Αναφερόμενος στη μήνυση που κατέθεσε ο Αντώνης Σαμαράς για την υπόθεση Novartis προς τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ο υπουργός Επικρατείας δηλώνει ότι αρχικά έμεινε κατάπληκτος από τη συγκεκριμένη κίνηση και στη συνέχεια οργισμένος. Αναρωτιέται πού μπορεί να φτάσει ένας πολιτικός όταν χάσει την ψυχραιμία του, κάνοντας λόγο για συμπεριφορές που όχι μόνο απαξιώνουν τον πολιτικό πολιτισμό, αλλά τον οδηγούν σε σκοτεινά μονοπάτια. «Ο πρωθυπουργός», συνεχίζει, «προφανώς και δεν έχει ανάγκη να κρυφτεί ή να κάνει χρήση οποιασδήποτε προστασίας ή οποιουδήποτε μηχανισμού συγκάλυψης. Κατηγορείται και καταμηνύεται με χυδαία ψεύδη από τον κ. Σαμαρά. Ελπίζω να μην υπάρξουν βουλευτές (30 απαιτούνται), οι οποίοι θα συναινέσουν στο να ακολουθήσουν αυτό τον ολισθηρό δρόμο», αναφέρει.

Στο ερώτημα πώς θα νιώσει αν δεν αποδειχθούν ποινικές ευθύνες για τα δέκα πρόσωπα που έχουν παραπεμφθεί, δηλώνει πως όσα καταγγέλλονται του δημιουργούν την αίσθηση ότι αυτή η χώρα λεηλατήθηκε πολύ άγρια, ότι «καμία προσωπική περιπέτεια, ακόμη και των πολιτικών μας αντιπάλων, δεν μου είναι αρεστή» και πως «το ομολογημένο σκάνδαλο όμως δεν έγινε σε πολιτικό κενό, υπήρχαν κυβερνήσεις και υπουργοί που έχουν πολιτικές ευθύνες τις οποίες μέχρι σήμερα δεν ανέλαβαν».

«Η γνώμη μου είναι να καταψηφιστούν», απαντά για το εάν η κυβέρνηση θα υπερψηφίσει την πρόταση της ΝΔ για αίτηση σύστασης προανακριτικής για το θέμα της τιμολόγησης φαρμάκων (Π. Κουρουμπλής, Α. Ξανθός και Π. Πολάκης) και το αντίστοιχο αίτημα που έχει προαναγγείλει για τον Π. Καμμένο. «Όχι γιατί φοβάμαι την έκβαση, εξάλλου καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται, αλλά γιατί δεν πρέπει να συρθούμε στους αντιπερισπασμούς», αναφέρει, εξηγώντας ότι αντίθετα η κυβέρνηση: «Ούτε εφηύραμε τη Novartis ούτε τους πολιτικούς που αναφέρονται στη δικογραφία. Με ευλάβεια τηρήσαμε το Σύνταγμα και τον κανονισμό της Βουλής και θα προστατεύσουμε τα συμφέροντα του Δημοσίου και των πολιτών. Δεν θα κρύψουμε τίποτα κάτω από το χαλί. Όλα στο φως».


Συνεργασία με το Κίνημα Αλλαγής

Για τη στρατηγική του Κινήματος Αλλαγής και το ενδεχόμενο συνεργασίας μαζί του, ανέφερε πως «αφού καθορίσει τις πολιτικές- κοινωνικές επιλογές του, αφού προσδιορίσει ότι είναι με τη μεριά των πολλών και διαχωρίσει τη θέση του από τις νεοφιλελεύθερες συντηρητικές δυνάμεις και επιλογές, ανοίγει ο δρόμος». Επίσης ότι «αν ταυτόχρονα η ηγεσία του αποφασίσει ότι κύριος αντίπαλος είναι η ΝΔ και οι συντηρητικές δυνάμεις και όχι η Αριστερά, θα αρχίσει να αποκτάται η αναγκαία εμπιστοσύνη που είναι απαραίτητη για κάθε προσπάθεια διαλόγου και αναζήτησης συγκλίσεων».

Ο υπουργός Επικρατείας μιλά για «σημαντικό πολιτικό συμβολισμό» της υπουργοποίησης του Φώτη Κουβέλη. Αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «έχουμε σημαντικές διαφωνίες για το τι συνέβη στο παρελθόν, συμφωνούμε όμως για το τι πρέπει να γίνει από δω και μπρος». «Αυτό είναι που δεν αντέχουν στην αντιπολίτευση, ότι αυτή η κυβέρνηση πείθει πολλούς οι οποίοι στην αρχή της θητείας της δεν είχαν πειστεί για το πώς πρέπει να πάνε τα πράγματα», αναφέρει. Τονίζει πως αυτό που ενοχλεί την αντιπολίτευση και «εξαπολύει απρεπείς χαρακτηρισμούς» εναντίον του είναι ότι «διαμορφώνονται πεδία καινούργιων συγκλίσεων, οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη διεύρυνση της κοινωνικής και πολιτικής βάσης της κυβέρνησης. «Δεν του συγχωρούν ότι δεν συναίνεσε στην εξακολούθηση του βίου της καταστροφικής κυβέρνησης Σαμαρά, και τώρα ρίχνουν τα δηλητηριώδη βέλη», προσθέτει.

Ο A. Φλαμπουράρης τονίζει ότι η οικονομία «μπορεί να σταθεί μόνη της χωρίς υποστηρικτικούς μηχανισμούς των δανειστών που αλλιώς θα διατηρήσουν την μέχρι σήμερα ασφυκτική επιτροπεία αλλά και την ομηρία μας σε παράλογες και αντιφατικές απαιτήσεις». Χαρακτηρίζει «ακατανόητη την επιμονή του διοικητή της ΤτΕ στην “πιστοληπτική γραμμή”», τη στιγμή μάλιστα που, όπως προσθέτει, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και διεθνείς οίκοι προβλέπουν «καθαρή» έξοδο από τα μνημόνια τον Αύγουστο. «Δεν μου δίνει την εντύπωση της αμερόληπτης διατύπωσης γνώμης», σχολιάζει. Εκφράζει δε την πεποίθηση ότι την επόμενη μέρα του Μνημονίου «θα υπάρξουν καλύτερες συνθήκες και μεγαλύτερα περιθώρια για να ασκήσουμε πολιτικές κοντινότερες στο πολιτικό μας πρόγραμμα».