Πριν λίγες μέρες ολοκληρώθηκε στην Ουάσινγκτον το συνέδριο του πιο σημαντικού φορέα για την προώθηση της ισραηλινο-αμερικανικής συνεργασίας. Ο ισραηλινός πρωθυπουργός ήταν για μια ακόμα φορά το τιμώμενο πρόσωπο. Το εξαιρετικό κλίμα, οι εγκάρδιες συναντήσεις και οι πανηγυρικές ομιλίες επιβεβαίωσαν το άριστο επίπεδο στις σχέσεις των δύο χωρών. Και όμως, όσο μια μικρή λεπτομέρεια εξακολουθεί να απουσιάζει από το κάδρο, τόσο ενδεχομένως να είμαστε ενώπιον της γαλήνης προ της καταιγίδας.
Το 2002, στη σκιά δηλαδή των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, το Atlantic ζήτησε από δύο επιφανείς Αμερικανούς ακαδημαϊκούς, τον John Mearsheimer του Πανεπιστήμιο του Σικάγο και τον Stephen Walt του Χάρβαρντ, να γράψουν για την επιρροή του λόμπυ του Ισραήλ στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Οι δύο καθηγητές βρήκαν την πρόκληση ενδιαφέρουσα και τον Ιανουάριο του 2005, μετά από πολύμηνη μελέτη και διαβούλευση, έδωσαν ένα προσχέδιο τελικού κειμένου στους υπευθύνους του περιοδικού. Με έκπληξη όμως τους διαβιβάστηκε ότι το ενδιαφέρον για τη δημοσίευση του σχετικού άρθρου είχε εκλείψει. Οι Mearsheimer και Walt απευθύνθηκαν σε άλλα περιοδικά που όμως και αυτά έδειξαν απροθυμία να φιλοξενήσουν το επίμαχο κείμενο. Τελικά οι προσπάθειες τους καρποφόρησαν μόλις το Μάρτιο του 2006 όταν και το London Review of Books δέχτηκε να το συμπεριλάβει σε έκδοση του.
Το άρθρο, που παράλληλα με το London Review of Books ανέβηκε σε ιστότοπο του Harvard Kennedy School, είχε τεράστια απήχηση και προκάλεσε πολλές αντιδράσεις. Εκμεταλλευόμενοι αφενός το ενδιαφέρον, και αφετέρου την ανάγκη να απαντήσουν εμπεριστατωμένα στις διάφορες κριτικές, οι Mearsheimer και Walt επέκτειναν το κείμενο τους σε ένα ογκώδες βιβλίο που εκδόθηκε το 2007. Βασική θέση των δύο ακαδημαϊκών είναι ότι η ειδική σχέση ΗΠΑ-Ισραήλ και η δυσανάλογη βοήθεια (σ.σ. το συνολικό της ύψος το 2015 υπολογίστηκε σε 124,3 δισ. δολάρια)[i] που παρέχει η Ουάσινγκτον στο Τελ Αβίβ δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε σε ηθική, ούτε σε στρατηγική βάση. Το μόνο στοιχείο που μπορεί να ερμηνεύσει αυτή την πολιτική είναι η ισχυρή επιρροή που ασκεί το λόμπυ του Ισραήλ στα κέντρα λήψης αποφάσεων της αμερικανικής διοίκησης. Οι Mearsheimer και Walt ήταν αρκετά προσεκτικοί να απορρίψουν τον όρο εβραϊκό λόμπυ διότι πολλοί από όσους υπερασπίζονται το Ισραήλ στις ΗΠΑ δεν είναι Εβραίοι, αλλά θρησκευόμενοι Χριστιανοί. Επίσης οι συγγραφείς δε κάνουν λόγο για μια συνομωσία με ενιαίο και αόρατο κέντρο. Κάθε άλλο, μιλάνε για μια χαλαρή συμμαχία μη συντονισμένων οργανώσεων που ασκούν το συνταγματικό τους δικαίωμα να λειτουργούν ανοικτά ως ομάδες πίεσης για κάτι που θεωρούν σωστό και δίκαιο.[ii]
Το βιβλίο για το λόμπυ του Ισραήλ δεν τάραξε τα νερά τόσο επειδή εισήγαγε καινά δαιμόνια, όσο επειδή άγγιξαν ένα θέμα ταμπού και επειδή οι συγγραφείς με τα επιχειρήματα τους νομιμοποίησαν κατά ένα τρόπο κάποιους από τους ισχυρισμούς των εχθρών των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια άλλο να μιλά ο Νασράλα της Χεζμπολάχ για το πώς το Ισραήλ ελέγχει τις ΗΠΑ και άλλο να το λένε αυτό, αν και με σαφώς ηπιότερο τρόπο, καθηγητές κορυφαίων αμερικανικών πανεπιστημίων. Βέβαια για το αν οι απόψεις των Mearsheimer και Walt είναι ορθές ή όχι αρκεί μια ματιά στην πραγματικότητα και το πρόσφατο συνέδριο του AIPAC (American Israel Public Affairs Committee) που έλαβε χώρα στην Ουάσινγκτον την περασμένη βδομάδα. Οι δύο Αμερικανοί ακαδημαϊκοί έγραφαν το 2008 ότι το AIPAC είναι η κορυφαία ομάδα πίεσης του λόμπυ του Ισραήλ. Μάλιστα εξηγούν με εκτενή ανάλυση και παραδείγματα πως η παρουσία στο ετήσιο συνέδριο του έγινε απαραίτητη για όσους φιλοδοξούσαν να κάνουν σημαντική πολιτική καριέρα.[iii]
Το φετινό συνέδριο του AIPAC ήταν, όπως άλλωστε αναμενόταν, φαντασμαγορικό και διεξήχθη σε πανηγυρική ατμόσφαιρα. Μέλη του Κογκρέσου και της Γερουσίας, Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί, συναγωνίστηκαν για την αφοσίωση τους στο Ισραήλ είτε από βήματος, είτε σε σύντομες συνεντεύξεις στη κεντρική σκηνή. Ο Ρεπουμπλικάνος Μάρκο Ρούμπιο έσπευσε να καθησυχάσει πως ενδεχόμενη περιστολή δαπανών για το νοικοκύρεμα των κρατικών οικονομικών δεν θα επηρεάσει την υποτιθέμενη ζωτική για την ασφάλεια των ΗΠΑ βοήθεια προς το Ισραήλ. Ο Δημοκρατικός Τσακ Σούμερ χαιρέτησε τη μεταφορά της ισραηλινής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ και απέδωσε την έλλειψη προόδου στις ειρηνευτικές συνομιλίες στην απροθυμία των Παλαιστίνιων να αποδεχτούν τις αναφορές της Τόρα (σ.σ. ιερό εβραϊκό κείμενο) που κατοχυρώνουν τους Αγίους Τόπους στο εβραϊκό έθνος. Η πρέσβειρα των ΗΠΑ στον ΟΗΕ Νίκι Χέλει δεσμεύθηκε να κάνει περισσότερα για την εξάλειψη αυτού που περιέγραψε ως εκφοβισμό του Ισραήλ στα διεθνή φόρα. Στο συνέδριο μίλησαν επίσης ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς και ο πρέσβης των ΗΠΑ στο Ισραήλ Ντέιβιντ Φρίντμαν, δείγμα του πόσο σοβαρά λαμβάνει υπόψη η αμερικάνικη διοίκηση το AIPAC. Σε αυτό το κλίμα, οι εργασίες του συνεδρίου ολοκληρώθηκαν με την παρουσία του ισραηλινού πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου.
Η ομιλία του Νετανιάχου ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Απευθύνθηκε στο κοινό με αψεγάδιαστα αγγλικά κάνοντας χρήση θεατρινισμών, όπως την εγκατάλειψη του βήματος και την περιφορά του στην εξέδρα παρά τις υποτιθέμενες συστάσεις της ομάδας ασφαλείας του περί του αντιθέτου, ή το κάλεσμα σε όσους φοιτητές δεν πήγαν στα μαθήματα τους για να παρακολουθήσουν το συνέδριο να έρθουν να τον βρουν αργότερα για να τους υπογράψει δικαιολογητικές επιστολές. Με αυτή την αμεσότητα και ευθύτητα, που παρέπεμπε σε TED-Talk performance, κατάφερε να περάσει με επιτυχία το μήνυμα του. Βασικό του μέλημα ήταν να εστιάσει στις επιτυχίες και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα του σε διεθνές επίπεδο. Με μια διαδραστική παρουσίαση που ενίοτε άγγιζε την υπερβολή παρουσίασε το Ισραήλ όπως θα έκανε ένας διευθυντής μιας πετυχημένης νεοφυούς επιχείρησης σε ένα συνέδριο καινοτομίας. Με την προβολή πινάκων και διαγραμμάτων τόνισε πόσα πολλά έχει το Ισραήλ να προσφέρει και να μάθει στον κόσμο. Για παράδειγμα ανέφερε ότι η χώρα του ανακυκλώνει το 87% του νερού που χρησιμοποιεί και ότι εφαρμόζει τεχνικές που επιτρέπουν σε ένα γεωργό να ξέρει πόσο λίπασμα ή νερό χρειάζεται η καλλιέργεια του. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στις απειλές που αντιμετωπίζει από τις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν και τους πυραύλους της Χαμάς και της Χεζμπολάχ. Το τρίτο, και καταληκτικό, μέρος της ομιλίας του αφορούσε στην αισιοδοξία για το ξεπέρασμα όλων των προκλήσεων εξαιτίας της μοναδικής φιλίας με τις ΗΠΑ που ποτέ, όπως επανειλημμένα είπε, δεν ήταν καλύτερη και ισχυρότερη από τώρα.
Την ομιλία του Νετανιάχου διαδέχτηκε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα συνοδευόμενο με το κατάλληλο για την περίσταση μουσικό χαλί. Η όλη ατμόσφαιρα, οι σημαντικές παρουσίες, το κλίμα σύμπνοιας και η μεγάλη συμμετοχή, 18.000 σύνεδροι, δείχνουν να επιβεβαιώνουν τo σημαντικό πολιτικό βάρος του AIPAC στις ΗΠΑ. Όμως ένας προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε να διακρίνει μια κρίσιμη παράμετρο. Ίσως το λόμπυ του Ισραήλ στις ΗΠΑ γενικά, και το AIPAC ειδικά να εξήντλησαν τα όρια τους και από τούδε και στο εξής να ξεκινά μια πορεία συστολής και όχι αύξησης της επιρροής τους.
Οι αναφορές του Νετανιάχου και άλλων ομιλητών στους φοιτητές δεν ήταν τυχαίες. Για το λόμπυ του Ισραήλ η μάχη για τις καρδίες της νέας γενιάς είναι ιδιαίτερα σημαντική. Και αυτό γιατί πλέον όλο και περισσότεροι νέοι στην Αμερική βλέπουν το Ισραήλ, όχι ως τη πατρίδα των θυμάτων του ολοκαυτώματος, αλλά ως μια δύναμη κατοχής και καταπίεσης. Από το 2010 μέχρι το 2016 έχει παρατηρηθεί μια μείωση 27 ποσοστιαίων μονάδων στη στήριξη του Ισραήλ από Αμερικανούς φοιτητές εβραϊκής καταγωγής. Με άλλα λόγια, αν πολλοί από αυτούς έμπαιναν στον κόπο να παρακολουθήσουν τις εργασίες του συνεδρίου του AIPAC, μάλλον θα έβλεπαν με σκεπτικισμό πολλές από τις τοποθετήσεις.
Για παράδειγμα αντί να εστιάσουν στην υποτιθέμενη προκατάληψη των μελών του ΟΗΕ εναντίον το Ισραήλ, μάλλον θα αναζητούσαν του λόγους που καταδικαστικά για το Ισραήλ ψηφίσματα έρχονται τόσο συχνά προς ψηφοφορία. Αντί να ανησυχήσουν για τις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν, μάλλον θα αναρωτηθούν γιατί επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση στο Ισραήλ να έχει πυρηνική τεχνολογία. Αντί να θαυμάσουν την εκπληκτική διαχείριση του νερού από το ισραηλινό κράτος και την εξελιγμένη του γεωργία, μάλλον θα σταθούν κριτικά απέναντι στην υπεξαίρεση παλαιστινιακών αγροτικών εκτάσεων και υδάτινων πόρων. Τέλος, βλέποντας την περικοπή φόρων στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και τον αποκλεισμό χιλιάδων Αμερικανών από το σύστημα περίθαλψης, μάλλον θα αμφισβητήσουν την ανάγκη να επενδύονται δισεκατομμύρια κάθε χρόνο για την ασφάλεια ενός, έτσι και αλλιώς ισχυρού, συμμάχου χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά.
Και ενώ δεν είναι ρεαλιστικό η επιρροή του λόμπυ του Ισραήλ να εξασθενήσει σημαντικά από τη μια στιγμή στην άλλη, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν καλά ότι η κατάσταση είναι δυναμική. Προς επίρρωση αυτού υπενθυμίζεται πως οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ισραήλ άρχισαν να γίνονται στενότερες μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1960.[iv] Σε αυτό το πλαίσιο, η αναφορά της προεδρεύουσας Λίλιαν Πίνκους, που προλόγισε το Νετανιάχου, ότι στην πρώτη του συμμετοχή σε συνέδριο του AIPAC το 1986 η εκδήλωση αφορούσε μονάχα λίγες εκατοντάδες αντιπροσώπους αν μη τι άλλο δείχνει ότι το πολιτικό βάρος του λόμπυ του Ισραήλ είναι ευεπίφορο σε αλλαγές. Και ο παράγοντας που ενισχύει σημαντικά το ενδεχόμενο της αλλαγής είναι ο βαθύς διχασμός που επικρατεί στις ΗΠΑ σήμερα.
Οι Mearsheimer και Walt ορθά αναφέρουν ότι όλοι οι υποψήφιοι Αμερικανοί πρόεδροι φροντίζουν να δώσουν τα διαπιστευτήρια τους στο AIPAC.[v] Ο άγραφος αυτός κανόνας συνεχίστηκε να τηρείται ευλαβικά με μία μονάχα εξαίρεση. Το Μάρτιο του 2016 ο υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών Μπέρνι Σάντερς, καίτοι εβραϊκής καταγωγής, επέλεξε να μην παρευρεθεί στο συνέδριο το AIPAC. Επίσης στις τηλεμαχίες με τη Χίλαρι Κλίντον ο Σάντερς έκανε κατ’ επανάληψη κριτική στο Νετανιάχου. Ως γνωστό ο Σάντερς δεν πήρε το χρίσμα και εν τέλει η Χίλαρι έχασε από τον Ντόναλντ Τραμπ. Στο βαθμό που η τρέχουσα περίοδος, που χαρακτηρίζεται ως η καλύτερη όλων των εποχών στις σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ, ταυτίζεται με την προεδρία Τραμπ καθίσταται ευκολότερο για πολλούς Αμερικανούς να αποστασιοποιηθούν από πολιτικές που είναι φιλικές προς το Ισραήλ. Και αυτό γιατί σε μια πολωμένη κοινωνία κάθε ενέργεια της κυβέρνησης εισπράττεται αρνητικά από την αντιπολίτευση. Και σε μία Αμερική όπου η αντιπολίτευση στον Τραμπ κυριαρχείται από μορφές σαν αυτή του Σάντερς που έχει μεγάλη απήχηση στη νεολαία, κάνει σημαία της τη διεύρυνση του συστήματος περίθαλψης, τάσσεται ανοιχτά υπέρ του περιορισμού της οπλοκατοχής, και εναντιώνεται στη λογική του σφραγίσματος των συνόρων, η στήριξη από το λόμπι του Ισραήλ, με περιορισμένη μάλιστα απήχηση στη νέα γενιά, δεν μοιάζει πια τόσο απαραίτητη. Σίγουρα η εκλογή κάποιου σαν τον Σάντερς το 2020 στο Λευκό Οίκο δε θα σημάνει αυτόματα ρήξη με το Ισραήλ ή βίαιη διακοπή της βοήθειας προς αυτό. Σε κάθε περίπτωση όμως οι ισορροπίες θα αλλάξουν σημαντικά και αυτό ίσως φοβίζει το Νετανιάχου περισσότερο ακόμα και από τις έρευνες διαφθοράς εναντίον του.