Η υποψήφια του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου, Μαρίν Λεπέν, είχε το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις κατά τον τελευταίο χρόνο, αλλά η στήριξη προς αυτήν έχει μειωθεί. Ο πρώην σοσιαλιστής υπουργός και το αγαπημένο παιδί των αστικών ΜΜΕ, Εμανουέλ Μακρόν, είναι στήθος με στήθος με την Λεπέν, και οι δύο με ποσοστά περίπου 22-23%. Ο επίσημος συντηρητικός (Ρεπουμπλικάνος) υποψήφιος Φρανσουά Φιγιόν θα έπρεπε να ήταν στην πρώτη θέση, αλλά καταστράφηκε από το σκάνδαλο των εξόδων για τη σύζυγο και τα παιδιά του, οι οποίοι έλαβαν τεράστιους μισθούς από τα κρατικά ταμεία για κοινοβουλευτική εργασία που δεν έκαναν ποτέ. Ακόμα κι έτσι, ο Φιγιόν παίρνει ένα ποσοστό περίπου 18-19% από αυτούς που δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν.

Η μεγάλη έκπληξη των τελευταίων εβδομάδων ήταν η άνοδος του αριστερού (στο στυλ του ΣΥΡΙΖΑ) υποψηφίου Ζαν-Λουκ Μελανσόν, του οποίου το ποσοστό «σκαρφάλωσε» από 10-11% σε περίπου 19% σήμερα. Έτσι, ο επίσημος υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Μπενουά Χαμόν, είδε τις ψήφους του να πέφτουν δημοσκοπικά στο 6-7%.

Το πιο πιθανό εξακολουθεί να είναι η Λεπέν και ο Μακρόν να περάσουν στον δεύτερο γύρο, με τον Μακρόν να είναι πιο πιθανό να κερδίσει την προεδρία με κάποια διαφορά από την Λεπέν.

Το πόσο κοντά βρίσκονται οι υποψήφιοι, ανησυχεί σοβαρά τα κυρίαρχα στρώματα του γαλλικού καπιταλισμού: τις μεγάλες γαλλικές εταιρίες και τράπεζες και την αφρόκρεμα των πολιτικών των πλουσίων. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι δυνατόν (αν και με μικρές πιθανότητες) ο δεύτερος γύρος να είναι μια μάχη μεταξύ των Μελανσόν και Λεπέν. Αυτό θα ήταν μια καταστροφή για τον γαλλικό καπιταλισμό σε μια εποχή που αγωνίζεται να αναπτυχθεί και να διατηρήσει τη θέση της χώρας ως το «μικρό» συνεργάτη της Γερμανίας στην ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Γαλλία είναι μία από τις δέκα κορυφαίες καπιταλιστικές οικονομίες σε παγκόσμιο επίπεδο. Βρίσκεται όμως σε δύσκολη θέση. Η κερδοφορία του γαλλικού κεφαλαίου είναι στο χαμηλότερο μεταπολεμικό επίπεδο (η κερδοφορία εξακολουθεί να είναι χαμηλή κατά ένα εντυπωσιακό 22% από τότε που έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο, λίγο πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση το 2007). Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ είναι μόλις πάνω από 1% ετησίως, πολύ χαμηλότερη από εκείνη της Γερμανίας. Το ποσοστό ανεργίας παραμένει «κολλημένο» κοντά στο 10% σε σύγκριση με το μόλις 3,9% στη Γερμανία. Η ανεργία των νέων είναι στο 24%. Οι επενδύσεις των επιχειρήσεων έχουν μείνει στάσιμες στη φάση της «ανάκαμψης» από το 2009.

Λόγω των δράσεων του γαλλικού εργατικού κινήματος, οι ανισότητες του εισοδήματος και του πλούτου δεν έχουν αυξηθεί τόσο πολύ όσο σε άλλες χώρες των G7, όπως στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο κατά τα τελευταία 30 χρόνια. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές υπήρξαν λιγότερο αποτελεσματικές στην αύξηση της κερδοφορίας τους και στο να βάλουν τους εργάτες υπό τον έλεγχο του κεφαλαίου. Έτσι, το γαλλικό κεφάλαιο χρειάζεται έναν πρόεδρο που μπορεί και θα το κάνει αυτό τώρα. Μπορεί να βρει κάποιον;

Ο Φιγιόν είναι ο καλύτερος υποψήφιος για το γαλλικό κεφάλαιο. Θα επιδιώξει να βάλει τέλος στο βασικό κεκτημένο του γαλλικού εργατικού κινήματος, το επίσημο εβδομαδιαίο ωράριο των 35 ωρών. Αντ’ αυτού, οι εργαζόμενοι θα δουλεύουν 39 ώρες για να μπορούν μετά να πληρωθούν για υπερωρίες ή να εξαργυρώνουν τις υπερωρίες τους με άδειες. Ο Φιγιόν θα μειώσει το εργατικό δυναμικό του δημόσιου τομέα κατά 500.000 (ή 10%). Η ηλικία συνταξιοδότησης θα αυξηθεί στα 65 χρόνια από τα 62 που είναι τώρα. Τα επιδόματα ανεργίας θα μειωθούν. Σκληρή δημοσιονομική λιτότητα θα επιβληθεί μέσω της αύξησης των συντελεστών του ΦΠΑ και περικοπής των δημόσιων δαπανών, ενώ ο συντελεστής φορολογίας των επιχειρήσεων θα μειωθεί στο 25%. Και ο Φιγιόν θα πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων τον τρέχοντα φόρο υψηλής περιουσίας για τους πλούσιους.

Πρόκειται για ένα ξεκάθαρα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που κανένας Γάλλος πρόεδρος δεν μπόρεσε να επιβάλει με επιτυχία τα τελευταία 30 χρόνια. Αλλά το γαλλικό κεφάλαιο το απαιτεί. Δυστυχώς για τις μεγάλες επιχειρήσεις, όμως, είναι απίθανο για τον Φιγιόν να πάρει την προεδρία.

Το πιο πιθανόν είναι να κερδίσει ο Μακρόν, πρώην τραπεζίτης και πρώην υπουργός των Σοσιαλιστών. Το πρόγραμμά του είναι μια προσπάθεια προσέλκυσης τόσο του εργατικού δυναμικού όσο και του κεφαλαίου. Ισχυρίζεται ότι θα μειώσει το ποσοστό ανεργίας στο 7% μέσω ενός επενδυτικού σχεδίου. Σχεδιάζει, επίσης, να μειώσει τις δαπάνες του δημόσιου τομέα και τους φόρους των επιχειρήσεων. Θα κρατήσει το εβδομαδιαίο ωράριο των 35 ωρών, αλλά οι εταιρείες θα έχουν τη δυνατότητα να «διαπραγματεύονται» για περισσότερες ώρες εργασίας. Οι χαμηλόμισθοι θα απαλλάσσονται από ορισμένες εισφορές κοινωνικής πρόνοιας, ένα μέτρο που θα προσθέσει έναν μισθό ανά έτος στο πορτοφόλι τού εργαζομένου (αλλά δεν είναι καθόλου σαφές το ποιος τελικά θα πληρώνει για αυτό, πέραν αυτής της «μεγαλύτερης ανάπτυξης»).

Τόσο ο Φιγιόν όσο και ο Μακρόν είναι υπέρ της ΕΕ και υπέρ του ευρώ. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά πολιτικής με την Λεπέν και τον Μελανσόν. Η Λεπέν θα «επαναδιαπραγματευτεί» τη συνθήκη της ΕΕ με την υπόλοιπη ΕΕ και, εάν αποτύχει, θα προκηρύξει δημοψήφισμα για την έξοδο από την ΕΕ, εντός έξι μηνών. Εάν ψηφίσουν για να φύγουν, η Γαλλία θα καταργήσει  το ευρώ ως νόμισμά της και θα επαναφέρει το φράγκο. Μια τέτοια πολιτική θα συγκλόνιζε τη γαλλική οικονομία και ίσως να ήταν το θανάσιμο πλήγμα για την ΕΕ και το ευρώ όπως τα ξέρουμε.

Η Λεπέν θα σταματήσει τη μετανάστευση, θα αφαιρέσει από πολλούς Γάλλους μουσουλμάνους την υπηκοότητα, θα ανακαλέσει τις διεθνείς εμπορικές συνθήκες και τις δραστηριότητες του ΝΑΤΟ και θα περιορίσει την ελεύθερη εκπαίδευση μόνο στους Γάλλους πολίτες. Οι εταιρείες που απασχολούν αλλοδαπούς θα καταβάλλουν επιπλέον φόρο 10% και οι εισαγωγές από το εξωτερικό θα υπόκεινται σε φόρο 3%.

Ισχυρίζεται ότι μπορεί να μειώσει τους φόρους στα μέσα νοικοκυριά και να αυξήσει τα κοινωνικά επιδόματα εξοικονομώντας χρήματα από τη συμμετοχή στην ΕΕ και τους κανονισμούς της (που αποδείχθηκε μύθος στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η λιτότητα έχει ενταθεί). Και αντί να αυξήσει την ηλικία συνταξιοδότησης, όπως προτείνει ο Φιγιόν, θα την μειώσει στα 60 χρόνια, θα αυξήσει τις παροχές για τους ηλικιωμένους και τα παιδιά, διατηρώντας το ωράριο εργασίας στις 35 ώρες την εβδομάδα και τις υπερωρίες χωρίς φόρους!

Επομένως, η οικονομική πολιτική της Λεπέν είναι ανάθεμα για το γαλλικό κεφάλαιο και ελκυστική για τους γάλλους εργάτες, αλλά συνδυάζεται με ρατσιστικά και εθνικιστικά μέτρα. Πάνω απ’ όλα, δεν υπάρχει πραγματική επίθεση στην ηγεμονία των μεγάλων γαλλικών επιχειρήσεων. Έτσι, αυτή η πολιτική αύξησης των μισθών και των επιδομάτων, φεύγοντας από το ευρώ και εισάγοντας τον προστατευτισμό, σε έναν οικονομικό κόσμο χαμηλής ανάπτυξης και μιας πιθανής νέας οικονομικής ύφεσης, είναι ουτοπική. Ούτε οι ανάγκες της εργασίας ούτε αυτές του κεφαλαίου θα ικανοποιηθούν.

Ο Μελανσόν έχει ως στόχο να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των εργατών πάνω από  το κεφάλαιο. Προτείνει ένα σχέδιο οικονομικής τόνωσης ύψους 100 δισ. ευρώ που θα χρηματοδοτείται από τον δημόσιο δανεισμό. Θα αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες, τον ελάχιστο μισθό και τον μισθό στο Δημόσιο και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας για να μειώσει το ποσοστό ανεργίας στο 6% και επίσης, όπως η Λεπέν, θα μειώσει την ηλικία συνταξιοδότησης στα 60 έτη.

Ωστόσο, ο Μελανσόν θα επαναδιαπραγματευτεί τις Συνθήκες της ΕΕ, θα αγνοήσει το σύμφωνο δημοσιονομικής λιτότητας της ΕΕ, θα ζητήσει υποτίμηση του ευρώ, θα πάρει την Τράπεζα της Γαλλίας (Banque de France) σε εθνικό έλεγχο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και θα φύγει από το ΝΑΤΟ και το ΔΝΤ. Και όπως και η Λεπέν, εάν τα μέτρα αυτά παρεμποδιστούν, θα διεξάγει δημοψήφισμα για τη συμμετοχή στην ΕΕ.

Το οικονομικό πρόγραμμα του Μελανσόν είναι παρόμοιο με αυτό του Σοσιαλιστή Φρανσουά Μιτεράν, που κέρδισε την προεδρία το 1981. Και αυτός ήθελε να βάλει τη Γαλλία σε μια ανεξάρτητη τροχιά σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, διευρύνοντας την οικονομία μέσω δημόσιων δαπανών, εθνικοποίησης και περισσότερων φόρων στις επιχειρήσεις και τους πλούσιους. Το πρόγραμμα αυτό κατέρρευσε μπροστά στη βαθιά παγκόσμια ύφεση του 1980-2, όταν οι οικονομικοί επενδυτές έφυγαν από τη Γαλλία και το φράγκο. Η επιλογή τότε για τον Μιτεράν ήταν είτε να φτάσει ως το τέρμα και να πάρει τον έλεγχο από το γαλλικό κεφάλαιο είτε να υποταχθεί στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Επέλεξε το τελευταίο με το επονομαζόμενο «tournant de la rigueur» (στροφή λιτότητας) το 1983.

Αυτήν την επιλογή μπορεί να αντιμετωπίσει σύντομα ο Μελανσόν, στην -όχι και τόσο πιθανή- περίπτωση που κερδίσει την προεδρία. Τον Ιούνιο, οι Γάλλοι ψηφίζουν για μια νέα Εθνοσυνέλευση, η οποία πιθανότατα θα εκλέξει μια πλειοψηφία συντηρητικών βουλευτών, υπέρ του κεφαλαίου και της ΕΕ. Θα υποστηριχθούν από μια μιντιακή εκστρατεία από τις μεγάλες επιχειρήσεις, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και άλλες κυβερνήσεις της ΕΕ που θα θέλουν να «περάσουν δεσμά» στον νέο πρόεδρο.

Η μάχη θα ξεκινήσει από την πρώτη κιόλας μέρα, ενώ το ευρώ και τα γαλλικά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία θα είναι ζαλισμένα από το σοκ. Θα υπάρξει μια παρόμοια κρίση με αυτήν της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015: είτε να τερματιστεί ο έλεγχος από το κεφάλαιο και να επιδιωχθεί μια ευρωπαϊκής εμβέλειας υποστήριξη για ριζοσπαστική αλλαγή είτε να παραδοθούν στην πίεση.

Αλλά πιθανότατα δεν θα συμβεί ούτως ή άλλως.

*Ο Michael Roberts έχει εργαστεί ως οικονομολόγος στο City του Λονδίνου για πάνω από 30 χρόνια. Έχει γράψει τα βιβλία The Great Recession: a Marxist view (2009) και το The Long Depression: Marxism and the Global Crisis of Capitalism (2016). Αρθρογραφεί στο Jacobin και στο προσωπικό του blog