Η χθεσινή επίθεση κατά των αλληλέγγυων στον απεργό πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα, την ώρα που πήγαιναν να ανοίξουν πανό, εντάσσεται στο χώρο του παραμυθιού της παρούσας κυβέρνησης [και κάποιων ακόμη], που λέει ότι η ελληνική κοινωνία συμφωνεί με την εκδικητική και τιμωρητική της πολιτική και ότι ο λαός αυτός εδώ «καταδικάζει τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Οι αλληλέγγυοι πρέπει να μη φαίνονται πουθενά. Να είναι σα να μην υπάρχουν. Είναι ζωτικό παραμύθι για εκείνους, και παράλληλα ένδειξη του μόνου πράγματος που φοβούνται – τουλάχιστον αυτό σκέφτομαι κάθε φορά που ακούω την Ιωάννα Κούρτοβικ, τη δικηγόρο του Δημήτρη Κουφοντίνα, να λέει ότι το κράτος δεν τον αντιμετωπίζει ως κρατούμενο αλλά ως αντίπαλο. Συμφωνώ μαζί της. Μόνο που, αυτή η εκδικητικότητα, το μίσος, η κατάργηση κάθε έννοιας δικαίου στην περίπτωση του, δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, μόνον η βεντέτα της οικογένειας Μητσοτάκη εναντίον ενός «αμετανόητου δολοφόνου». 

Η εικονική «σιωπή» της ελληνικής κοινωνίας είναι επιβολή κυβερνητική, που η πανδημία κάνει ευκολότερη. Εκεί εντάσσεται η χθεσινή βία, εκεί εντάσσονται οι ακροδεξιές απειλές κατά όσων υπέγραψαν για τον απεργό πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα – όσους, δηλαδή, ανήκουν στους πολιτισμένους ανθρώπους που θυμούνται τι σημαίνει απεργός πείνας και τι σημαίνει ικέτης. 

  Η«καταδίκη της βίας από όπου και αν προέρχεται» είναι κρατικό παραμύθι χωρίς κοινωνικό αντίκρυσμα. Είναι ένα μεγάλο κομμάτι ετούτου του λαού που, παρά τις άλλες διαφορές του, θεωρεί την επαναστατική βία ως μια ηθική πρακτική, σε συγκεκριμένες συνθήκες. Και αν η παράδοση της μή βίας υπάρχει σε ένα άλλο μεγάλο κομμάτι, όμως, σε κάθε εποχή, είναι η άτιμη η συγκυρία που επιβάλλει συνήθως, από μόνη της, ως κυρίαρχη τη μία ή την άλλη άποψη. Υπήρχαν ιστορικές περίοδοι που το κίνημα αγκάλιαζε τη μη βία και άλλες που οι ήρωές του ήταν πρωταγωνιστές ληστειών και δολοφονιών και επεφύλασσαν φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους. Και οι δύο μορφές πάλης έχουν εκάστοτε δικαιωθεί από την ιστορία και τη λαϊκή συνείδηση βάσει ακριβώς της συγκυρίας – και βεβαίως το κλασσικό ερώτημα “αν ήξερες τι θα γινόταν ο Χίτλερ από όταν ήταν είκοσι χρονών, θα τον σκότωνες;” συνεχίζει να επιδέχεται (δικαιολογημένα) όλες τις απαντήσεις. 

Ακόμη όμως και η ατομική βία – που όντως έχει καταδικαστεί από το μεγαλύτερο κομμάτι του κινήματος και που ακόμη και όσοι τη δικαιολογούσαν έβαζαν την προϋπόθεση να έχουν εξαντληθεί όλα τα άλλα μέσα που οι εξεγερμένοι λαοί έχουν στη διάθεσή τους- ακόμη, λοιπόν και η ατομική βία, που οι παλιοί αναρχικοί ονόμαζαν “προπαγάνδα δια των πράξεων” ή “ατομική προπαγάνδα” έχει διαχρονικά τους υποστηρικτές της, είτε πρόκειται για γνωστούς επαναστάτες σαν τον Αλέξανδρο Μπέργκμαν είτε για γκρουπούσκουλα που δρούσαν παράλληλα στο χίππικο κίνημα ή στη σκιά των Μαύρων Πανθήρων –  διαπερνά όλες τις ταραγμένες εποχές το φαινόμενο. Όσο για τις ληστείες τραπεζών, αυτές έχουν θρέψει πολλά επαναστατικά ή μη στόματα και έχουν οπλίσει πολλά ηρωικά χέρια – ειδικά σε συνθήκες ανάπτυξης του κινήματος ή συνθήκες επανάστασης.  

Μα θυμίσουμε, λοιπόν, ξανά ότι είχε και η Ελλάδα το μερτικό της σε αυτό, από το 19ο αιώνα κιόλας, και μάλιστα με το ουτοπικό/αναρχικό κίνημα στα πάνω του, στα πιο ..πάνω του από το μαρξιστικό – κάτι λογικό για μια αγροτική χώρα. Και οι ενέργειες ατομικής βίας κάνουν ήδη τότε την εμφάνισή τους, μέχρι και σε γάμους και χαρές – όπου απ’ ότι φαίνεται η αναρχία ήταν πρώτη. Υπάρχει ιστορική αναφορά στον τρόπο που διάλεξαν, εν έτει 1898 να γιορτάσουν το γάμο τους δύο αναρχικοί των Πατρών, ο Ανδρέας Θεοδωρίδης και η Φωτεινή Δροσοπούλου: με την εκτέλεση δύο γνωστών τοκογλύφων της πόλης, τους οποίους όμως “δυστυχώς” μόνο να τραυματίσει κατάφερε ο Θεοδωρίδης. Υπήρξαν και άλλες τέτοιες ενέργειες, από την βίαιη λεκτική έκρηξη/παρέμβαση του Σταύρου Καλλέργη στη Βουλή το 1893 – ένας άνθρωπος που όντως μπήκε με καλές προθέσεις στο κοινοβούλιο- μέχρι τη δολοφονία (πάλι στην Πάτρα) του τραπεζίτη Διονύσιου Φραγκόπουλου από τον παπουτσή Δημήτριο Ματσάλη, εξ Άργους ορμόμενο και μέλος της ιστορικής οργάνωσης “Επί τα Πρόσω”, τον πρώτο “κανονικό τρομοκράτη” στη σύγχρονη Ελλάδα (στην αρχαία, οι Τυραννοκτόνοι ήταν πάντα ήρωες, ως γνωστόν. ‘Οχι αυτοι που τα εβαζαν με τους Σκύθες/αστυνόμους, αλλά οι Τυραννοκτόνοι – για να μην υπάρξει παρεξήγηση). Ο Μ. Δημητρίου εξηγεί: «ο ιδεολογικός φανατισμός του (του Ματσάλη) τον οδήγησε στην επιλογή της ατομικής επαναστατικής πράξης, τελικά, σε μια ανώτερη πράξη κοινωνικής καταγγελίας και μαζί ανελέητης αποφασιστικότητας…Σύμφωνα με την τρομοκρατική αναρχική αντίληψη (η πράξη του) ήταν μια πράξη αυτοθυσίας κι αφανισμός δύο εκπροσώπων της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων».  Δε χρειάζεται να αναφερθούμε, νομίζω, στο ξύλο που έφαγε ο Ματσάλης (και ο Καλλέργης και και) στα κελιά των αστυνόμων.

Και ας δεχθούμε ότι τέτοιες ενέργειες, ενέργειες που σήμερα ονομάζουμε “ατομικής βίας”, δεν βρίσκουν ευρεία απήχηση σε μια ευνομούμενη χώρα, μια δημοκρατική, ελεύθερη χώρα, μια χώρα όπου ο λαός, οι πολίτες, οι άνθρωποι του κόσμου της εργασίας έχουν δικαιώματα πέρα από υποχρεώσεις. Ήταν όμως τέτοια η Ελλάδα του 1974 και της μεταπολίτευσης; Ή οι αγώνες και οι διεκδικήσεις ήταν σε πρώτο πλάνο, με την ιδεολογική τρομοκρατία της δεξιάς να επιβάλλεται και από τον χωροφύλαξ και από τον αστυφύλαξ και από το χαφιέ και από το όλο χουντικό σύστημα που έμενε στη θέση του και στο απυρόβλητο, και με την γνωστή πρεσβεία να καθορίζει ακόμη και ποιός και πότε θα αναπνέει, και με το τραύμα της Κύπρου ολόφρεσκο;  Εξέφραζαν οι κυβερνήσεις Καραμανλή το λαό αυτής της χώρας, τις θελήσεις του και τις ελπίδες του για μια δημοκρατική κοινωνία; Ο φόρος αίματος που είχε πληρωθεί και πληρώνονταν ακόμη, οι διώξεις, τα βασανιστήρια, ανήκαν στο παρελθόν; Η απάντηση είναι μία και ξεκάθαρη: Όχι. Οι τότε «δημοκρατικά εκλεγμένες» κυβερνήσεις σε ετούτο τον τόπο υπηρέτησαν ότι υπηρετούν και σήμερα: την αμερικάνικη πολιτική και τα συμφέροντα της ελίτ, πλήττοντας το λαό με κάθε τρόπο. Σε αυτό το πλαίσιο, άλλωστε, κλέβουν και σήμερα, εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία, κάθε κατάκτηση, κάθε κεκτημένο που αποκτήθηκε με αγώνες, φυλακίσεις, αίμα επί «μεταπολίτευσης» και «δημοκρατίας». Εκείνο το «τίποτε δεν χαρίζεται» παραμένει σημείο αναφοράς. Όπως οφείλει να είναι και το «Δεν ξεχνώ».

Η επαναστατική βία στην μεταπολιτευτική εποχή ήταν αποδεκτή από το μεγαλύτερο κομμάτι του Ελληνικού λαού. Είτε αρέσει στους κυβερνώντες είτε όχι. Είτε συμφωνούμε σήμερα είτε όχι. Οι οργανώσεις του ένοπλου στην Ελλάδα ήταν για ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού ο μόνος τρόπος να αποδοθεί δικαιοσύνη, απέναντι σε ένα ανάλγητο κράτος μη-δικαίου. Κι αυτό μπορεί να το δει κανείς στην ευρεία «γκάμα» μαρτύρων υπεράσπισης στη δίκη των μελών της οργάνωσης – τους οποίους το κράτος και τα φερέφωνά του στον Τύπο συνεχίζουν να απειλούν και κυνηγούν, εφόσον η εξουσία δεν κατάφερε να τους κάνει έμμισθους υπαλλήλους της (γιατί υπάρχουν κι αυτοί).     

Ο απεργός πείνας Δημήτρης Κουφοντίνας αποτελεί μνήμη και καταγραφή εκείνης της εποχής. Ανήκει στα «Δεν Ξεχνώ» των τελευταίων 50 χρόνων ελληνικής ιστορίας. Η αξιοπρέπεια της στάσης του, το ότι δεν κατόρθωσαν ποτέ να τον ταπεινώσουν, αποτελεί κάρφο στο μάτι τους. Και, οι αλληλέγγυοι αποτελούν υπόμνηση αυτής της, λαϊκής μας, άρνησης να ξεχάσουμε. Όσο για την αστυνομοκρατία, την βίαια επιβεβλημένη σιωπή και τη σπορά του κρατικού τρόμου αποτελούν την μόνη απάντηση που έχουν να δώσουν όσοι τρέμουν τη στιγμή που οι λαοί αντιδρούν, εν μέρει ή συνολικά, και πάντως με γνώμονα το Δίκαιο.