«Η εξουσία και η βία» γράφει η αγαπημένη φιλόσοφος Hannah Arendt στο Περί Βίας (1970), «είναι πράγματα αντίθετα• όταν η μία άρχει απόλυτα, η άλλη απουσιάζει. Η βία εμφανίζεται εκεί όπου η εξουσία κινδυνεύει, αλλά, αν αφεθεί ανεξέλεγκτη, καταλήγει στην εξαφάνιση της εξουσίας. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι σωστό να θεωρείται αντίθετο της βίας η μη βία• η αναφορά στη μη βίαιη εξουσία είναι στην πραγματικότητα πλεονασμός. Η βία μπορεί να καταστρέψει την εξουσία, αλλά είναι εντελώς ανίκανη να τη δημιουργήσει».

Δηλαδή, συνεχίζει η Arendt, η βία διακρίνεται από την εξουσία εξαιτίας του εργαλειακού [instrumental] χαρακτήρα της. Η εξουσία αναφέρεται στην ανθρώπινη ικανότητα να ενεργεί σε συνεννόηση με άλλους και, άρα, δεν αποτελεί ιδιοκτησία του ατόμου αλλά του συνόλου το οποίο την κρατά ζωντανή. Ή, όπως είπε πρόσφατα και ένας άλλος αγαπημένος φιλόσοφος, ο chef Λεωνίδας Κουτσόπουλος προς τον δήμαρχο της Νέας Σμύρνης «ο Δήμος οφείλει να εκφράζει τους δημότες του και όχι να κρατάει τις ισορροπίες της μικροπολιτικής του. Την διαχείριση σας δίνουν οι δημότες όχι την ιδιοκτησία». Ένα παράδειγμα διάκρισης βίας και εξουσίας, λόγω του ότι η δεύτερη αποτελεί κτήμα του συνόλου που την κρατά ζωντανή, είναι το γεγονός ότι δεν χρειάστηκε χρήση βίας στην «επιτυχημένη πρώτη καραντίνα», δηλαδή το καθεστώς εξαίρεσης με μέτρα περιορισμού για τη διάδοση του κορωνοϊού την περίοδο Μαρτίου-Απριλίου 2020. Αυτή η πρώτη καραντίνα νομιμοποιούνταν μες στην ευρεία αποδοχή της εξουσίας του κράτους από τον κόσμο από όλο σχεδόν το φάσμα ταξικής προέλευσης και ιδεολογικής τοποθέτησης. Η χρονικά πεπερασμένη και προσωρινή (θεωρούσαμε) εκχώρηση των ατομικών και συλλογικών μας ελευθεριών για την προστασία της δημόσιας υγείας έκανε τον νέο αυτό νόμο του κράτους μέρος ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ κράτους και πολιτών – εμείς συμφωνούμε να περιορίσουμε τις ελευθερίες μας, εσείς συμφωνείτε να μας προστατεύσετε. Σε αντίθεση, λοιπόν, με την εξουσία, όπως λέει η Arendt, η τωρινή βία που εξαπολύει η κυβέρνηση όχι μόνο δεν παράγει εξουσία αλλά έχει και την ικανότητα να την καταστρέφει.

Τούτων λεχθέντων, τον τελευταίο καιρό εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας το χρονικό μιας προαναγγελθείσας καταστροφής της εξουσίας του Κυριάκου Μητσοτάκη και της κυβέρνησής της Νέας Δημοκρατίας. Φαινομενικά, ως βιωμένη εμπειρία, σε μίκρο-επίπεδο που λέμε, νιώθουμε το ακριβώς αντίθετο, ότι η εξουσία μας πνίγει, πάει να μας τρελάνει, ματώνει σαν την πρόκα την παλάμη της καρδιάς.

 

Πρώτον, στο όνομα των μέτρων αντιμετώπισης του κορωνοϊού, οι ατομικές και κοινωνικές ελευθερίες μας ολοένα και συρρικνώνονται· πλέον πέραν των κατανοητών και νομιμοποιημένων στα μάτια των πολλών μέτρων (π.χ. χρήση μάσκας, τηλεργασία) έχουν επιβληθεί μια σειρά από ακατανόητα μέτρα για ένα ακατανόητα μεγάλο χρονικό διάστημα (4 μήνες και συνεχίζουμε), χωρίς να λαμβάνεται ταυτόχρονα η πρόνοια για αποφυγή άλλων εστιών αποδεδειγμένης υπερμετάδοσης του ιού. Όταν απαγορεύεται σε έναν πολίτη να βγει για έναν περίπατο μόνος του το Σάββατο το απόγευμα μετά τις 19.00 αλλά τη Δευτέρα το πρωί υποχρεώνεται να παστωθεί σαν τη σαρδέλα στο λεωφορείο για τη δουλειά του επειδή δεν θέλησαν οι κυβερνώντες να ενισχύσουν τον στόλο των αστικών συγκοινωνιών, είναι λογικό να αρχίζει να αμφισβητεί τα κίνητρα και τις προθέσεις της εξουσίας. Μάλιστα, η επί έναν χρόνο ποινικοποίηση οποιασδήποτε πτυχής της ανθρώπινης δραστηριότητας που δεν σχετίζεται με την ηθική της εργασίας και την παντοκρατορία της αγίας ελληνικής οικογένειας (η βόλτα στη θάλασσα, το σεξ εκτός συμβίωσης, ο καφές με έναν φίλο, το θέατρο, η μουσική και πάει λέγοντας), η παντελής αγνόηση της ψυχικής υγείας των πολιτών από την  επιτροπή των ειδικών (μια επιτροπή αποτελούμενη από 30-40 γιατρούς και ούτε έναν κοινωνικό επιστήμονα λες και το επίδικο αυτή τη στιγμή είναι μονάχα η καλή γνώση επιδημιολογίας) σε συνδυασμό με το τρίψιμο στη μούρη της έλλειψης ισονομίας και του προνομίου στην περίπτωση της Ικαρίας έρχονται να φουντώσουν το αίσθημα πίεσης και ασφυξίας της κοινωνίας από την εξουσία.

 

Δεύτερον, ο έλεγχος και η καταστολή εντείνονται και επεκτείνονται σε μέχρι πρότινος καθημερινές καθ’ όλα νόμιμες δραστηριότητες. Ένα παράδειγμα είναι, ας πούμε, η μετακίνηση 6 στην πλατεία που στην καλύτερη περίπτωση θα σε φάει ο τρόμος στο φυλλοκάρδι λες και πας να περάσεις ένα κιλό κοκαΐνης από scanner αεροδρομίου, στη μέση περίπτωση θα φας πρόστιμο που ισοδυναμεί με ένα μηνιάτικο, και στη χειρότερη θα σε τουλουμιάσουν στο ξύλο με live μετάδοση στο δελτίο των 20.00· ένα άλλο είναι η μετακίνηση 4 για παροχή βοήθειας όπου εντέλλονται, λέει, τα όργανα της τάξεως να κάνουν ανάκριση με βραστά αυγά κάτω από τις μασχάλες της γιαγιάς σου για να βεβαιώσουν εάν όντως έχρηζε βοήθειας ή είναι καμιά εξεγερμένη σουρλουλού που μια χαρά μπορεί να πάρει το πι της και να πάει στο σούπερ μάρκετ μοναχή της.

Τρίτο σημάδι που μας κάνει να νιώθουμε ότι σφίγγει ο κλοιός της εξουσίας γύρω μας, είναι τα διαφόρων ειδών ποινικά αδικήματα που απολαμβάνουν την ανοχή και συγκάλυψη της κυβέρνησης, με αποκορύφωμα, φυσικά, την επί 15 μέρες συγκάλυψη του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρη Λιγνάδη, παρά το γεγονός ότι οι καταγγελίες για βιασμό ανηλίκων είχαν πάρει τον θεσμικό δρόμο της Δικαιοσύνης με μηνυτήριες αναφορές στην Εισαγγελία και, κυρίως, την άρνηση λήψης οποιασδήποτε ευθύνης (αν όχι για τη συγκάλυψη τουλάχιστον για την άγνοια) με την παραίτηση της αρμόδιας υπουργού.

Τέταρτον, η έλλειψη πλουραλισμού στην ενημέρωση δίνει, επίσης, το μήνυμα της ισχυροποίησης της εξουσίας. Τα ελληνικά ΜΜΕ στο σύνολό τους σχεδόν (και σίγουρα τα ΜΜΕ που έχουν ευνοηθεί από τη λίστα Πέτσα, δηλαδή την απευθείας, αυθαίρετη χωρίς κριτήρια αριθμού εργαζομένων ή δημοφιλίας κυβερνητική χρηματοδότηση της δημοσιογραφίας) υιοθετούν μ’ ένα στόμα μια φωνή την κυβερνητική γραμμή, άλλοτε αντιγράφοντας τα non-paper, άλλοτε χρησιμοποιώντας ως μοναδική πηγή πληροφόρησης το ΑΠΕ-ΜΠΕ που λόγω επιτελικού κράτους βρίσκεται υπό την εποπτεία του Μαξίμου (βλ. παρουσίαση των περιστατικών της Νέας Σμύρνης ως «30 κουκουλοφόροι επιτέθηκαν σε αστυνομικούς»), και άλλοτε, απλά και «αυτόκλητα» βγάζοντας λάδι την κυβέρνηση και φορτώνοντας στην αντιπολίτευση ακόμα και την ήττα της Εθνικής Μπάσκετ στο Μουντομπάσκετ του 2006 από τους Ισπανούς. Ίσως δεν θα έπρεπε να μας κάνει και τόση εντύπωση αυτό καθώς σύμφωνα με τα δεδομένα του Ευρωκοινοβουλίου, η Ελλάδα βρίσκεται στην 24η θέση (από τις 27 της ΕΕ) ως προς την ελευθερία του τύπου για το 2020, κατατασσόμενη στην κατηγορία «προβληματική» μαζί με τη Ρουμανία, την Κροατία, την Πολωνία (που όμως έχουν περισσότερη ελευθερία του τύπου από εμάς), τη Μάλτα και την Ουγγαρία του Όρμπαν. Οι πρόσφατες πολλαπλές περιπτώσεις λογοκρισίας στα social media δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών, νομικών που ζητούσαν την εφαρμογή του νόμου στην υπόθεση του απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα, χωρίς, βέβαια, να ασπάζονται ή να διακηρύττουν θέσεις υπέρ της τρομοκρατίας, επίσης, δημιουργούν το αίσθημα ότι η εξουσία ελέγχει τα πάντα, ακόμα και την πληροφόρηση των πολιτών.

Πέμπτον και τελευταίον και σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, η κυβερνητική διαχείριση των περιστατικών της Νέας Σμύρνης. Το συστηματικό και συστημικό φαινόμενο της αστυνομικής βίας, που καταδεικνύει και το πόρισμα της επιτροπής Αλιβιζάτου, μέχρι στιγμής νομιμοποιούνταν στα μάτια των πολλών στη βάση του ιδιώνυμου «ήταν κωλόπαιδο/ μπαχαλάκιας/ αριστερός/ χρήστης/ τρανς/ αλλοδαπός/ φοιτητής/ διαδηλωτής/ κάτοικος Εξαρχείων/ γείτονας αλληλέγγυας δομής προσφύγων/ εγγονός Μακρονησιώτη/ αναγνώστης του Κάφκα / θεατής του Joker κοκ». Τώρα, όμως, κάνει το ντεμπούτο του σε μια «καλή» γειτονιά των Νοτίων Προαστίων, γειτονιά της αθηναϊκής μικροαστικής τάξης, ψηφοφόρων, στην πλειονότητά τους, του κυβερνώντος κόμματος, με θύμα έναν νέο άνθρωπο που ειρηνικά πήγε να διαμαρτυρηθεί γιατί η ομάδα Δράση έκοψε πρόστιμο σε μια οικογένεια που καθόταν σε παγκάκι. Ακολουθεί μια αποτυχημένη προσπάθεια της κυβέρνησης μέσω ΑΠΕ-ΜΠΕ να παρουσιάσει τους αστυνομικούς ως θύματα επίθεσης κουκουλοφόρων, αλλά οι αυτόπτες μάρτυρες και τα βίντεο που αποδείκνυαν τον απρόκλητο και βάναυσο ξυλοδαρμό του ανθρώπου από μέλη της ΕΛ.ΑΣ. ήταν πάρα πολλά για να τα αντικρούσει ή/και θάψει. Την επόμενη ημέρα, το Μαξίμου στέλνει λαγό τον βουλευτή της ΝΔ Κωνσταντίνο Κυρανάκη, ο οποίος, παραβιάζοντας μια σειρά από νόμους (ενδεικτικά τον νόμο περί προσωπικών δεδομένων, την ευρωπαϊκή οδηγία GDPR, το τεκμήριο αθωότητας, και αυτό το μικρό και αμελητέο θεμέλιο του πολιτεύματος, διάκριση των εξουσιών θαρρώ λέγεται) δίνει στον αέρα το ονοματεπώνυμο και τα πολιτικά φρονήματα του θύματος που προφανώς έχει λάβει (δεν ξέρω με ποια ιδιότητα) από τον υπηρεσιακό φάκελο της ίδιας της αστυνομίας που προορίζεται για τη Δικαιοσύνη. Το ότι ο Κυρανάκης δεν αυτενέργησε αλλά έδρασε βάσει non-paper της κυβέρνησης προς τους βουλευτές αποδεικνύει το γεγονός ότι η κυβερνητική εκπρόσωπος Αριστοτελία Πελώνη παρέχει πλήρη κάλυψη στην παράνομη πράξη του βουλευτή στη συνέντευξη τύπου. Είναι, πλέον, ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση όχι απλά δεν υποχωρεί, όχι απλά δεν προσπαθεί να ηρεμήσει τα πνεύματα αλλά θέλει να οξύνει την πόλωση, να βγάλει ακόμα παραπάνω ανθρώπους στον δρόμο, να δώσει χώρο σε βίαιες αντιδράσεις από την άλλη πλευρά ώστε να έχει πάτημα και πρόσχημα να νομιμοποιήσει παραπάνω βία. Τολμώ, μάλιστα, να ισχυριστώ ότι δεν θα πείραζε και πολύ την κυβέρνηση αν είχε σκοτωθεί ο αστυνομικός που χτυπήθηκε με δολοφονική βία και μανία από τον όχλο στη γιγάντια πορεία ενάντια στην αστυνομική βία. Θα είχε ένα άλλοθι, θα είχε έναν ήρωα, θα είχε ένα σύμβολο να εργαλειοποιήσει για να επιβάλει ακόμα μεγαλύτερη καταστολή. Για καλή τύχη του ίδιου του αστυνομικού αλλά και όλων εμάς, ο αστυνομικός έζησε. Το κατοπινό αιφνίδιο διάγγελμα του Πρωθυπουργού όπου καταδίκασε τη βία εναντίον του αστυνομικού αλλά όχι τη βία εναντίον του πολίτη, του γύρισε μπούμερανγκ. Χιλιάδες angry reactions και σχόλια τον οδήγησαν δυο μέρες μετά να πει ότι καλά θα κάνουν οι νέοι να κλείσουν τα social media διότι δεν ευνοούν τη δημοκρατία. Τη δημοκρατία ή τη Νέα Δημοκρατία κ. Πρωθυπουργέ;

Η εξουσία μοιάζει, λοιπόν, κατά τα φαινόμενα να ισχυροποιείται και να εντείνεται επειδή νιώθουμε ασφυχτικά τον κλοιό της να σφίγγει γύρω από τα σώματά μας. Στην πράξη, όμως, όλα αυτά είναι σημάδια αποδυνάμωσης. Σημάδια απειλής στη σκιά της αποτυχημένης διαχείρισης της πανδημίας, της συγκάλυψης ενός ολόκληρου συστήματος παιδοβιαστών με ρίζες στα καλύτερα σχολεία και την αστική τάξη αυτής της χώρας, της επερχόμενης ή ήδη παρούσας κατάρρευσης της οικονομίας. Σημάδια πανικού, σπασμωδικών αντιδράσεων, σημάδια αδυναμίας και όχι δύναμης.

Ο έχων την εξουσία ακούει τους σπουδαγμένους στα καλύτερα ιδρύματα επικοινωνιολόγους του, τους φωνακλάδες μεν αλλά μειοψηφούντες εκπροσώπους του «μετώπου λογικής» που μισούν τόσο τυφλά τον παράλογο, συναισθηματικό, επιπόλαιο, ηλίθιο «λαό» έτσι γενικά ως ομοιογενή κατηγορία. Που αποδίδουν σε αυτόν τον λαό ιδεολογικά χαρακτηριστικά που δεν συνάδουν πάντα με την πραγματικότητα, καθώς, ως γνωστόν, υπάρχουν και ταξικά κοιμισμένοι εκπρόσωποί του. Που θεωρούν ότι ο κόσμος, ο κόσμος που πειθάρχησε επί δύο μήνες «μένοντας σπίτι», σε ένα σπίτι που δεν μοιάζει σε ανέσεις με τα σπίτια των κυβερνώντων και των επικοινωνιολόγων τους, βγαίνει στους δρόμους όχι επειδή πλέον δεν μπορεί να ανασάνει αλλά επειδή θέλει να διασπείρει τον ιό.

Τον Μητσοτάκη, όμως, δεν τον έφεραν στην εξουσία ούτε οι επικοινωνιολόγοι, ούτε η χούφτα του «μετώπου λογικής» που όποτε κατέβηκε αυτόνομα σε εκλογές πήρε κάτω του 0,5%, ούτε, βέβαια, η ελληνική αστική τάξη. Τον έφεραν οι μικροαστοί και οι μικρομεσοαστοί, οι έμποροι με τα κλειστά μαγαζιά, οι μικροϊδιοκτήτες με τα απλήρωτα νοίκια, οι μικροεπιχειρηματίες που ακούν εξαγγελίες για επιστρεπτέα προκαταβολή ενώ δεν έλαβαν ακόμα την προηγούμενη, οι ελεύθεροι επαγγελματίες με τα πάγια χρέη να τρέχουν, οι γονείς που πασχίζουν έναν χρόνο με την αποτυχημένη τηλεκπαίδευση των παιδιών τους, οι συνταξιούχοι που βλέπουν να τους παίρνουν τα εμβόλια οι ημέτεροι της ΝΔ, οι κάτοικοι της Νέας Σμύρνης. Όλοι αυτοί τους οποίους είτε δεν βλέπει μέσα στο προνόμιό του, είτε αγνοεί πεπεισμένος για τη νομιμοποίηση που απολάμβανε η εξουσία του τόσο καιρό από τους πολλούς, είτε, εσχάτως, αποφασίζει να εξαπολύσει βία εναντίον τους. Και είναι αυτή η βία ως αντίθετο της εξουσίας που κάνει την καρέκλα του να τρίζει. Καθώς βγάζει τη βίτσα να βαρέσει τα πλήθη που τον συγκρατούν, νομίζοντας, τάχα, ότι αυτό θα τον κρατήσει πάνω, θα πέσει κάτω από την ασπίδα σαν τον Μαζεστίξ, αναρωτόμενος αν έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι του.