μεταξύ γεμάτης πλατείας τον Δεκέμβρη του 44, και γεμάτης πλατείας τον Φλεβάρη του 2018.
 
Ότι, κάθε τι μαζικό δεν είναι κατά ανάγκην και σωστό.
 
Την απέχθεια στο ρεύμα της μάζας, την ευκολία της την εθελοτυφλία της. Την εύπεπτη σκέψη και την επιφανειακή ανάλυση.
 
Ναι προφανώς δεν ήταν φασίστες όλοι όσοι ήταν εκεί, αλλά πότε τελικά και πώς αρχίζεις να φασιστικοποιείσαι. Με όλες τις αναλογίες… προφανώς η νεολαία της Γερμανίας του μεσοπολέμου δεν φανταζόταν ότι θα ήταν αυτή που θα γύριζε σε φέρετρα μερικά χρόνια αργότερα. Ούτε οι ενήλικες της Γερμανίας του μεσοπολέμου ήθελαν να ψήνουν σε φούρνους τα πτώματα των Εβραίων. Προφανώς δεν το ήθελαν αλλά έγινε γιατί το ήθελαν κάποιοι. Που όμως ποτέ δεν το είπαν καθαρά. Και που πάντα μιλούσαν για ισχυρή και καθαρή Γερμανία.
 
Τον ευχαριστώ που μου θύμισε όλα αυτά που σιχαίνομαι. Να χαϊδεύω την μπόλικη αφέλεια και την άγνοια του πλήθους. Να σιγοντάρεις την επιπολαιότητα της μαζικής σκέψης.
 
Να βροντοφωνάζεις ότι θέλεις την Μακεδονία ελληνική ενώ η Ελλάδα δεν είναι ελληνική. Ούτε δρόμοι, ούτε λιμάνια, ούτε αεροδρόμια, ούτε παραλίες, ούτε πετρέλαια ούτε δάνεια. Τίποτε.
 
Τον ευχαριστώ που με βοήθησε να τελειώσω μια και καλή, με τους μύθους, τα σύμβολα και τα κεφάλαια του έθνους.
 
Τον ευχαριστώ που με απενεχοποίησε.
 
Τον ευχαριστώ που κατάλαβα ότι ο αγώνας μας για καλύτερο αύριο, είναι ακόμη πιο δύσκολος χωρίς πατερίτσες από το παρελθόν. Μπορούμε και χωρίς αυτές. Μπορούσαμε εδώ και καιρό, αλλά για λόγους συναισθηματικούς τις κρατούσαμε στα χέρια.
 
Τον ευχαριστώ που μου απέδειξε γιατί δεν έπρεπε να ήμουν στο Σύνταγμα χτες.
 
Που μου υπενθύμισε την αναγούλα για τις μπούρδες περί εθνικής ενότητας, κυρίαρχου λαού και υπερήφανου λαού. Και είναι μπούρδες, γιατί αυτός ο λαός δείχνει μαζικότητα και υπερηφάνεια όταν έχει εξασφαλίσει ότι δεν θα έχει κόστος η όποια διαμαρτυρία του. Όταν είναι συμβατή με τα θέλω των ισχυρών. Όταν ο όποιος αντίπαλος είναι σιγουράκι. Αν αυτή την στιγμή κάποιος απειλεί την εθνική κυριαρχία είναι η πανίσχυρη Τουρκία και όχι τα ανύπαρκτα Σκόπια. Γιατί λοιπόν ψυχή είναι η Μακεδονία και όχι το Αιγαίο. Από την Μακεδονία οι βόρειοι γείτονες μας έχουν πάρει το όνομα. Οι ανατολικοί γείτονες με τις συνεχείς απειλές παραβάσεις και παραβιάσεις κάθε μέρα, δεν μας παίρνουν κάτι; Τι α λα καρτ υπερηφάνεια είναι αυτή;
 
Είμαστε ατρόμητοι μόνο προς τα πάνω όχι προς τα δίπλα; Επίσης σε Μακεδονία και Αιγαίο, Πελοπόννησο και Κρήτη χρωστάνε μέχρι και τα τρισέγγονα, ένα χρέος που μας φορέθηκε.
 
Τον ευχαριστώ που μου θύμισε ότι ναι δεν είναι όλοι φασίστες, αλλά ότι μπορούν να γίνουν όλοι φασίστες. Ακόμη και χωρίς να το καταλάβουν. Ότι υπάρχουν διαβαθμίσεις μέχρι να μπείς στο τάγμα εφόδου. Ότι η ανοχή είναι το πρώτο σκαλί.
 
Τον ευχαριστώ που μου υπενθύμισε να μην ξεχάσω ποτέ και να μην ξεχνάω να μπερδεύω τον αριστερόστροφο φασισμό με τον φασισμό. Γιατί ο φασισμός είναι ένας και μοναδικός. Είναι ΜΟΝΟ μαύρος, έχει μόνο αγκυλωτό σταυρό, διαιρεί, στοχοποιεί και δολοφονεί. Γιατί το μόνο που μπορεί να κάνει αριστερόστροφα ο φασισμός είναι να γυρνάει με αριστερή φορά το μαχαίρι στην καρδιά του Φυσσα.
 
Τον ευχαριστώ που μου θύμισε ότι τελικά δεν είναι η ελπίδα, αλλά η ξεφτίλα που πεθαίνει τελευταία.
 
Τον ευχαριστώ και λυπάμαι. Εγώ τον Μίκη δεν μπορώ, δεν θέλω, δεν πρέπει να τον μοιράζομαι με φασίστες. Δεν θέλω να μας ενώνει με τους φασίστες ο Μίκης.

Αυτόν τον Μίκη δεν θέλω να τον μοιράζομαι. Σας τον χαρίζω. Δεν είναι ο δικός μου Μίκης. Είναι όλος δικός σας. Πάρτε τον.

 
Και τον ευχαριστώ που μου δίνει το δικαίωμα να ζητήσω εγώ ταπεινά συγνώμη από τον Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Σωτήρη Πέτρουλα, τον Ανδρέα Λεντάκη, τους 200 συντρόφους της Καισαριανής, τον Νίκο Μπελογιάννη, τους χιλιάδες εξόριστους, που δεν έγιναν ποτέ εθνικό σύμβολο, τους χιλιάδες νεκρούς, τους χιλιάδες ονειροπόλους, τους χιλιάδες αγωνιστές απλούς ανθρώπους που μέχρι τέλους πάλεψαν να κρατήσουν τον όνομα και την ιστορία τους καθαρή και κρυστάλλινη. Που δεν τραγούδησαν το “σώπα όπου να ναι θα σημάνουν οι καμπάνες” μαζί με ανθρώπους που έχουν στα χέρια τους χαραγμένο τον αγκυλωτό σταυρό.
 
Για μένα χτες ήταν μια σημαντική μέρα. Και σημαδιακή μέρα. Και θλιβερή μέρα. Περνά στην ιστορία. Γιατί πέθανε ο Μίκης Θεοδωράκης. Έφυγε ένας μεγάλος καλλιτέχνης, ένας μεγάλος πνευματικός άνθρωπος. Ένας κορυφαίος δημιουργός, ένας ζωντανός θρύλος, που μεγαλούργησε όταν ήταν γειωμένος με τις αγωνίες του λαού μας.
 
Ο Μίκης Θεοδωράκης έφυγε χτές και μας άφησε έναν πλούτο μουσικής, ένα τεράστιο έργο. Μια σημαντική παρακαταθήκη.
 
Ήταν μια μέρα σημαδιακή και κάθε χρόνο τέτοια μέρα θα τιμούμε την μνήμη του και θα θυμόμαστε τον θάνατο του.
 
Θα τον έχουμε πάντα ψηλά στο μυαλό και στην καρδιά μας.
 
Δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ.
 
Αντίο Μίκη

*Αναδημοσίευση από την Ελληνοφρένεια (απόσπασμα από τη ρ/φ Ελληνοφρένεια της 5ης Φεβρουαρίου)