Αναδημοσίευση με άδεια από το Eurozine

 

Απευθυνόμενη προς τον γερμανικό λαό στις 18 Μαρτίου, η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ απηύθυνε έκκληση προς όλους τους πολίτες για τήρηση υπεύθυνης στάσης στην αντιμετώπιση της κρίσης του κορωνοϊού, ενώ υπογράμμισε και την άμεση ανάγκη για περιορισμό στο ελάχιστο των μετακινήσεων και των κοινωνικών επαφών. Δεν προέβη, ωστόσο, στην επιβολή των περιορισμών εκείνων που τέθηκαν σε εφαρμογή στην Ιταλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες για την αντιμετώπιση της κρίσης. Αφού επισήμανε τους αντίστοιχους περιορισμούς στις μετακινήσεις που βίωσε και η ίδια επί Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, τόνισε ότι τα δημοκρατικά κράτη δεν μπορούν να επιβάλλουν έτσι εύκολα περιορισμούς στις ατομικές ελευθερίες· μόνο περιστάσεις έκτακτου και προσωρινού χαρακτήρα μπορούν να υπαγορεύσουν την επιβολή τέτοιου είδους δρακόντειων μέτρων από τις θεσμικές αρχές.

Ακριβώς τέτοιου είδους περιορισμοί επιβλήθηκαν την ίδια μέρα στην Ελλάδα: όχι όμως προς τους πολίτες, αλλά προς τους μετανάστες που διαβιούν σε υπερπλήρη και  επικίνδυνα στρατόπεδα, στα νησιά που βρίσκονται απέναντι από την Τουρκία.

Αλλά και πολύ πριν επιβληθούν τα μέτρα αυτά στις προσφυγικές δομές, οι πληθυσμοί ήταν ουσιαστικά φυλακισμένοι. Μπορεί οι δομές να παρέμεναν ανοιχτές τις περισσότερες ώρες, η πλειονότητα όμως των ανθρώπων ζούσε από τότε σε αντίσκηνα δίπλα σε ελαιώνες. Περιμένοντας, ή, όπως οι ίδιοι το έχουν περιγράψει, αργοπεθαίνοντας, δεν έχουν καν τη δυνατότητα να εργαστούν, να τραφούν σωστά και να ζήσουν με ασφάλεια. Το φαγητό που παρέχεται από τον ελληνικό στρατό στα προσφυγικά κέντρα είναι σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκές και οδηγεί σε χρόνιο υποσιτισμό, ενώ πληθυσμοί που δεν καταγράφονται ως ευπαθείς πληθυσμιακές ομάδες όταν καταφτάνουν, περιέρχονται τελικά σε ευάλωτη κατάσταση, εξαιτίας των αντίξοων συνθηκών που επικρατούν στις προσφυγικές δομές. Καμία προσπάθεια δεν καταβάλλεται για τη διατήρηση μιας στοιχειωδώς ασφαλούς διαβίωσης, ενώ βιασμοί και επεισόδια βίας αποτελούν καθημερινά φαινόμενα.

Ο φόβος εξάπλωσης του κορωνοϊού στις δομές έχει εύλογα προκαλέσει εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για τις συνθήκες διαβίωσης: άνθρωποι, στοιβαγμένοι σε μικρούς χώρους, αναγκάζονται να επιβιώνουν σε εγκληματικές συνθήκες υγιεινής και καθαριότητας και να χρησιμοποιούν κατά χιλιάδες τη μοναδική τουαλέτα ή βρύση, χωρίς να έχουν σαπούνι ή απολυμαντικό. Πρόσφατα σκοτώθηκε ένα παιδί σε πυρκαγιά που ξέσπασε στη δομή της Μόριας στη Λέσβο.

Τα νέα μέτρα που επιβλήθηκαν από το ελληνικό κράτος αναμένεται να επιδεινώσουν τις συνθήκες αυτές: αντί για πρόσβαση στις απαραίτητες υπηρεσίες για μείωση του κινδύνου εμφάνισης κρουσμάτων, οι πρόσφυγες αναμένεται να έχουν ακόμα λιγότερο διαθέσιμο χώρο για τη διαβίωσή τους, ενώ και οι μετακινήσεις τους θα περιοριστούν ακόμα περισσότερο. Πρόκειται ουσιαστικά όχι μόνο για περιορισμό της ελεύθερης μετακίνησης, αλλά επιπλέον για περιορισμό του ατομικού δικαιώματος στην  αυτοπροστασία και τη δυνατότητα απομάκρυνσης από τον κίνδυνο μιας επιδημίας.

Η σχεδιαζόμενη επιβολή πρόσθετων περιορισμών στις μετακινήσεις, χωρίς καμία παράλληλη βελτίωση των στοιχειωδών συνθηκών διαβίωσης σημαίνει ένα πράγμα για τις χρηματοδοτούμενες από την ΕΕ προσφυγικές δομές: από στρατόπεδα συγκέντρωσης που κατ’ ουσίαν είναι, θα μετατραπούν σε στρατόπεδα θανάτου. Δημοκρατικοί ηγέτες όπως η Μέρκελ, δεν μπορούν να εξακολουθούν να υπερασπίζονται τέτοιου είδους ευρωπαϊκές πολιτικές εκούσιας εγκατάλειψης, οι οποίες μόνο φονικές συνέπειες μπορεί να έχουν.

Στο πλαίσιο πρωτοβουλιών για την αποφυγή μιας τέτοιας καταστροφικής έκβασης, διάφοροι πολιτικοί παράγοντες έχουν ενώσει τις φωνές τους. Στις 20 Μαρτίου, δύο μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Μπιρζίτ Σίπελ (Birgit Sippel), μέλος του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, και ο Έρικ Μαρκουάρντ (Erik Marquardt), μέλος του γερμανικού κόμματος των Πρασίνων, ξεκίνησαν εκστρατεία συλλογής υπογραφών και δωρεών με σκοπό την εκκένωση των προσφυγικών κέντρων στην Ελλάδα.

Στις 23 Μαρτίου, μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σε επιστολή προς τον αρμόδιο Επίτροπο για τη Διαχείριση Κρίσεων, απηύθυνε έκκληση για εκκένωση των προσφυγικών δομών στην Ελλάδα. Παρά τη διαπίστωση ότι είναι αδύνατη τόσο η απομόνωση και ο περιορισμός των κοινωνικών επαφών, όσο και η διασφάλιση κατάλληλων συνθηκών υγιεινής στα προσφυγικά στρατόπεδα, η επιστολή περιείχε πρόταση για προληπτική εκκένωση κατά προτεραιότητα των ομάδων υψηλού κινδύνου, δηλαδή των ηλικιωμένων και όσων έχουν βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό.

Ανταποκρινόμενη στην έκκληση, η Ευρωπαία Επίτροπος Ίλβα Γιόχανσον (Ylva Johansson) γνωστοποίησε ένα σχέδιο δράσης για τη βελτίωση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στα κέντρα φιλοξενίας, την εφαρμογή μέτρων απομόνωσης των ηλικιωμένων και αρρώστων, καθώς και την απομάκρυνση των ασυνόδευτων ανηλίκων από τις δομές. Με την προσοχή στραμμένη μόνο  στις ευάλωτες αυτές ομάδες, το σχέδιο αφήνει ανοιχτή την πιθανότητα παραμονής του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού στα κέντρα. Αυτό σημαίνει ότι ένας επί μακρόν υποσιτισμένος πληθυσμός θα παραμείνει σε συνθήκες που όχι μόνο δεν λειτουργούν αποτρεπτικά για την εξάπλωση του ιού, αλλά μπορεί να καταστούν μοιραίες για μεγάλο ποσοστό ανθρώπων, ποσοστό σίγουρα υψηλότερο από αυτό που συναντάται στον γενικό πληθυσμό.

Παρατηρούμε ότι η εκστρατεία προστασίας της Ευρώπης από τον κορωνοϊό διασταυρώνεται με τη μακροχρόνια εκστρατεία προστασίας της από τους πρόσφυγες, και, μετά από στάθμιση των δύο, το δικαίωμα των προσφύγων στην αυτοπροστασία απέναντι στον ιό φαίνεται να θυσιάζεται με χαρακτηριστική ευκολία.

Δεν είναι ο κορωνοϊός εκείνος που σήμανε την έναρξη της ανθρωπιστικής κρίσης, και, σε ηθικό και πολιτικό επίπεδο, την κρίση ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η πανδημία φέρνει απλώς στην επιφάνεια κάθε είδους μακροχρόνια κρίση, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες λειτουργεί το μεγαλύτερο σύστημα κράτησης μεταναστών στον κόσμο, με μια μακρά και σκοτεινή ιστορία απάνθρωπης και φονικής μεταχείρισης. Η δε άρνηση παροχή νομικής συνδρομής προς τους αιτούντες άσυλο  αποτελεί συνήθη πρακτική. Ήδη από την εκδήλωση της πανδημίας του κορωνοϊού, οι κρατούμενοι εκφράζουν φόβους για εξάπλωση του ιού στις δομές κράτησης που υπάγονται στην Υπηρεσία Επιβολής του Τελωνειακού και του Μεταναστευτικού Δικαίου των Ηνωμένων Πολιτειών (Immigration and Customs Enforcement, ICE). Στις εγκαταστάσεις αυτές είναι αδύνατο να εφαρμοστούν τα απαραίτητα για την ανακοπή της διασποράς του ιού μέτρα απομόνωσης και περιορισμού κοινωνικών επαφών. Κρούσματα του ιού έχουν ήδη επιβεβαιωθεί σε κρατουμένους και προσωπικό. Περίπου 60 άτομα ξεκίνησαν απεργία πείνας, ως ένδειξη διαμαρτυρίας με αίτημα την παροχή προστασίας, αλλά αναγκάστηκαν να τη λήξουν σύντομα υπό την απειλή εγκλεισμού σε κελιά απομόνωσης.

Άλλο ένα γνωστό σύστημα κράτησης μεταναστών, αυτό της Αυστραλίας, έχει διαχειριστεί με παρόμοιο τρόπο την απειλή του κορωνοϊού. Μάλιστα, οι μονάδες κράτησης βρίσκονται σε μακρινά νησιά και έχουν αποκοπεί νομικά από την επικράτεια της χώρας. Συνεπώς η κυβέρνηση απεκδύεται και από κάθε ευθύνη. Στα κέντρα κράτησης αυτά είναι αδύνατη η τακτική πραγματοποίηση υγειονομικών ελέγχων και, παρά τις εκκλήσεις για απελευθέρωση των έγκλειστων, αξιωματούχοι του Υπουργείου Εσωτερικών της Αυστραλίας επιμένουν ότι υπάρχει σχεδιασμός για τη διαχείριση πιθανής έξαρσης κρουσμάτων.

Οι πρόσφυγες των δημοκρατιών της Δύσης δεν στερούνται μόνο την ελευθερία μετακίνησης και, σε ορισμένες περιπτώσεις, το δικαίωμα να αιτηθούν την παροχή ασύλου· πλέον στερούνται και το δικαίωμα για αυτοπροστασία απέναντι σε ασθένειες.

Σύμφωνα με τη Μέρκελ, τα δημοκρατικά κράτη μπορούν, όταν συντρέχουν «έκτακτες και προσωρινές περιστάσεις», να θέτουν περιορισμούς στην ελευθερία μετακίνησης των ατόμων (όσων δεν έχουν καταδικαστεί για σοβαρή αξιόποινη πράξη). Σίγουρα, όμως, δεν διαθέτουν την ευχέρεια να νομιμοποιούν μόνιμου χαρακτήρα πολιτικές κράτησης των αιτούντων άσυλο σε άθλιες συνθήκες, όπως αυτές περιγράφηκαν. Καμία νομιμότητα δεν έχουν οι φονικές τακτικές απώθησης που στήνονται για να ανακόπτουν την πορεία των αιτούντων άσυλο, στην προσπάθειά τους να φτάσουν σε ασφαλή εδάφη. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η χρήση πυρομαχικών κατά αόπλων που διέσχιζαν τα σύνορα.

Η διαχείριση της πανδημίας οδηγεί σε μία βασική διαπίστωση για το μέλλον: είναι ανεπίτρεπτο οι δημοκρατικοί θεσμοί να εξακολουθούν να στηρίζουν το καθεστώς των μαζικών, φονικών εγκλεισμών που βρίσκεται σε εξέλιξη, υπό τον μανδύα «διοικητικών κρατήσεων» και «απώθησης των μεταναστών». Όταν η ανθρωπότητα αναρρώσει τελικά από την παγκόσμια αυτή υγειονομική κρίση, και η συλλογική ελευθερία μετακίνησης των Ευρωπαίων πολιτών αποκατασταθεί πλήρως, τι ποσοστό ελευθερίας θα έχει απομείνει σε εκείνους που τη χρειάζονται περισσότερο;

 

Ο Kenny Cupers είναι Αναπληρωτής Καθηγητής και επικεφαλής του τμήματος Αστικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Συντονίζει το ερευνητικό πρόγραμμα με τίτλο: «Infrastructure Space and the Future of Migration Management: EU Hotspots in the Mediterranean Borderscape»