του Θάνου Καμήλαλη

Πρώτο παράδειγμα: Τα ξημερώματα της Τετάρτης υπέκυψε στα τραύματά του ο Γιώργος Ζυγοροδήμος, θύμα εργατικού δυστυχήματος, που νοσηλευόταν από τη Δευτέρα στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας. Ο Ζυγοροδήμος τραυματίστηκε βαριά κατά τη διάρκεια της εργασίας του στην κατασκευαστική εταιρεία «ΑΡΜΟΣ», πέφτοντας, σύμφωνα με την καταγγελία του Εργατικού Κέντρου Λάρισας, θύμα «της έλλειψης μέτρων προστασίας της ζωής και της υγείας των εργαζομένων, της χρησιμοποίησης ανειδίκευτων εργατών σε ειδικευμένες εργασίες και της εντατικοποίησης της δουλειάς».

«Η κακιά η ώρα» θα πει κάποιος. Δεν είναι όμως έτσι. Μία επιχείρηση που επιλέγει να μην προσφέρει στους εργαζόμενους της τα απαραίτητα μέτρα προστασίας, δεν το κάνει τυχαία, κάνει μια συνειδητή επιλογή. Το κέρδος πάνω από την ασφάλεια και, άμα «τύχει» από τη ζωή τους. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια οι «κακιές οι ώρες» φαίνεται να έχουν αυξηθεί δραματικά. Θανατηφόρα εργατικά δυστυχήματα έχουν σημειωθεί, τον τελευταίο χρόνο, ακόμα και σε μεγάλες πολυεθνικές, όπως η COSCO, η Eldorado και η Fraport, με τα συμβάντα να συνοδεύονται από σοβαρές καταγγελίες. Την πρωτοκαθεδρία όμως στους θανάτους εργαζομένων φαίνεται να έχουν οι υπηρεσίες καθαριότητας των δήμων. Τον Σεπτέμβριο του 2017, ο πρόεδρος της ΠΟΕ – ΟΤΑ είχε υπολογίσει ότι μέσα σε μία τριετία, 34 εργαζόμενοι στην καθαριότητα έχουν χάσει τη ζωή τους, ενώ έχουν καταγραφεί επίσης 32 σοβαρά ατυχήματα. Στον τουρισμό επίσης, την «βαριά βιομηχανία της χώρας» οι άσχημες συνθήκες, με τις εξαντλητικές υπερωρίες π.χ είναι κοινό μυστικό.

Όταν ο εργοδότης, ο ισχυρός, υποχρεώνει εν γνώσει του τον εργαζόμενο να δουλέψει διακινδυνεύοντας τη ζωή του, δεν είναι βία; Κατά την ταπεινή μου άποψη είναι, είναι έγκλημα με δόλο την εξασφάλιση μεγαλύτερου κέρδους, ή έστω την υποτίμηση του ρίσκου στον βωμό της λιτότητας των δημοτικών δαπανών. Πρόκειται όμως για μια μορφή βίας για την οποία, ακόμα και σε περιόδους που αυτή είναι το πρώτο θέμα συζήτησης, ακόμα και με μία κυβέρνηση που αυτοπροσδιορίζεται ως «αριστερή» και «σύμμαχος του κόσμου της εργασίας», περνάει στα ψίλα των ιστοσελίδων και στα μονόστηλα των εφημερίδων. Στην «καλύτερη» περίπτωση, ίσως βρεθεί κάποιος Κυριάκος Μητσοτάκης, να καταδικάσει τον… Ρουβίκωνα που πέταξε μπογιές και να συγχαρεί τον δήμάρχο Τήνου, για να βγει στην επικαιρότητα από καραμπόλα ο θάνατος δύο εργαζομένων του δήμου εν ώρα εργασίας.

Δεύτερο (και τρίτο) παράδειγμα: Σήμερα επίσης, καταδικάστηκαν 8 μετανάστες που κατηγορούνταν για «στάση» και «επίθεση με αυτοσχέδια όπλα» κατά αστυνομικών στα κρατητήρια αλλοδαπών της ΕΛΑΣ, στην Πέτρου Ράλλη, στις 31 Μαΐου του 2017. Το δικαστήριο έκρινε ένοχους τους μετανάστες, παρά την αντίθετη εισήγηση του εισαγγελέα, παρά τις αντιφατικές καταθέσεις των αστυνομικών και, το σημαντικότερο, την ύπαρξη βίντεο μέσα από τα κρατητήρια που δείχνει λεπτό προς λεπτό τι συνέβη εκείνη τη μέρα και το πώς οι αστυνομικοί μπαίνουν στο κελί τους, τους ξυλοκοπούν και τους τραυματίζουν σοβαρά, με αποτέλεσμα να μεταφερθούν στο νοσοκομείο

Το βίντεο διαψεύδει κατάφωρα τους αστυνομικούς, που υποστήριξαν ότι έγινε απόπειρα απόδρασης (ενώ οι ίδιοι ανοίγουν το κελί για να τους ξυλοκοπήσουν), απόπειρα «στάσης» (οι μετανάστες, 8 με 10 μήνες κρατούμενοι ζητούσαν να ενημερωθούν για την κράτησή τους), ενώ επίσης ότι «γλίστρησαν και χτύπησαν μόνοι τους». Το δικαστήριο όμως, είχε άλλη άποψη, εφαρμόζοντας το ρητό «η Δικαιοσύνη είναι τυφλή» κάπως διαφορετικά.

Δεν είναι μόνο το ότι τα θύματα μετατράπηκαν, με μια προκλητική δίκη, σε θύτες. Είναι και το ότι οι θύτες μένουν εντελώς ατιμώρητοι (ούτε καν το ανέκδοτο της ΕΔΕ δεν θα αντιμετωπίσουν), ελεύθεροι να βιαιοπραγήσουν ξανά, χρησιμοποιώντας την εξουσία της στολής τους. «Μακάρι» να ήταν μόνο αυτοί. Όταν οι άνδρες των ΜΑΤ έδερναν διαδηλωτές στο άγαλμα του Τρούμαν, ή στους πλειστηριασμούς, όταν οι αστυνομικοί ήταν απλοί παρατηρητές της φασιστικής βίας στη Λέσβο πρόσφατα, οι αρμόδιοι υπουργοί φρόντισαν, ή να δώσουν «συγχαρητήρια», ή απλά να πουν ότι «έκαναν τη δουλειά τους». Και φυσικά, όταν η δημόσια συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τη βία, οι αυθαιρεσίες των κρατικών αρχών, είτε φορούν στολή, είτε… τήβεννο, μένουν πάντα στο απυρόβλητο.

Τα παραπάνω περιστατικά εντάσσονται στον ατέλειωτο κατάλογο της βίας του ισχυρού, του εξουσιαστή. Δυστυχώς γι αυτά, όπως για πολλά ακόμα, παρόμοια ή και διαφορετικού τύπου (π.χ. κατασχέσεις ακατάσχετων λογαριασμών, τραπεζικές συμβάσεις και πολλά άλλα), θα ακουστούν ελάχιστα.

Τελικά μάλλον καταδικάζουμε τη βία «απ όπου κι αν προέρχεται». Εκτός αν είναι από πάνω προς τα κάτω