Κανείς μας δεν ξέρει ποιος είσαι.

Φέτος στις 14 Οκτωβρίου θα συμπληρωθούν είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Βλάσση Μπονάτσου. Τον Βλάσση, θα μου επιτρέψετε την οικειότητα του μικρού που συνήθως αντιπαθώ στα κείμενα, τον θυμάμαι από την τηλεόραση της δεκαετίας του ’90 ως μία από τις πρώτες μορφές με τις οποίες απέκτησα μια φαντασιωσική ταύτιση (οι άλλες δύο ήταν ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και ο Άρης Σερβετάλης στο Είσαι το Ταίρι Μου). Ο κυρίως λόγος που ο Βλάσσης αγκίστρωσε μέσα μου ήταν νομίζω και ο λόγος που τον κατέστησε για μια όχι σύντομη περίοδο ως ένα από τα αρχέτυπα των μεταπολιτευτικών σούπερ σταρ. Επί της αρχής: το ότι είχε μεγάλη πλάκα. Μπορούσε να πλασάρεται ανάλογα με την περίσταση σαν χίπης, σαν ροκάς (ό,τι κι αν ποτέ σήμαινε αυτό), γενικώς και αορίστως σαν επαναστάτης. Ήταν πάνω απ’ όλα πραγματικά ανεπιτήδευτος και χωρίς καμία σοβαροφάνεια, οιωνεί sui generis, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο περιεχόμενο ώστε να γίνεται επιπροσθέτως και απειλητικός για κάποιον ή κάτι. Έπιανε την χρυσή τομή μεταξύ αντισυμβατικότητας και ακινδυνότητας που απαιτείται για να γίνει κανείς το είδος συμβόλου του μάρκετινγκ που απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο, συνήθως νεανικό αγοραστικό κοινό, το οποίο με τη σειρά του έχει την ανάγκη να καρπώνεται το σημαίνον της επανάστασης χωρίς το σημαινόμενο που θα το βάλει σε πολλούς μπελάδες. Και κυρίως, είχε μεγάλη πλάκα.

Πάμπολλα αφιερώματα έχουν γίνει στη ζωή και στη μνήμη του Βλάσση, τα οποία συνήθως ορίζουν τέσσερεις σταθμούς στη ζωή του: το πώς συστήθηκε μέσα από τους ποπ-ροκ Πελόμα Μποκιού στις αρχές του ’70 οι οποίοι διαλύθηκαν πριν την ώρα τους, το πώς συνέχισε με διακοπτόμενη σόλο μουσική καριέρα για πάνω από είκοσι χρόνια, το πώς έγινε σταρ κλέβοντας την παράσταση ως Τσε (αλίμονο) δίπλα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη στις αρχές του ’80, και το πώς εγκαθιδρύθηκε στο τηλεοπτικό στερέωμα στον ρόλο που ήταν τελικά πιο κοντά στον εαυτό του από οποιονδήποτε άλλον: τον Βλάσση στους Απαράδεκτους της Δήμητρας Παπαδοπούλου. Και τελικά το πώς, αρχίζοντας ο αιώνιος νέος να δίνει έδαφος στον μεσήλικα τηλεπαρουσιαστή, και λίγο αφότου έχασε την τηλεοπτική εκπομπή «Πάμε Γι’ Άλλα» στις αρχές του ‘00, πέθανε κάποιο βράδυ στο σπίτι του, κατά τραγικό τρόπο μπροστά στην οικογένειά του. Η ιατροδικαστική γνωμάτευση, την οποία δεν έχω υπόψη κάποιον σοβαρό λόγο να αμφισβητούμε, έγραψε ότι ο Βλάσσης έφυγε από κληρονομικό αγγειοοίδημα, το οποίο είχε επίσης η μητέρα του, ο αδερφός του, και η κόρη του.

Παρ’ όλα αυτά, έχω την εντύπωση ότι ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι ο Βλάσσης πέθανε από υπερβολική δόση κοκαΐνης, από την οποία όντως ήταν εξαρτημένος, κάτι που δεν προκύπτει από κάποιο σοβαρό τεκμήριο. Κι έτσι, οι ρετροσπεκτίβες της ζωής του, οι επίσημες και οι ανεπίσημες, αναδίδουν συχνά την ίδια ιδιαίτερη πένθιμη διάθεση που αφορά τους προικισμένους και βασανισμένους, πλην όμως διάσημους ανθρώπους που έφυγαν από ναρκωτικά, λ.χ. την Τζάνις Τζόπλιν, τον Τζιμ Μόρισον, την Amy Winehouse. Είναι δε χαρακτηριστικό πως όταν οι άνθρωποι ακούν για την γνωμάτευση του Βλάσση, συχνά την απαξιώνουν ή απαντούν κάτι σε στυλ «άντε ρε», σαν να πλανάται γύρω μια συλλογική άρνηση να δεχτούμε ότι ο Βλάσσης μάλλον πέθανε από φυσικά αίτια. Κι αν πρέπει να κάνουμε μια υπόθεση σχετικά με το τι εξηγεί αυτήν την άρνηση, νομίζω ότι αυτό είναι μια έωλη αφήγηση που φοριέται κοστούμι σε όλους αυτούς τους θανάτους: επρόκειτο για έναν τρυφερό, ταλαντούχο, υπέροχο άνθρωπο, ο οποίος είχε ένα πρόβλημα: έπεσε στα ναρκωτικά. Άρα, τα ναρκωτικά, που ήταν το κύριο πρόβλημά του, πρέπει να ήταν κι αυτό το οποίο τον σκότωσε.

Αυτή η αντίληψη για τον Βλάσση αναπαρήχθη συμπυκνωμένη και πρόσφατα, στο αφιερωματικό επεισόδιο του podcast Μικροπράγματα. Όχι από τον παραγωγό του Άρη Δημοκίδη, αλλά από όλους σχεδόν όλους τους καλεσμένους του, μεταξύ των οποίων και οι κολλητοί του Βλάση, Γιάννης Ζουγανέλης και Κώστας Ζήκος. Οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αγάπησαν πραγματικά και βρέθηκαν κοντά στον Βλάσση, όσο τουλάχιστον μπορούσε να σε αφήσει να έρθεις κοντά του, λένε την εξής ιστορία. Ο Βλάσης ήταν από μικρός λαρτζ. Από όταν έβγαινε με τις παρέες του στο σχολείο, κερνούσε πάντα όλον τον κόσμο. Πιο μεγάλος, όταν έπιανε δυο φράγκα, τα σκόρπαγε σε αυτούς που είχαν ανάγκη. Και κυρίως, ήταν μια δύναμη της φύσης. Κατά τον Χάρη Ρώμα, όσο γαλαντόμος ήταν με τα λεφτά του, τόσο κι άλλο τόσο ήταν με την ενέργειά του, με το να ανεβάζει και να διασκεδάζει τους γύρω του. Είχε αστείρευτη διάθεση, που την μετέδιδε ηλεκτρικά μέσα από το χιούμορ του: ήταν πάντα χάι, δεν ήταν ποτέ ντάουν. Αλλά είχε και μια αδυναμία, ένα πάθος, μια αχίλλειο πτέρνα στην προσωπικότητά του, που ήταν αυτή η βρωμόσκονη. Και πέθανε νωρίς, σαν όλους τους ωραίους, σαν όλους τους καλούς. Δυστυχώς, δυστυχώς.

Φυσικά, αυτά τα δύο σκέλη της προσωπικότητας του Βλάσση μπορούν να ιδωθούν, εκτός από πλήρη αντίφαση, επίσης και σε πλήρη συμπληρωματικότητα. Αν δεχτούμε ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει ποτέ προβλήματα, να μην είναι ποτέ καταθλιπτικός, να μην είναι ποτέ ντάουν και να είναι πάντα χάι, και αν δεχτούμε επίσης ότι το να παρουσιάζεται κανείς έτσι οφείλεται στο πώς θέλει να τον βλέπουν οι άλλοι, αν κάνουμε δηλαδή υποθέσεις όχι και τόσο εξωφρενικές, τότε μπορούμε εύκολα να δούμε και ότι η κοκαΐνη θα ήταν ακριβώς το ναρκωτικό αυτού του ανθρώπου: το πώς θα του έδινε το καύσιμο να διατηρεί αυτό το ολοένα και αυξανόμενων απαιτήσεων περφόρμανς, κυνηγώντας κάθε φορά το όριο που ο προηγούμενος εαυτός του θα είχε θέσει, που θα τον έκανε αντικείμενο λατρείας από τους άλλους και ταυτόχρονα θα τον αποξένωνε ολοένα και περισσότερο από αυτούς.

Αν τα ναρκωτικά των χίπηδων και των ρέιβερς, το LSD και το ecstasy, φτιάχνουν την κοινότητα μέσα από την μοιρασμένη ευαλωτότητα, τότε η κοκαΐνη φτιάχνει την μονάδα μέσα από την ιδιωτική οχύρωση. Φτιάχνει, έστω για μισή ώρα, ανθρώπους με χαλύβδινη αυτοπεποίθηση, οι οποίοι δεν έχουν ανάγκη τους άλλους. Οι άλλοι μπορούν να προσφέρουν απόλαυση, να χρησιμοποιηθούν σαν εξάρτημα του εαυτού – και αντίστροφα, ο εαυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν εξάρτημα των άλλων – αλλά δεν μπορούν να μετέχουν ο ένας ουσιαστικά του κόσμου του άλλου, εκτός από τον τρόπο του βιαστικού, ηδονιστή τουρίστα. Η ανθρώπινη επικοινωνία απαιτεί στη βάση της την έλλειψη, την ανάγκη του άλλου, την αμοιβαία ευαλωτότητα, ενώ ο ρόλος της κοκαϊνης είναι ακριβώς το να εξαλείφει αυτήν την έλλειψη. Στην περίπτωση των εθισμένων χρηστών, η έλλειψη αυτή συνήθως δεν αντέχεται. But the crack that is there in everything is how the light gets in. Ευτυχώς, αυτήν την ρωγμή ακόμα και ο Βλάσσης βρήκε κάπου να την φανερώσει, στην σύντροφο των τελευταίων οχτώ χρόνων της ζωής του Μάρθα Κουτουμάνου, επίσης πρώην εξαρτημένη στο το έτερο ναρκωτικό που κάνει τον άνθρωπο μόνο νησί, την ηρωίνη.

Νομίζω πως η ιστορία του Βλάσση όπως την αφηγούνται οι συνομήλικοί του μπορεί να ακουστεί πειστική μόνο σε ανθρώπους αυτής της γενιάς, δηλαδή σε όσους είναι τώρα περίπου 60-80 χρονών. Και δεν είναι τυχαίο που, στο podcast που ανέφερα παραπάνω, ο Δημοκίδης, ο οποίος είναι γύρω στα 45 και ψυχοθεραπευόμενος, μπορεί εύκολα να διακρίνει τον ψυχότυπο του Βλάσση πέρα από μια αφελή, ανεξήγητη, σχεδόν μαγική αντίθεση ανάμεσα στο χάρμα της ζωής που υποτίθεται ότι ήταν και στο καταραμένο του πάθος. Νομίζω πως, μιλώντας ευρύτερα από τον Βλάσση, αυτή η αλλαγή οπτικής συμβολίζει και μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις της γενιάς μας: την ικανότητα να αναγνωρίζουμε κατ’ αρχάς τα συναισθήματα, τη σημαντικότητα και τις τροπικότητές τους, να καταλαβαίνουμε ότι είναι κοινά ανάμεσα στους ανθρώπους, να είμαστε καχύποπτοι ανάμεσα στις αρραγείς και ηρωποιητικές τους αφηγήσεις.

Στην καλύτερη και πιο προνομιούχα περίπτωση, έχουμε εμείς και το περιθώριο της συναισθηματικής μεγαλοσύνης να αναγνωρίζουμε ότι και η ανικανότητα των προηγούμενων να κάνουν κάτι ανάλογο, ως τόσο μαζική, δεν μπορεί να εξηγείται από τις ατομικές τους ποιότητες. Ο Ζουγανέλης και ο Ζήκος, οι γονείς, οι θείες και οι παππούδες μας δεν ήταν απλά ατομικά ανίδεοι και χοντρόπετσοι. Ο Ζουγανέλης και ο Ζήκος δεν αγάπησαν λιγότερο τον Βλάσση επειδή δεν μπορούσαν να τον δουν. Απλά έζησαν σε μια εποχή που δεν τους προσέφερε τα εργαλεία να τον δουν. Ίσως με τη σειρά της αυτή η ανικανότητα να μην ήταν απλά ζήτημα μόρφωσης και ευρύτητας πνεύματος, αλλά παράγωγο μιας συνθήκης που δεν επέτρεπε στους ανθρώπους να γίνουν τόσο ευάλωτοι όσο θα επέβαλε το να δουν τον εαυτό τους μέσα από αυτό το πρίσμα. Ίσως αυτή η συνθήκη να ήταν και υλική. Τα εμπειρικά δεδομένα δεν μας βοηθούν να διαλέξουμε βάσιμα ανάμεσα στα ενδεχόμενα: η ψυχανάλυση ξεκίνησε από τους αστούς και εφαρμόστηκε σε αστούς όμως οι αστοί έχουν και ευρύτερους πολιτιστικούς ορίζοντες, και περισσότερους διαθέσιμους πόρους. Και οπωσδήποτε, ίσως να παραμείνει άλυτο μυστήριο το γιατί η «κουλτούρα του συναισθήματος» απέκτησε ηγεμονία ανάμεσα στους millennials και κορυφώθηκε με την Gen Z, δηλαδή ανάμεσα σε ανθρώπους που βιώνουν μια πρωτοφανή κρίση νοήματος και ψυχικής υγείας – ίσως ακριβώς γι’ αυτό, ίσως απλά οι προηγούμενοι να είχαν την πολυτέλεια να διατηρούν την άγνοιά τους.

Σκέφτομαι καμια φορά πως ο κόσμος, πριν οι επιστήμες και οι τεχνολογίες ψυχικής υγείας κόψουν, κατά τον Μισέλ Φουκώ, το πεδίο των συναισθημάτων σε κουτάκια και βάλουν σε τάξη ακανόνιστες και χαοτικές ροές, πολλές φορές επιβάλλοντάς την πάνω σε μη δεκτικό υλικό, ίσως να ήταν πιο δεκτικός απέναντι σε ανθρώπους σαν τον Βλάσση. Οι ψυχικές άμυνες όσο είναι δυσλειτουργικές, άλλο τόσο είναι και απαραίτητες. Σε έναν κόσμο τόσο μεγάλης συναισθηματικής ενημερότητας όπου ο καθένας θα αναγνώριζε τον Βλάσση με τον τρόπο που κάνει αυτό το κείμενο, τελικά τι χώρο θα είχε ο Βλάσσης; Αυτού του είδους η ορατότητα θέλω να πιστεύω ότι κυρίως βοηθά τους ανθρώπους, αλλά καμια φορά νιώθω επίσης ότι φωτίζει τις ψυχικές τους τροπικότητες με ένα φως τόσο δυνατό που εξαφανίζει τις σκιές τους, τα καταφύγια στα οποία μπορούν να δροσιστούν. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το αμφιλεγόμενο δώρο της γνώσης δεν επιστρέφεται. Κι αφού γνωρίζουμε καλό είναι να αγαπάμε τους ανθρώπους γι’ αυτό που είναι, και όχι γι’ αυτό που θα θέλαμε να είναι.