γράφει η Δανάη Καρυδάκη

Μέσα στον ρομαντισμό, και την αφέλεια τολμώ να πω, που κάπως εγγενώς (pun intended) με διακατέχει, δυσκολευόμουν πολλές φορές να καταλάβω τους ανθρώπους που αντιτίθενται στην ύπαρξη ενός δημόσιου, δωρεάν και προσβάσιμου σε όλους—χωρίς διακρίσεις χρώματος, εθνικότητας, θρησκείας, έμφυλης ταυτότητας, τάξης, σωματικής και νοητικής «αρτιμέλειας» κλπ—συστήματος υγείας. Θεωρούσα και εξακολουθώ να θεωρώ τη δημόσια υγεία βασικό κοινωνικό δικαίωμα και το επονομαζόμενο «κράτος πρόνοιας» —με όλα τα κακώς κείμενα που το συντροφεύουν, από την παρέμβαση του κράτους στην ιδιωτική ζωή ως τη βιοπολιτική διαχείριση και επιτήρηση των σωμάτων μας που τόσο αισθητή έχει γίνει τελευταία— ως τον θεμέλιο λίθο του κοινωνικού συμβολαίου στη νεωτερική εποχή. Ότι δηλαδή με την ανάδυσή του το δυτικό νεωτερικό κράτος εκεί γύρω στον 17ο-18ο αιώνα, όπως τα λέει και ο αγαπημένος και αναπόδραστος πλέον Foucault, κληρονομεί σταδιακά από την Εκκλησία την καλούμενη ποιμενική εξουσία που αναλαμβάνει τη φροντίδα των σωμάτων των πολιτών και διασφαλίζει την επιβίωσή τους όπως έκανε η προκάτοχός του για τη σωτηρία των ψυχών του ποιμνίου της. Και ότι για να το κάνω ταληράκια, χωρίς δημόσια υγεία δεν υπάρχει κοινωνία αλλά μια ζούγκλα όπου επικρατεί το δίκαιο του (οικονομικά) δυνατού και επιβιώνει μόνο όποιος έχει τα φράγκα να πληρώσει για την περίθαλψή του. Με την «υπογραφή», λοιπόν, του κοινωνικού συμβολαίου, κάτι χάνεις –λεφτά και μέρος των ελευθεριών σου, όπως κι αν προσλαμβάνεται αυτό από τον καθένα,— και κάτι κερδίζεις, ότι δεν θα πεθάνεις εσύ ή ο διπλανός σου μόνος και αβοήθητος στον δρόμο σαν το σκυλί στ’ αμπέλι.

Μες στην αφέλειά μου, λοιπόν, δεν μπορούσα να καταλάβω τους ανθρώπους που θεωρούν «άδικο» να παρέχει το κράτος δωρεάν δημόσια υγεία ακόμα και σε αυτούς που δεν έχουν (διότι είναι άνεργοι ή εξαναγκασμένοι σε «μαύρα και ανασφάλιστα») ή δεν μπορούν (οι αγαπημένοι των νεοφιλελεύθερων ελεύθεροι επαγγελματίες με χρέος στον ΕΦΚΑ) να πληρώσουν ασφαλιστικές εισφορές. Δεν θεωρούσα, δηλαδή, τη δημόσια υγεία, ακόμα και μέσα στον καπιταλισμό, αγαθό όπως την κοακόλα που αν δεν έχεις το αντίτιμο πιες νεράκι του Θεού. Ένας έτερος μεγάλος διανοητής μετά τον Foucault, βέβαια, ο Θάνος ο Τζήμερος, με βοήθησε κάπως να καταλάβω αυτό το αίσθημα αδικίας που πνίγει τους νεοφιλελεύθερους που εχθρεύονται ως το μεδούλι τους τη δημόσια υγεία: «Πληρώνεις μια ζωή ιδιωτική ασφάλεια,» λέει ο διανοητής «η ασφαλιστική σου εταιρεία έχει συμβληθεί με την EUROMEDICA, και αύριο, χτύπα ξύλο, τρακάρεις και χρειάζεσαι ΜΕΘ. Και σου λένε: δεν υπάρχει, διότι την έχει επιτάξει ένα σύστημα υγείας που δεν έχει μάθει να πληρώνει για τους πόρους του. Δίκαιο;». Ναι, μάγκα μου, δίκαιο αλλά είναι μεγάλη συζήτηση και θα σου εξηγήσω το γιατί.

Αυτό, λοιπόν, που πραγματικά μου άνοιξε τα μάτια για τους πολέμιους της δημόσιας υγείας ήταν μια φράση του Emil Kraepelin (1856-1926), Γερμανού ψυχιάτρου και θεμελιωτή της σύγχρονης οργανικής ψυχιατρικής που επηρέασε όσο λίγοι τη σύγχρονη ψυχοφαρμακολογία και τη διαδικασία ψυχιατρικής ταξινόμησης όπως αποτυπώνεται στα διαγνωστικά και στατιστικά εγχειρίδια DSM (της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας) και ICD (του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας). Είπε, το λοιπόν ο Kraepelin το 1906 στο δοκίμιό του Το έγκλημα ως κοινωνική ασθένεια (που από τον τίτλο φαντάζει ορθό αλλά αν το διαβάσετε θα τραβάτε τα μαλλιά της κεφαλής σας), ότι το δημόσιο και δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα καθώς και το κοινωνικό κράτος πρόνοιας πρέπει να καταργηθούν διότι, λέει, συμβάλλουν τα μέγιστα στην «εκθήλυνση του πληθυσμού», σπάνε τις διαδικασίες της (κατά Δαρβίνο) φυσικής επιλογής και υποτιμούν τον αγώνα του γερμανικού λαού (Volk) για επιβίωση. Για να σας δώσω μια γεύση από το πλαίσιο μέσα στο οποίο γράφτηκε αυτή η φράση (όπου ο Hitler ήταν ακόμα 17 ετών, ένας κακός μαθητής και επίδοξος καλλιτέχνης στο Linz της Αυστρίας), ο Kraepelin εκτός από πατέρας της σύγχρονής επιστημονικής ψυχιατρικής ήταν και οπαδός της θεωρίας του εκφυλισμού. Η θεωρία του εκφυλισμού (degeneration theory), που γνώρισε ευρεία αποδοχή και διάδοση στην ύστερη εκδοχή της τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα έως και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου φάνηκαν οι θανατηφόρες επιπτώσεις της, χρησιμοποιούσε (κατά διαστρέβλωση) τη θεωρία του Δαρβίνου (1809-1882) αλλά και του Jean-Baptiste Lamarck (1744-1829), που εστίασε στην κληρονομικότητα επίκτητων χαρακτηριστικών, για να μιλήσει για την επονομαζόμενη «από-εξέλιξη» ή απόκλιση από την εξέλιξη ως έκπτωση ή εξέλιξη προς τα πίσω (de-evolution) όχι απλά των έμβιων οργανισμών αλλά και των ανθρώπων ως κοινωνικών όντων και άρα κατ’ επέκταση την έκπτωση ολόκληρων των κοινωνιών. Αδερφάκι της θεωρίας εκφυλισμού είναι, φυσικά, η ευγονική (eugenics) που γεννιέται το 1883 στο δοκίμιο του ζηλόφθονα ξαδέρφου του Δαρβίνου Francis Galton (1822-1911) Inquiries into Human Faculty and its Development, σύμφωνα με την οποία οι κοινωνίες εξελίσσονται όπως οι ζώντες οργανισμοί και η βιολογία μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση του ανθρώπινου είδους μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές. Σύμφωνα με τη θεωρία του εκφυλισμού, στην ύστερη εκδοχή της, ο πολιτισμός, η κοινωνική συνύπαρξη, η «εξημέρωση» (domestication) του ανθρώπου οδηγούν σταδιακά στον εκφυλισμό του ανθρωπίνου είδους: ένας αλκοολικός ή συφιλιδικός γονέας θα γεννήσει ένα παιδί με νοητική αναπηρία ή εγκληματική ψυχοπάθεια ή που θα καταφύγει στην πορνεία ή στην προλεταριοποίηση (όρος που χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει την εξαθλίωση των εργατών στις βιομηχανικές ζώνες των μεγάλων πόλεων τον 19ο αιώνα).

Προσέξτε, όμως, λίγο εδώ. Η θεωρία του εκφυλισμού θεωρεί την κοινωνία και τον πολιτισμό ενοχοποιητικούς παράγοντες για την ανάπτυξη ψυχικής νόσου ή οικονομικής εξαθλίωσης όχι λόγω κοινωνικών παραγόντων, δηλαδή της καταπίεσης των υποκειμένων να ανταπεξέλθουν σε έναν ολοένα και πιο περίπλοκο κόσμο, όπως θα έλεγε για παράδειγμα μια κριτική στη σύγχρονη ψυχιατρική, αλλά λόγω βιολογικών παραγόντων, επειδή αυτό εγγράφεται στον βιολογικό τους οργανισμό (γονίδια ή DNA θα λέγαμε αναχρονιστικά χρησιμοποιώντας τον λόγο [discourse] της βιολογίας του 20ου αιώνα) και κληρονομείται στους απογόνους τους. Εξαιτίας, λοιπόν, της βιολογικής αιτιότητας στην οποία απέδιδαν τα κοινωνικά «συμπτώματα», οι οπαδοί της θεωρίας του εκφυλισμού δεν αιτούνταν αυτά που αιτούνται, για παράδειγμα, όσοι ασκούν μια κριτική στην ιατρική επιστήμη από τη σκοπιά των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών μέσα από ένα ριζοσπαστικό ή ακόμα και απλά σοσιαλδημοκρατικό πρίσμα: δηλαδή μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία και προσπάθεια διόρθωσης των κοινωνικών ανισοτήτων πάνω στο μαρξιστικό δόγμα «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του», τον πυρήνα με άλλα λόγια ενός κοινωνικού κράτους πρόνοιας. Αντίθετα, οι οπαδοί της θεωρίας του εκφυλισμού ζητούσαν είτε λιγότερο κράτος πρόνοιας, καθώς αυτό εμποδίζει την υποτιθέμενη φυσική επιλογή, δηλαδή τον αγώνα για επικράτηση του δυνατότερης φυλής/έθνους (δυο κοινωνικές κατασκευές που έχουν επενδυθεί με απροσπέλαστα βιολογικά χαρακτηριστικά) αφού βοηθά τους ασθενέστερους και οδηγεί στην «εκθήλυνση» του πληθυσμού (φυσικά και το φύλο εδώ ως κοινωνική κατασκευή έχει επενδυθεί με βιολογικούς όρους ρώμης-αδυναμίας) είτε παρέμβαση του κράτους με στοχευμένες πολιτικές που θα συντελούν στην ενίσχυση της φυσικής επιλογής, στην ενδυνάμωση της φυλής/έθνους μέσα από το υποχρεωτικό ζευγάρωμα όσων φέρουν χαρακτηριστικά φυλετικής καθαρότητας και τη στείρωση ή και αφανισμό όσων συμβάλλουν στον εκφυλισμό του είδους (ανάπηροι, ομοφυλόφιλοι, αλλοεθνείς κλπ), δηλαδή την εφαρμογή της ευγονικής που είδαμε να ξεδιπλώνεται σε όλη της τη δόξα στο σχέδιο για την Τελική Λύση στο Εβραϊκό Ζήτημα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί.

Τι ξεχνούν, όμως, όσοι μάχονται τον υποτιθέμενο εκφυλισμό του ανθρώπου και υπερασπίζονται τον Κοινωνικό Δαρβινισμό, δηλαδή τη διαστρέβλωση της θεωρίας του Δαρβίνου με την αντιμετώπιση των λαών ως έμβιων όντων που εξελίσσονται και από-εξελίσσονται σε έναν στίβο επικράτησης του δυνατότερου; Τι είναι αυτό που έκανε τον άνθρωπο να επιβιώσει και να επικρατήσει επί του υπόλοιπου ζωικού βασιλείου, αναδυόμενος ως ο απόλυτος κυρίαρχος με «δικαίωμα» ζωής και θανάτου επί των υπόλοιπων ειδών; Είναι, μήπως, τα κοφτερά του δόντια; Το πλούσιο τρίχωμα του; Τα γαμψά του νύχια; Είναι, άραγε, μόνο ο αντίχειρας που τον βοήθησε να κατασκευάσει εργαλεία; Είναι μόνο η φωτιά που έκλεψε ο Προμηθέας από τους θεούς και τους τη χάρισε οδηγούμενος σε αιώνια καταδίκη; Είναι η νόηση, έτσι μοναχιά της, έμφυτο και εγγενές βιολογικό χαρακτηριστικό; Η αμφισβήτηση της θεϊκής προέλευσης των φυσικών φαινομένων και η απαρχή της επιστημονικής σκέψης; Είναι, ίσως, η αγάπη μεταξύ ατόμων; Είναι η κοινωνία, κυρίες μου και κύριοι, η απόφαση ότι προστατευόμαστε καλύτερα όταν ζούμε σε οργανωμένες ομάδες, όταν φτιάχνουμε κοινότητες, όταν υπογράφουμε το κοινωνικό συμβόλαιο που επιτάσσει την προστασία των αδύναμων, όταν στήνουμε δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης. Πάνω στην κοινωνία θεμελιώνεται το κράτος πρόνοιας, πάνω στην αρχή ότι εκχωρείς κάτι από την ατομικότητά σου, σε υλικό ή ψυχικό επίπεδο, για το γενικό καλό, το όφελος των πολλών με τους οποίους μοιράζεσαι την κοινωνία. Μέσα από την κοινωνία εξελίσσεται η νόηση, κοινωνικό προϊόν είναι η επιστήμη, είναι η κοινωνία, το μοίρασμα, η συμμετοχή στο κοινό θρησκευτικό μυστήριο που είναι το θείο και το ιερό στον χριστιανισμό και όχι το ίδιο υλικό κουταλάκι που υποστηρίζουν οι ειδωλολάτρες. Και το κυριότερο, η φωτιά δεν έχει την ίδια χάρη αν δεν βάλεις μαγκάλι για πολλούς και αν δεν αρχίσουν να γρατζουνάνε την κιθάρα γύρω της οι Ναμαγαπάδες. Και είναι αυτήν την κοινωνία που εχθρεύονται οι ιδεοληπτικοί νεοφιλελεύθεροι, οι υμνητές του θατσερικού μότο από το 1987 «there’s no such thing as society, there are individual men and women and there are families», κάποιοι εκ των οποίων βρίσκονται ανάμεσα στους κυβερνώντες, όταν επιλέγουν να αποδώσουν την παταγώδη αποτυχία υγειονομικής, πολιτικής και κοινωνικής διαχείρισης του δεύτερου κύματος του κορωνοϊού αποκλειστικά στην ατομική ευθύνη που συμπυκνώνεται στον 9χρονο που παίρνει την ευθύνη επειδή δεν έχει ίντερνετ σπίτι του να παρακολουθήσει τηλεκπαίδευση: στις πλατείες, στη σεξουαλικότητα των νέων, στη συγκέντρωση στο Εφετείο, στην πορεία του Πολυτεχνείου, στο σουλατσάρισμα μετά τις 9 το βράδυ, στα θέατρα και στα σινεμά, σε οτιδήποτε, εν πάσει περιπτώσει, ενέχει κάτι από αυτό που ο κατά τα άλλα αμφιλεγόμενος (και κατ’ εμέ) Giorgio Agamben ονομάζει (κοινωνικό) βίο σε αντίθεση με τη ζωή που αφορά μόνο τη βιολογική επιβίωση, την αναπνοή δηλαδή, το γέμισμα της κοιλιάς και, φυσικά, την εργασία με όλη την ηθική η οποία την περιβάλλει.

Και τούτη την ώρα, την κρίσιμη ώρα που κάθε 12 λεπτά ένας άνθρωπος βιώνει έναν αγωνιώδη και απομονωμένο θάνατο από Covid-19 σε κάποιο ελληνικό νοσοκομείο, που αυτό το εκσυγχρονιστικό υποτίθεται αλλά μάλλον βαθιά αντι-κοινωνικό θατσερικής εμπνεύσεως κράτος διολισθαίνει ολοένα και συχνότερα σε προνεωτερικά μονοπάτια, με βία και καταστολή αντί για δημοκρατική νομιμοποίηση του σκοπού των μέτρων προστασίας και με κεράκια, κλέφτικο σφύριγμα στη συνέχιση της μεταλαβίας, βιντεοπροβολές της Παναγιάς στη Βουλή αντί για ενίσχυση του ΕΣΥ όχι απλά με κλίνες ΜΕΘ αλλά κυρίως με εκπαιδευμένο, εξειδικευμένο και ξεκούραστο προσωπικό (διότι τι να τον κάνεις τον αναπνευστήρα αν το ιατρονοσηλευτικό σου προσωπικό δεν επαρκεί για τις διασωληνώσεις), είναι η κοινωνία που, για ακόμα μια φορά, θα βγάλει το φίδι από την τρύπα.