Γράφει η Γεωργία Σαγρή*

 

Σήμερα 10/3/2021 ολοκληρώνω δέκα ημέρες απεργίας πείνας συμπαράστασης στον κρατούμενο απεργό πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα, δέκα ημέρες δίπλα στους χιλιάδες που συνεχίζουν να υπερασπίζονται το δίκαιο αίτημα του όπως αυτό αποδεικνύεται από τις ανακοινώσεις δικηγορικών συλλόγων και δεκάδων δικηγόρων, ακαδημαϊκών και καλλιτεχνών όπως και την ανάλογη παρέμβαση του προεδρείου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων που ζητά το Ελληνικό κράτος να αναθεωρήσει τη στάση του απέναντι στον κρατούμενο απεργό πείνας. 

Τι είναι αυτό που μας κάνει να ζητάμε τα δικαιώματα μας σαν να είναι κάτι το οποίο μας δίνεται απλόχερα εξ’ ουρανού; Δεν υπάρχει κάτι που να εφαρμόζεται, χωρίς να γίνεται ρουτίνα, συνήθεια, τρόπος ζωής. Αν δεν διεκδικηθεί το ορθό δεν μπορεί και να εφαρμοστεί. Ποιοι όμως είναι αυτοί που θα επικυρώσουν τι είναι ορθό και τι λανθασμένο, τι είναι λογικό και τι είναι άναρθρο; Σίγουρα όσοι είναι σε θέση υποτέλειας δεν μπορούν παρά σπάνια να επιβάλλουν την θέση τους και δυστυχώς πολλές φορές μόνο εις βάρος όσων είναι σε ακόμα δυσχερέστερη θέση. Σίγουρο επίσης είναι πως δεν θα διεκδικηθεί ποτέ το ορθό ούτε από εκείνους που περιμένουν την πρόσκληση των ισχυρών – που περιμένουν την επιβεβαίωση όσων κατέχουν το περίσσευμα όλων μας  – και το μοιράζουν αν και εφόσον θέλουν- σε κομμάτια στους τυχαίους, που θα χιμήξουν να αρπάξουν με μανία λίγο από αυτό το ισχνό μερίδιο.

Κανένας δεν μένει απ’ έξω από αυτή την τρέλα της μάχης για επιβίωση. Για το ‘ψωμί’ το άτομο μπορεί να μετατραπεί σε θηρίο, να θυσιάσει πολλές από τις κοινές του ελευθερίες και να βρεθεί από θύμα σε θύτης μέσα σε μια στιγμή. Υπάρχουν χιλιάδες θύματα γύρω μας που τα καταδικάζουμε με φράσεις “τα ήθελε και τα έπαθε”  ή “να πάει να βρει καμιά δουλειά”. Η λέξη ‘ψωμί’  δηλώνει το δικαίωμα του καθενός στην ζωή, με αξιοπρέπεια και με συνθήκες τέτοιες που να μπορεί να αισθάνεται χρήσιμος και ικανός ως προς τον εαυτό του, αλλά και ως προς τους άλλους. Αυτή η προϋπόθεση της ανεξαρτησίας, της ελεύθερης επιλογής βλέπουμε μέρα με τη μέρα, και κάτω από τα δεινά της οικονομικής κρίσης εδώ και πάνω από μια δεκαετία, να μοιάζει με ένα ουτοπικό αίτημα ή με μια συνθήκη που πρέπει πρώτα να έχουμε εκμηδενίσει την προσωπικότητα μας και τα πιστεύω μας για να συμβεί. 

Το ‘ψωμί’ είναι και η εξασφάλιση στέγης, το κατάλυμα, ο χώρος που μπορεί το άτομο να προστατεύσει τα απαραίτητα για τον ίδιο και είναι το βασικό στοιχείο της προσωπικής προστασίας και φροντίδας ώστε να γίνει η μετάγγιση του σε κοινωνική προστασία και συλλογικό αίτημα. Το κράτος και οι αρμόδιοι λειτουργοί του -που τους εμπιστευόμαστε την εκπροσώπηση μας- έχουν βασική υποχρέωση να δημιουργούν εκείνες τις προϋποθέσεις για κοινωνική ευημερία, όχι για επενδυτική ανάπτυξη. Δεν μπορεί το κράτος να απαιτεί να είμαστε μόνο καταναλωτές και θεατές. Το λειτουργικό καθήκον του κράτους απαιτεί την σύνταξη όρων εξισορρόπησης των κοινωνικών πολώσεων και αυτό γίνεται με την δημιουργία θέσεων εργασίας, τη σταθεροποίηση των μισθών και όχι με την αύξηση των φόρων και τις αυξήσεις των τιμών βασικών αγαθών. Με την τήρηση του δικαίου προς όλα τα πρόσωπα: προς όσους έχουν ή δεν έχουν διαβατήριο, όσους είναι κρατούμενοι ή μη, προς όλους. 

Με αυτό τον τρόπο θα μπορούμε ανεμπόδιστα να ζούμε επί ίσους όρους κάτω από δίκαιους νόμους προστασίας, φροντίδας και όχι υποτέλειας, βίας και εξαθλίωσης. Δηλαδή το κράτος πρωτίστως οφείλει να προστατεύει την ‘ελευθερία’ που είναι βασικό συστατικό της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Σε άλλη περίπτωση ποιός είναι ο λόγος ύπαρξης του;

Είναι αδιανόητο πως εδώ και χρόνια παγκοσμίως τα κράτη, κάτω από την πίεση του καπιταλισμού που έχει πάρει την μορφή χρηματοοικονομικού δόγματος, τρέχουν να ξεπουλήσουν με γοργούς ρυθμούς τον δημόσιο και φυσικό πλούτο και μεμψιμοιρούν για την ραγδαία φτωχοποίηση ολόκληρων ηπείρων. Παρακάμπτοντας τον άνθρωπο στην πολιτική και την οικονομική διαχείριση, αποσύρουν το βλέμμα τους από τα σώματα – τα σώματα που βάλλονται, τα σώματα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα σώματα των εργατών, τα σώματα των φυλακισμένων- και ψάχνουν να βρουν λύσεις αμιγώς επενδυτικές για να προσεταιριστούν κάποια μορφή διαχείρισης μέσω των αριθμών.

Με την αστυνομική βία, με την επισφράγιση νόμων ενάντια στο δικαίωμα της δημόσιας συνάθροισης, της ελεύθερης πολιτικής έκφρασης και με την κατάργηση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τοποθετούμαστε στην θέση του δέκτη, του θεατή, μουδιασμένοι και συνένοχοι όλοι/ες/α μέσα στην καθημερινή μάχη για επιβίωση. Έχουμε χάσει κάθε διάθεση για σύσταση και διατύπωση ενός νέου ορίζοντα για τη ζωή, γιατί έχουμε χάσει οποιαδήποτε διάθεση για συναίσθηση.

Η κατάργηση του ασύλου στα Πανεπιστήμια μας και το νομοσχέδιο για αστυνόμευση στους χώρους της εκπαίδευσης αντιμετωπίζεται σαν πρόοδος παραδίδοντας στον διαρκή κίνδυνο της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας χιλιάδες νέους φοιτητές και τους εκπαιδευτικούς τους. Την ίδια στιγμή μετανάστες/τριες/α αφήνονται στα κοράκια εκμετάλλευσης κομματικών και οικονομικών κερδοσκόπων, ενώ οι άστεγοι συρρέουν στα συσσίτια για ένα πιάτο φαί. Με την δικαιολογία της πανδημίας συνηθίζουμε σιγά σιγά στις κατηγοριοποιήσεις, στις εύπεπτες περιγραφές της ύπαρξης ως άρρωστης, ανίκανης και παράνομης. Η γενική μεταστροφή του κράτους πρόνοιας σε κράτος ελέγχου και εκτελεστικής μηχανής οικονομικών συμφερόντων είναι βέβαιη. Η κυβέρνηση σπαταλάει το δημόσιο χρήμα για να μετατρέψει τους δημόσιους χώρους, και τους δημόσιους φορείς σε πεδία μάχης.

Οποιοδήποτε κίνητρο για αυτεξούσιο, κάθε έκφραση και πιθανότητα ατομικής και συλλογικής αυτο-διάθεσης καταργείται δηλητηριάζοντας οποιαδήποτε επιθυμία για ζωή. Απαξιώνοντας την αυτόβουλη πράξη και πιέζοντας χιλιάδες να υποβιβάσουν τις δυνατότητες τους σε υπηρεσίες, σε ανάθεση και σε μερική απασχόληση, το κράτος προσπαθεί με κάθε μέσο να κερδοσκοπήσει από κάθε πόρο και πράξη ζωής, να την ελέγξει σε τέτοιο βαθμό ώστε να  παρέχει υπεραξία τέτοια ώστε να διασφαλίσει απλά την ύπαρξη του ως πελάτης στην Κεντρική Τράπεζα της Ευρώπης. 

Η φράση ‘ψωμί και ελευθερία’ προέρχεται από την Γαλλική Επανάσταση, χρησιμοποιήθηκε σε όλο το πέρας της σύγχρονης Ιστορίας και ακούγεται πάντα όταν τα δικαιώματα των λαϊκών στρωμάτων απειλούνται και μαζί και οι δημοκρατικές ελευθερίες. Σε αυτή την φράση προστέθηκε η λέξη ‘παιδεία’ ως κεντρικό σύνθημα του εξεγερτικού κύματος ενάντια στην φασιστική δικτατορία. Ένα κίνημα αυθόρμητο γεννήθηκε από την νιότη που με θάρρος αρθρώσε αυτές τις τρεις λέξεις μαζί για να μας υπενθυμίζει έκτοτε την δύναμη που έχει η παιδεία και η τέχνη στην καλλιέργεια των βασικών συστατικών της κοινωνίας, στην απαίτηση για ζωή, ελευθερία, αυτοοργάνωση, έκφραση και στην διεκδίκηση της πραγμάτωσης αξιών και ιδανικών που δεν έχουν κεντρικό τους κίνητρο το χρήμα.

Όπως κάθε αυτόβουλη πράξη, μοιάζει πλέον με όνειρο ή τύχη, έτσι και εμείς οι καλλιτέχνες, βαλλόμαστε, μιας και δεν ζητάμε καμία εξασφάλιση για να πράξουμε και να ζήσουμε. Το μόνο που προτάσσουμε μέσα από τις πράξεις μας σε όλη την κοινωνία είναι να μην καταστραφεί για κανέναν η πίστη του στην ενεργή ορμή της δικής του δύναμης, των δικών του μοναδικών δυνατοτήτων που ήδη ξέρει ότι δεν μπορεί να τους προσδώσει κανείς καμία αξία, γιατί δεν μπορεί ποτέ η ίδια η φύση και η ύπαρξη, να κατηγοριοποιηθούν σε μισθωτή εργασία, σε κέρδος, και σε χρήμα. 

Η βία που ασκείται αυτή τη στιγμή είναι στα σώματα, στα ανθρώπινα ή μη εκείνα στοιχεία της ζωής που υπάρχουν και αρνούνται να εκτελέσουν τις εντολές επιβίωσης. Με την πηγαία, αυθόρμητη πράξη τους, η αυτοδιάθεση και η αυτοοργάνωση, είναι κάλεσμα για ζωή, αλήθεια και συμπόνια. Κεντρικά στοιχεία της τέχνης αλλά και της πολιτικής δράσης. Η διεκδίκηση αυτού του ιδανικού μοιάζει αδιανόητο για το ηγεμονικό παγκόσμιο κεφάλαιο.

Το να είμαστε αλληλέγγυοι/ες/α στο δίκαιο αίτημα του κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα δεν απαιτεί καμία μορφή ταύτισης με τις ιδέες ή τις πράξεις του, οι οποίες άλλωστε έχουν κριθεί στην δίκη και την καταδίκη του. Μας εκπαιδεύει όμως, σε μια στάση ανθρωπιάς και δικαιοσύνης, σε μια άλλη στάση υπεράσπισης της ζωής. Μας τοποθετεί ως φορείς της εξασφάλισης του αυτεξούσιου για όλους/ες/α, στην προστασία της ελεύθερης ύπαρξης, και στην δημιουργία μορφών στήριξης προς όλα τα όντα που βάλλονται αυτή τη στιγμή σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γής.

Η απόφαση μου να προσθέσω το σώμα μου ανάμεσα σε όλα τα σώματα που υπερασπίζονται το δίκαιο και το ορθό είναι μια απόφαση αξιοπρέπειας, μια απόφαση υπεράσπισης του ελεύθερου και αυτεξούσιου σώματος. Η δικιά μου συμμετοχή σε αυτό τον αγώνα πήρε τη μορφή μιας δεκαήμερης απεργίας πείνας που σκοπό έχει να προσθέσει και το δικό μου σώμα δίπλα σε έναν άνθρωπο που μετατρέπει το σώμα του σε ύστατο όπλο ενάντια στην απολυταρχία και την απάνθρωπη κρατική βία. 

Καθώς ο Δημήτρης Κουφοντίνας βρίσκεται ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο επιλέγω να διακόψω την δικιά μου απεργία πείνας ώστε από εδώ και πέρα να συναντηθώ στον δρόμο με τους υπόλοιπους που συνεχίζουν να τον υπερασπίζονται ενάντια στην κρατική αυθαιρεσία. 

Η αλήθεια και η αγάπη είναι ένα τη στιγμή της δράσης – Το σώμα ως όπλο.

Γεωργία Σαγρή  – 10/3/2021

 

*Η Γεωργία Σαγρή είναι εικαστικός, καθηγήτρια στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και επί δεκαήμερα αλληλέγγυα απεργός πείνας στο πλευρό του Δημήτρη Κουφοντίνα.