του Μιχάλη Γιαννεσκή

Δύο διεθνή δικαστήρια εδρεύουν στη Χάγη: το Διεθνές Δικαστήριο, αρμόδιο για την επίλυση διαφορών μεταξύ κρατών, και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ), αρμόδιο για τη δίωξη εγκλημάτων γενοκτονίας, πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Η εισαγγελέας του ΔΠΔ Φάτου Μπενσούντα ανακοίνωσε πέρυσι ότι θα ζητούσε από τους δικαστές την άδεια να ξεκινήσει έρευνα για εγκλήματα που διαπράχτηκαν στο Αφγανιστάν. Όπως δήλωσε τότε η εισαγγελέας, υπάρχουν στοιχεία ότι έχουν διαπραχθεί εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στο Αφγανιστάν από όλες τις πλευρές, ακόμα και από μέλη των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων και της CIA.

Ο Τζον Μπόλτον, ο πολεμοχαρής ακροδεξιός σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Τραμπ, χρησιμοποίησε την πρόσφατη επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 για να απευθύνει «ένα σαφές και ξεκάθαρο μήνυμα εκ μέρους του πρόεδρου των ΗΠΑ» ότι θα χρησιμοποιηθούν «όλα τα αναγκαία μέτρα που θα προστατεύσουν τους συμπολίτες μας και εκείνους τους συμμάχους μας που διώκονται άδικα από αυτό το παράνομο δικαστήριο» και καταδίκασε την έρευνα που πρότεινε η εισαγγελέας εναντίον «Αμερικανών πατριωτών».

Οι απειλές των ΗΠΑ αφορούν μέχρι στιγμής ποινικές διώξεις των δικαστών και εισαγγελέων του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και κατασχέσεις των περιουσιακών τους στοιχείων. Ωστόσο ο χαρακτηρισμός του ΔΠΔ ως «παράνομο» και η απειλή χρήσης «όλων των αναγκαίων μέτρων» σηματοδοτούν μια σημαντική κλιμάκωση της ρητορικής των ΗΠΑ κατά του Δικαστηρίου.

Οι ΗΠΑ δέχτηκαν να ενταχθούν σε διάφορες συνθήκες στο παρελθόν με την επιφύλαξη ότι δεν θα μπορούσαν να δικαστούν με την κατηγορία της παραβίασης οιασδήποτε συνθήκης. Υπέγραψαν τη Συνθήκη περί Γενοκτονιών υπό τον όρο ότι δεν έχει εφαρμογή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρομοίως, οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι δεν δεσμεύονται από τα καταστατικά του ΟΗΕ και του Οργανισμού Συνεργασίας των Κρατών της Αμερικής (ΟΣΚΑ), των οποίων είναι μέλος. Όταν η Νικαράγουα κατήγγειλε τις ΗΠΑ στο Διεθνές Δικαστήριο για επεμβάσεις εναντίον της, καθότι παραβίαζαν το καταστατικό του ΟΣΚΑ που τις απαγορεύει ρητά, το Δικαστήριο δικαίωσε μεν τη Νικαράγουα, αλλά αποδέχτηκε ότι οι ΗΠΑ δεν δεσμεύονταν από το εν λόγω καταστατικό.

Στην περίπτωση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, οι ΗΠΑ όχι μόνο δεν δεσμεύονται από τις αποφάσεις του, αλλά έχουν λάβει μέτρα ώστε να προστατεύσουν κάθε πολίτη τους από τυχόν διώξεις. Το 2002, Αμερικανοί στρατιωτικοί κινδύνευαν να κατηγορηθούν για εγκλήματα πολέμου στο Ιράκ. Η τότε κυβέρνηση του Μπους απέσυρε την υπογραφή της από τη Συνθήκη της Ρώμης, μέσω της οποίας ένα κράτος αποδέχεται το καταστατικό του ΔΠΔ. Επιπλέον, το Κογκρέσο ενέκρινε νομοθεσία που επικύρωσε η τότε κυβέρνηση, ώστε εάν οποιοσδήποτε πολίτης ή σύμμαχος των ΗΠΑ οδηγηθεί στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, η κυβέρνηση είναι εξουσιοδοτημένη να εισβάλλει δια της βίας στη Χάγη. Η νομοθεσία ισχύει μέχρι σήμερα και αναφέρεται συχνά ως ο «Νόμος περί Εισβολής στη Χάγη».

Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρόσφατες απειλές των ΗΠΑ κατά του ΔΠΔ εκφράστηκαν από τον Τζον Μπόλτον, τον πρωτεργάτη της απόσυρσης των ΗΠΑ από το Δικαστήριο το 2002. Ο ίδιος χαρακτήρισε την απόσυρση ως την «πιο ευτυχισμένη στιγμή» της καριέρας του. Ένας κύριος στόχος του Μπόλτον σε όλη τη σταδιοδρομία του ήταν η κατάργηση του Δικαστηρίου, ώστε οι στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ ανά τον κόσμο να διεξάγονται χωρίς «ανθρωπιστικούς» περιορισμούς.

Ο Μπόλτον δεν χρειάστηκε να κατονομάσει στις απειλές του τον Νόμο περί Εισβολής στη Χάγη. Το έκαναν τα ΜΜΕ για εκείνον. Παρότι τα περισσότερα διεθνή (και όλα τα ελληνικά) ΜΜΕ αναμετάδωσαν τις απειλές των ΗΠΑ και την απάντηση του Δικαστηρίου χωρίς κανένα ουσιαστικό σχόλιο, πολλά αμερικανικά και βρετανικά ΜΜΕ επισήμαναν ότι οι απειλές των ΗΠΑ επαναφέρουν στο προσκήνιο το ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης στο ΔΠΔ. Όμως, δεν σχολιάστηκε πουθενά ότι οι ΗΠΑ συμμετέχουν σε διεθνείς διαδικασίες και οργανισμούς χρησιμοποιώντας άλλα μέτρα και σταθμά για αυτές και τους συμμάχους τους, και άλλα για τους αντιπάλους τους.

Oι πιέσεις που ασκούν οι ΗΠΑ (άμεσα ή έμμεσα μέσω των ΜΜΕ) κατά του ΔΠΔ για την προστασία των Αμερικανών εγκληματιών πολέμου και των συμμάχων τους, χαράζουν μια «κόκκινη γραμμή», την οποία δεν μπορούν να αψηφήσουν οι δικαστές και οι εισαγγελείς του Δικαστηρίου. Λόγω παρομοίων πιέσεων, η έρευνα που διεξάγει από το 2015 η εισαγγελέας του ΔΠΔ για πιθανά εγκλήματα πολέμου του Ισραήλ κατά Παλαιστινίων στη Γάζα έχει παραμείνει «προκαταρκτική» για 3 χρόνια, χωρίς να περάσει στο επόμενο στάδιο της «επίσημης» έρευνας, που είναι αναγκαία για να διατυπωθούν κατηγορίες κατά των υπαιτίων. Το «δίκαιο του ισχυρού» εξασφαλίζει ότι η πιο πιθανή έκβαση των προτεινόμενων ερευνών για τα εγκλήματα πολέμου στο Αφγανιστάν είναι η αποσιώπησή τους.