Όταν η δεξιά εφημερίδα Wall Street Journal, η πάντα ευυπόληπτη Financial Times και ο κεντροαριστερός Guardian αναφέρονται σε «λαϊκιστικά» κόμματα, τίθεται το ζήτημα του ορισμού.
Δημοσιεύτηκε στο OpenDemocracy.
Τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο παρακολούθησα πολλά συνέδρια σε όλη την Ευρώπη, τα οποία διεξήχθησαν εν μέσω της τρομακτικής επιτυχίας των ακροδεξιών κομμάτων σε εθνικές εκλογές. Οι πιο σοκαριστικές εκλογές ήταν στη Γερμανία, με τη νεοφασιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία να κερδίζει σχεδόν το 13% των ψήφων και να καταλαμβάνει 92 έδρες στην Μπούντεσταγκ.
Μόνο ελαφρώς λιγότερο ανησυχητικά, επειδή έχει κοινοβουλευτικές έδρες εδώ και δεκαετίες, ήταν τα αποτελέσματα από το Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας και ο αφανισμός σχεδόν των κεντροαριστερών και των αριστερών κομμάτων της χώρας. Μόλις μια εβδομάδα αργότερα, η σκληροπυρηνική δεξιά και η άκρα δεξιά σάρωσαν στις εκλογές στην Τσεχική Δημοκρατία.
Τα κυρίαρχα Μέσα περιγράφουν αυτά τα δεξιά κόμματα και τα κοινωνικά κινήματα που αντιπροσωπεύουν ως «λαϊκιστικά», με έναν όρο που χρησιμοποιείται επίσης από τους αριστερούς σχολιαστές. Όταν η δεξιά εφημερίδα Wall Street Journal, η πάντα ευυπόληπτη Financial Times, ο κεντροαριστερός Guardian και ορισμένα μέλη του κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς αναφέρονται σε «λαϊκιστικά» κόμματα, τίθεται το ζήτημα του ορισμού.
Αρχικά, θα πρέπει να είναι προφανές ότι όλοι αυτοί που χρησιμοποιούν τον όρο «λαϊκισμός» (και ακόμα περισσότεροι) δεν γίνεται να εννοούν το ίδιο πράγμα. Σχεδόν όλοι χρησιμοποιούν τον «λαϊκισμό» με αρνητική σημασία, αν όχι για να δείξουν περιφρόνηση. Όταν οι Financial Times χαρακτηρίζουν το Die Linke ή τον ΣΥΡΙΖΑ ως «λαϊκιστικά» κόμματα, είναι απίθανο να εννοούν το ίδιο πράγμα με έναν πολιτικό της Γερμανικής Αριστεράς που χρησιμοποιεί την ίδια λέξη για τους νεοφασίστες της Εναλλακτικής για τη Γερμανία.
Η ερώτηση προς πολλούς κεντρώους και αριστερούς σχολιαστές για το τι σημαίνει «λαϊκίστικος», δεν ήταν και πολύ χρήσιμη: «οι πολιτικοί που απευθύνονται στις προκαταλήψεις των ψηφοφόρων» και «οι πολιτικοί που εναντιώνονται στο κατεστημένο και δεν επιτρέπουν αποκλίσεις». Αναζητώντας έναν ορισμό που θα μπορούσε να δώσει μια καλύτερη ανάλυση, στράφηκα στο αγγλικό λεξικό του Cambridge: «πολιτικές ιδέες και δραστηριότητες που αποσκοπούν στην υποστήριξη των απλών ανθρώπων, δίνοντάς τους αυτό που θέλουν». Παρά την ελιτίστικη προέλευσή του, ο ορισμός αυτός λίγο διαφέρει από μια πρόχειρη ταυτολογία.
Το διαδικτυακό businessdictionary.com δίνει έναν πολύ καλύτερο ορισμό: «… ιδεολογία ή πολιτικό κίνημα που κινητοποιεί … για την υπεράσπιση του πιο αδύναμου … είτε είναι αριστερό, δεξιό ή κεντρώο». Εξηγεί στη συνέχεια: «[ο λαϊκισμός] επιδιώκει να ενώσει τους… “ανθρωπάκους” εναντίον των διεφθαρμένων κυρίαρχων ελίτ… [και] κατευθύνεται από την πεποίθηση ότι οι στόχοι της κοινωνίας επιτυγχάνονται καλύτερα με τις άμεσες ενέργειες των μαζών».
Το βασικό στοιχείο σε αυτόν τον περίπλοκο ορισμό είναι η ταξική ή μη ταξική φύση της λαϊκιστικής ιδεολογίας, η οποία απευθύνεται στον αδύναμο, τον «ανθρωπάκο» ή τις μη διεφθαρμένες μάζες και όχι την εργατική τάξη, τον αγρότη ή τον αυτοαπασχολούμενο. Ένα σαφές παράδειγμα προοδευτικού ή αριστερού λαϊκισμού είναι το Λαϊκό Κόμμα των ΗΠΑ που διαδραμάτισε σημαντικό εκλογικό ρόλο για τουλάχιστον δύο δεκαετίες, από το 1890 έως το 1910. Το εκλογικό πρόγραμμα του κόμματος το 1892 αναφερόταν επανειλημμένα στον «λαό» και τον καλούσε να αναλάβει δράση, σε αντιπαράθεση με τους «καπιταλιστές, τις εταιρείες, τις εθνικές τράπεζες, τις διάφορες ομάδες, τους πιστωτές και τους τοκογλύφους».
Είναι τα ευρωπαϊκά αριστερά κόμματα λαϊκιστικά;
Η ιστορία των ΗΠΑ δίνει επίσης παραδείγματα καθαρά αριστερών, ταξικών πολιτικών κομμάτων, όπως το Κόμμα των Αγροτών και Εργατών της Μινεσότα (1918-1944) και το Προοδευτικό Κόμμα του Ουισκόνσιν (1934-1946, επίσης συνασπισμός γεωργών και εργατών). Σύμφωνα με τις πολιτικές τους, αυτοί ήταν ουσιαστικά σοσιαλδημοκράτες.
Όσον αφορά την Ευρώπη, τα αριστερά κόμματα είναι συνήθως ξεκάθαρα ως προς τις σχέσεις τους με την εργατική τάξη, αν και δεν πετυχαίνουν πάντα να διατηρήσουν τον δεσμό αυτόν. Ό,τι και αν πιστεύει κανείς για την πολιτική πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ, η εκλογική του βάση είναι η εργατική τάξη της Ελλάδας. Το ίδιο ισχύει και για την Αριστερά της Γερμανίας, που αποτελείται από αντιφρονούντες του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και ομάδες του πρώην Κόμματος Σοσιαλιστικής Ενότητας της Λαϊκής Δημοκρατίας (του μετονομαζόμενου Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού μετά την επανένωση το 1990).
Ο ΣΥΡΙΖΑ, η Αριστερά της Γερμανίας και το Γαλλικό Αριστερό Κόμμα (Parti Gauche) είναι όλα ξεκάθαρα αριστερά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα των οποίων η ύπαρξη οφείλεται στον «νεοφιλελευθερισμό» και στην σχεδόν κατάρρευση της κεντροαριστεράς στις χώρες τους (ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, Σοσιαλδημοκράτες της Γερμανίας και Σοσιαλιστές της Γαλλίας). Μαζί με το Podemos στην Ισπανία, τα κόμματα αυτά κατέλαβαν τον πολιτικό χώρο που εγκαταλείφτηκε από τα κεντροαριστερά κόμματα στις χώρες τους.
Η σημερινή ηγεσία του βρετανικού Εργατικού Κόμματος είναι μια ειδική περίπτωση, γιατί κάνει μια επιτυχημένη προσπάθεια να κάνει ένα νεοφιλελεύθερο κόμμα να επιστρέψει στις προηγούμενες σοσιαλδημοκρατικές του πολιτικές. Ο ηγέτης του κόμματος Τζέρεμι Κόρμπιν και το ανεπίσημο υπουργικό του συμβούλιο υποστηρίζουν πολιτικές του Κλέμεντ Άττλι και της κυβέρνησης των Εργατικών του 1945.
Ο χαρακτηρισμός «λαϊκίστικο» δεν ισχύει για κανένα από αυτά τα ευρωπαϊκά κόμματα. Όταν τα χαρακτηρίζουν έτσι, ο σκοπός είναι να προσβάλουν, να υποδείξουν ότι η υιοθέτηση των σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών αποτελεί μια ανεύθυνη υπονόμευση των μαζών. Με μια κάποια διαφοροποίηση που υπάρχει λόγω των διάφορων εθνικών πλαισίων, τα κόμματα που απορρίπτουν τη νεοφιλελευθεροποίηση της κεντροαριστεράς μοιράζονται ένα γνωστό σύνολο πολιτικών που κάποτε ήταν σταθερές και κυρίαρχες: 1) μια διεθνή προσέγγιση στην κοινωνική προστασία, την εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη (δηλαδή χωρίς έλεγχο εισοδημάτων), 2) δημόσια ιδιοκτησία βασικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών, της ενέργειας και τμημάτων του τομέα της επικοινωνίας (συμπεριλαμβανομένων των μέσων ενημέρωσης) και 3) μια ενεργή δημοσιονομική πολιτική που περιλαμβάνει σημαντικές δημόσιες επενδύσεις και μια δέσμευση για την απασχόληση όλων.
Συχνά, οι νεοφιλελεύθεροι κατηγορούν τον λαϊκισμό ως στενά εθνικιστικό. Στο βαθμό που αυτό αποτελεί ένα ταιριαστό κομμάτι του ορισμού του λαϊκισμού, κανένα από τα κόμματα που αναφέρονται παραπάνω δεν πληροί τις προϋποθέσεις. Διακηρύσσουν μια διεθνιστική ιδεολογία σύμφωνα με την παράδοση τόσο του μαρξισμού όσο και της αντικομουνιστικής σοσιαλιστικής διεθνούς.
Σε ολόκληρη την Ευρώπη, τα λαϊκιστικά κόμματα όπως ορίζονται παραπάνω, που βασίζονται στον «λαό» και όχι σε ταξικές ομάδες, μπορούν να υπάρχουν στην αριστερά. Αν υπάρχουν όμως, έχουν μικρή επίδραση στις εκλογές σε σύγκριση με αυτά που θα μπορούσαν να ονομαστούν ως «ανανεωμένα σοσιαλδημοκρατικά» κόμματα που επιδιώκουν να κερδίσουν την υποστήριξη της εργατικής τάξης. Η ευρωπαϊκή κοινοβουλευτική ομάδα που χαρακτηρίζεται συχνά ως «σκληρή αριστερά» ή «άκρα αριστερά», η Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά- Βόρεια Πράσινη Αριστερά (GUE-NGL), απαρτίζεται από κόμματα που βασίζονται καθαρά στην εργατική τάξη μαζί με κόμματα για την προστασία του περιβάλλοντος, κανένα από τα οποία δεν χαρακτηρίζεται ως λαϊκίστικο σύμφωνα με τον συνηθισμένο ορισμό.
Είναι λαϊκιστικά τα δεξιά κόμματα της Ευρώπης;
Ενώ ο ορισμός του businessdictionary για τον λαϊκισμό χρησιμοποιείται σπάνια για τα ευρωπαϊκά αριστερά κόμματα λόγω της πραγματικής ή της προσδοκώμενης σύνδεσής τους με την εργατική τάξη, φαίνεται ότι ταιριάζει με πολλές ομάδες στη δεξιά. Ένας μακρύς κατάλογος δεξιών πολιτικών κομμάτων υποστηρίζει την αφοσίωσή τους στον «λαό», τους ασθενέστερους και τον κάθε πολίτη στο δρόμο. Ωστόσο, τα πολιτικά κόμματα της κεντροδεξιάς αφιερώνουν τη ρητορική τους στον λαό ως σύνολο. Από ό,τι γνωρίζω, κανένα κόμμα στην Ευρώπη δεν ορίζει τον εαυτό του ως τον πιστό εκπρόσωπο του πλούσιου ή του πιστού υπηρέτη της καπιταλιστικής τάξης.
Για να δούμε πέρα από το γενικευμένο χαρακτηριστικό της θεώρησης του λαού ως ένα σύνολο, παρουσιάζεται μια δεύτερη πτυχή του ορισμού του λαϊκισμού: η υποστήριξη προς τις «άμεσες δράσεις των μαζών». Αυτός ο ορισμός αποκλείει σχεδόν όλα τα κεντροδεξιά κόμματα. Οποιαδήποτε κατηγορία μπορεί να απευθύνει κανείς εναντίον των Βρετανών Συντηρητικών ή των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών, η υποκίνηση των μαζών για δράση δεν είναι μέσα σε αυτές.
Ο συνδυασμός των καλεσμάτων προς τον «λαό» και οι προτροπές για μαζική δράση φαίνεται να ταιριάζουν με τη συμπεριφορά μιας μακράς λίστας ευρωπαϊκών δεξιών κομμάτων, σίγουρα με τα μέλη τριών ευρωπαϊκών κοινοβουλευτικών ομάδων, της Ευρώπης της Ελευθερίας και της Άμεσης Δημοκρατίας (EFDD, που συμπεριλαμβάνει την Εναλλακτική για τη Γερμανία και το Κόμμα Ανεξαρτησίας Ηνωμένου Βασιλείου, το UKIP), της Ευρώπης των Εθνών και της Ελευθερίας (ENF, όπου συμπεριλαμβάνεται το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας) και τη Συμμαχία για την Ειρήνη και την Ελευθερία (APF, στην οποία περιλαμβάνεται η Χρυσή Αυγή της Ελλάδας). Στον κατάλογο των σκληροπυρηνικών λαϊκιστών μπορεί να προστεθεί το κυβερνών κόμμα στην Ουγγαρία, το Fidesz, αν και τυπικά είναι μέλος του κεντροδεξιού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, του οποίου το σημαντικότερο μέλος είναι η γερμανική Χριστιανοδημοκρατική Ένωση.
Παρόλο που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε με ακρίβεια ως «λαϊκίστικο» το σύνολο των απατεώνων του EFDD, του ENF και του APF, ο όρος είναι τόσο ασαφής που ισοδυναμεί με συγκάλυψη. Στα δικά τους μανιφέστα (βλέπε τις υπερσυνδέσεις παραπάνω) τα κόμματα αυτά είναι 1) εθνικιστικά-σοβινιστικά συχνά με ρεβανσιστικούς στόχους, 2) αντιμεταναστευτικά, ξενοφοβικά και ρατσιστικά και/ή 3) απροκατάληπτα αυταρχικά σε σημείο που συμφωνούν με τον φασισμό.
Οι αναφορές στον ευρωπαϊκό «λαϊκισμό της αριστεράς και της δεξιάς» μπορεί να είναι τυπικά έγκυρες, αλλά η παρουσία της αριστεράς είναι ασήμαντη σε σύγκριση με τη δεξιά. Όταν η φράση περιορίζεται σε «λαϊκιστές της δεξιάς», είναι τόσο ουδέτερη που δεν έχει κανένα πραγματικό νόημα και είναι σαν να αναφέρεται σε κατά συρροή δολοφόνους ως «παραβάτες του νόμου». Πείτε τους με το όνομα τους: ρατσιστές, υπερεθνικιστές και αυταρχικούς.