Ευνόητο είναι πως από τη στιγμή που το θέμα μας ήταν «1821 οι μύθοι και η εργαλειοποίησή του, να ξεκινήσουμε από τον κατεξοχήν φορέα αυτής της διαδικασίας σήμερα, την γνωστή «Πρωτοβουλία 1821-2021» στην οποία προεδρεύει η Γιάννα Αγγελοπούλου. Ο Τάσος Κωστόπουλος παρουσίασε τους ομολογημένους στόχους της Επιτροπής (ανάδειξη της μοναδικότητας του Έλληνα, εθνική συνέχεια και ενότητα) αλλά και τους ανομολόγητους όπου ο κύριος είναι η δημιουργία ενός άτυπου διευθυντηρίου του ελληνικού αστικού πολιτικού συστήματος και μερίδων του κεφαλαίου για την αναζήτηση ενός νέου λειτουργικού εθνικού οράματος. Τόνισε μάλιστα πως κάτι τέτοιο δε φαίνεται να λειτουργεί, όχι μόνο λόγω του διαχωρισμού των αστικών μερίδων ανάμεσα στη μεταμοντέρνα «ευρωπαϊκή» και την παραδοσιακή, αλλά γιατί και η αντικειμενική πραγματικότητα τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια τους.

Παρουσίασε συνοπτικά αλλά συνεκτικά όλους τους βασικούς μύθους που μας συνοδεύουν ήδη από τα μαθητικά μας χρόνια (κρυφό σχολειό, ο ρόλος του Π.Π. Γερμανού, η εθνική συνέχεια), ενώ μας κατέδειξε και το πως ο ελληνικός αστισμός «γιόρτασε» τα πενηντάχρονα, τα εκατόχρονα αλλά και σε άλλες σημαντικές καμπές της ελληνικής ιστορίας, πάντα σε ένα φόντο κρίσεων και τελικά αδιεξόδου. Βέβαια ειδικά στο ζήτημα των μύθων ξεχώρισε αυτόν της εθνικής συνέχειας και ενότητα., ένα διαρκές πουκάμισο αδειανό για την ενσωμάτωση των λαϊκών συνειδήσεων.

Ανάμεσα σε άλλα τόνισε την ιδιαίτερη σημασία που έχει ακόμα και η αριστερή σκέψη να αποκοπεί από την μεθοδολογία και τη λογική της αστικής ιστοριογραφίας, επιχειρώντας να μιλήσει στο σήμερα για τη δυναμική της επανάστασης ως καμπής στη ζωή των κοινωνιών, και ταυτόχρονα να μην εξιδανικεύει πρωταγωνιστές. Το ελληνικό κράτος στα διακόσια χρόνια του συνεχίζει να αναπαράγει ψέματα και να παραμένει μακριά από μια πραγματική αποτίμηση των γεγονότων που φυσικά θα έφθειρε τις βασικές του επιδιώξεις.

Από τη μεριά του ο Νίκος Ισμιρνίογλου, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Τάσο Κωστόπουλο έθεσε συνολικά τη μυθιστορία που αναπαράγει το ελληνικό κράτος, ενώ τόνισε με ιδιαίτερη έμφαση το ρόλο της Εκκλησίας, αντεπαναστατικό και αντιλαϊκό, σε αντίθεση με τις αγιογραφίες που ακόμα επιχειρεί να συντηρήσει η αστική ιστοριογραφία.

Ταυτόχρονα παρουσίασε το κοινωνικό περιεχόμενο της Επανάστασης, μακριά από την απόκρυψη που επιχειρεί το ελληνικό κράτος, τόσο στον εκπαιδευτικό χώρο όσο και με τις γενικότερες πρωτοβουλίες που υποστηρίζει όπως και η Πρωτοβουλία 1821-2021, αλλά και από τη σχηματική αντιπαράθεση μέσα στην αριστερή ιστοριογραφία, η οποία δεν αποφεύγει την προσκόλληση σε προκατασκευασμένα σχήματα, που ήδη στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα άρχισαν να αναδεικνύονται με καινούργιες έρευνες.

Επίσης ένα από τα σημαντικά σημεία της τοποθέτησής του ήταν και ο χαρακτηρισμός του ελληνικού κράτους ως ένα εξαρτώμενο από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν ανέπτυξε τα δικά του ιδιοτελή συμφέροντα, με τη δική τους δυναμική, και μάλιστα και με στρατιωτικές δράσεις που δεν είναι ευρέως γνωστές.

Τέλος στάθηκε στο ότι η ίδια η Επανάσταση ως ιστορική πράξη είναι ένα σημείο αναφοράς, το οποίο μάλιστα επιχειρούν να εμφανίσουν οι κυρίαρχοι ως μια εθνική παλιγγενεσία χωρίς κοινωνικό πρόσημο.

Η Επιτροπή Αλληλεγγύης Στρατευμένων θα εντείνει την αναγκαία συζήτηση για τα συμπεράσματα σε σχέση με το 1821 και το ελληνικό κράτος, επιχειρώντας να συμβάλλει ώστε η ιστορία να γίνει όπλο στα χέρια αυτών που με το μόχθο τους και την πάλη τους κινούν τις κοινωνίες.