Του Γιώργου Ρήγα

Από τότε που ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις στο φράχτη που χωρίζει τη Γάζα από Ισραήλ, και ιδιαίτερα μετά τη σφαγή που σημειώθηκε την ημέρα των εγκαινίων της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, πολλοί θεώρησαν πως ο επόμενος πόλεμος στη Γάζα ήταν απλά θέμα χρόνου. Μια τέτοια σκέψη κάθε άλλο παρά παράλογη ήταν καθώς οι αντικειμενικές διαφορές μεταξύ Χαμάς και Ισραήλ που προκάλεσαν τις προηγούμενες συγκρούσεις τους δεν έχουν εκλείψει. Επίσης η χρονική συγκυρία ταίριαζε γάντι στη θεωρία του «κουρέματος του γρασιδιού» που μεταξύ άλλων υποστηρίζει και ο Μαντς Γκίλμπερτ, ο ακτιβιστής Νορβηγός γιατρός που έχει κατ’ επανάληψη προσφέρει ιατρικές υπηρεσίες στη Γάζα εν μέσω ισραηλινών επιθέσεων. Σύμφωνα με την εν λόγω θεωρία, το Ισραήλ επιχειρεί στη Γάζα κάθε τρία κατά μέσο όρο χρόνια με σκοπό να συρρικνώσει σημαντικά την όποια στρατιωτική ισχύ έχει αποκτήσει η Χαμάς στο μεσοδιάστημα. Έτσι, για τους θιασώτες της θεωρίας, δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις του Ισραηλινού στρατού στη Γάζα έλαβαν χώρα το 2008, το 2012 και το 2014 αντίστοιχα. Με αυτή την λογική το καλοκαίρι του 2018 έμοιαζε με το παραπάνω ως το πλήρωμα του χρόνου για μια νέα επίθεση. Η προφητεία όμως ακόμα δεν επαληθεύθηκε και αυτό δεν οφείλεται αποκλειστικά στην τύχη.

Κάποιοι ενδεχομένως να υποστηρίξουν πως δεν δόθηκαν οι αφορμές για να τεθούν σε εφαρμογή τα επιτελικά σχέδια του ισραηλινού στρατού για επίθεση στον παραθαλάσσιο θύλακα. Η αλήθεια όμως είναι αρκετά διαφορετική. Η οργάνωση των «πορειών της επιστροφής» στο μεθοριακό φράχτη δημιούργησαν πολλές φορές τις συνθήκες ώστε ο λόγος να μετατεθεί για τα καλά στα όπλα. Αν μη τι άλλο, το Ισραήλ υιοθέτησε τη συνήθεια να σφυροκοπά θέσεις της Χαμάς στη Γάζα μετά από κάθε διαδήλωση στο φράχτη υποστηρίζοντας πάνω κάτω ότι έτσι την τιμωρεί επειδή εξανάγκασε τον ισραηλινό στρατό να ανοίξει πυρ και να σκοτώσει δεκάδες διαδηλωτές. Είναι απαραίτητο να επισημανθεί εδώ πως το εν λόγω επίσημο αφήγημα όσο παράλογο και διαστρεβλωμένο φαίνεται σε εμάς, είναι ευρέως πιστευτό στις τάξεις τόσο των πολιτών του Ισραήλ, όσο και των ανά τον κόσμο υποστηρικτών του.

Η ουσία όμως παραμένει ότι ο ισραηλινός στρατός, πιστός στο δόγμα του «σιδηρού τείχους», προχώρησε σε ενέργειες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτη κλιμάκωση. Η Χαμάς κατά κανόνα έδειξε αυτοσυγκράτηση. Αλλά και όταν τελικά υπήρξαν ανταπαντήσεις από την παλαιστινιακή πλευρά με ρουκέτες να πλήττουν συναγωγή τον Ιούλιο και κατοικία τον Οκτώβριο, το Ισραήλ δεν έσπευσε να χτυπήσει με αμετάκλητο τρόπο τα τύμπανα του πολέμου. Αντίθετα συνέχισε να εφαρμόζει την τακτική των σποραδικών και στοχευμένων χτυπημάτων από αέρος. Ούτε η ιδιότυπη αυτοσυγκράτηση του Ισραήλ ήταν τυχαία. Αντίθετα και αυτή οφείλεται τόσο στην ύπαρξη σοβαρών επιφυλάξεων για μια νέα επιχείρηση στη Γάζα, όσο και στην παρουσία ενός μηχανισμού διαλόγου και διπλωματίας που απέτρεψε την ανεξέλεγκτη κλιμάκωση.

Ο βασικός λόγος που η ένταση στη Γάζα δεν διολίσθησε σε πόλεμο είναι ότι, για τους δικούς της λόγους, η κάθε πλευρά αντιλαμβάνεται την προοπτική της σύγκρουσης ως πολιτικά ασύμφορη. Κανείς δεν αμφισβητεί την υπεροπλία του Ισραήλ και τη δυνατότητα του να νικήσει τους ενόπλους της Γάζας. Το ερώτημα όμως είναι με τι κόστος. Η ισραηλινή αεροπορία μπορεί να χτυπά για μέρες στόχους και να προξενεί τεράστιες παράπλευρες απώλειες σε υποδομές και αμάχους. Κάτι τέτοιο όμως από ένα σημείο και μετά δεν είναι διαχειρίσιμο για τη διεθνή εικόνα του Ισραήλ. Ακούγεται πολύ κυνικό, αλλά αυτό είναι που ενδιαφέρει περισσότερο όλους όσοι έχουν λόγο στο Τελ Αβίβ. Επίσης μετά τις αεροπορικές επιδρομές οφείλει να ακολουθήσει μια εισβολή. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο οι μαχητές της Χαμάς θα πολεμούν υπέρ βωμών και εστιών και άρα θα προκαλέσουν απώλειες στις τάξεις του ισραηλινού στρατού. Ένας μεγάλος αριθμός νεκρών στρατιωτών πάλι είναι δύσκολο να διαχειριστεί από το Νετανιάχου και τους πολιτικούς του συμμάχους σε χρόνο που μάλιστα δεν είναι μακριά από τις εκλογές. Τέλος, υπάρχει το στρατηγικό ερώτημα του τι θα κάνει ο ισραηλινός στρατός τη νίκη του. Η εκ νέου κατοχή της Γάζας και του εχθρικού πληθυσμού της μόνο σαν εφιάλτης φαντάζει στα υψηλά κλιμάκια της «Τζαχάλ» και της «Σιν Μπετ». Αν πάλι προκριθεί η λύση να αφεθεί η Γάζα υπό το παρόν status quo, τότε η καταστροφή που θα έχει επιφέρει ο πόλεμος απλά θα επιταχύνει την κατάρρευση των υποδομών της περιοχής προκαλώντας μια άνευ προηγουμένη και ίσως μη διαχειρίσιμη ανθρωπιστική καταστροφή. Για όλους αυτούς τους λόγους το Ισραήλ και ο Νετανιάχου επιθυμούν μια ευνοϊκή για το εβραϊκό κράτος συνεννόηση με τους Παλαιστίνιους της Γάζας.

Από την άλλη πλευρά βρίσκεται η Χαμάς με τον καινούργιο της ηγέτη, τον Γιάχια Σινουάρ. Ο Σινουάρ, παρά τις περί του αντιθέτου φήμες, έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα πραγματιστής. Σε πρόσφατη συνέντευξη του, που μεταξύ άλλων φιλοξενήθηκε και σε ισραηλινή εφημερίδα, δήλωσε πως δεν επιθυμεί άλλους πολέμους καθώς είναι αυταπάτη να θεωρεί ότι μπορεί να νικήσουν μια πυρηνική δύναμη σαν το Ισραήλ. Και δεν είναι μόνο τα λόγια του Σινουάρ, αλλά κυρίως οι πράξεις του. Από τότε που ήρθε στο προσκήνιο ως ηγέτης της Χαμάς στη Γάζα έχει δείξει διάθεση να συνεργαστεί με τον οποιοδήποτε προκειμένου να θέσει τέλος με διπλωματικά μέσα στη μεσαιωνικού τύπου πολιορκία που έχει επιβάλλει το Ισραήλ στη Γάζα από το 2007. Σε αυτό το πλαίσιο ήταν ανοικτός σε συνομιλίες με το Κατάρ, την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τον Αμπάς ή ακόμα και τον Νταχλάν, τον εσωτερικό αντίπαλο του Αμπάς και παλιό σκληρό πολέμιο της Χαμάς στη Γάζα.

Φυσικά όταν μιλάμε για ορκισμένους εχθρούς η απλή ταύτιση συμφερόντων δεν αρκεί για την αποφυγή της σύγκρουσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι αναγκαία η ύπαρξη ενός ενδιάμεσου που να επιθυμεί το ίδιο πράγμα και να λειτουργεί αποτελεσματικά ως δίαυλος επικοινωνίας.  Το ρόλο αυτό στην περίπτωση της Χαμάς και του Ισραήλ παίζει η Αίγυπτος και σε μικρότερο βαθμό ο ΟΗΕ με τον ειδικό απεσταλμένο του Νικολάι Μλαντένοφ. Το Κάιρο παίζει παραδοσιακά το ρόλο του διαμεσολαβητή, ειδικά από τότε που προχώρησε σε μονομερή ειρήνη με το Ισραήλ. Μάλιστα η τάση των Αιγυπτίων να θέλουν να μεσολαβούν στις διαφορές που έχουν κατά καιρούς οι Παλαιστίνιοι με τους Ισραηλινούς πηγάζει από την ανάγκη τους να συνεχίσουν να είναι στο προσκήνιο παρ’ όλο που το 1979 έριξαν λευκή πετσέτα στη διαμάχη με το Ισραή. Και είναι αλήθεια πως μεγάλο μέρος του κύρους και του πολιτικού κεφαλαίου που διαθέτει σήμερα η Αίγυπτος οφείλεται σε αυτήν ακριβώς τη δραστηριότητα. Έτσι, δεν ήταν έκπληξη που η ένταση στο φράχτη της Γάζας ακολουθείτο σχεδόν πάντα από διπλωματική κινητικότητα στο Κάιρο. Εκεί Αιγύπτιοι αξιωματούχοι συνδιαλέγονταν ξεχωριστά με στελέχη της Χαμάς, εκπροσώπους της Παλαιστινιακής Αρχής, ανθρώπους της ισραηλινής διοίκησης, καθώς και διπλωμάτες από τις ΗΠΑ και τον ΟΗΕ. Ήταν λοιπόν αυτές οι μακρές και έμμεσες διαβουλεύσεις που απέτρεψαν στο σπιράλ της βίας να ξεδιπλωθεί ανεξέλεγκτα.

Για να καταλάβει κανείς πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της Αιγύπτου στην αντιπαράθεση Χαμάς-Ισραήλ, αρκεί ένα μικρό ταξίδι στο χρόνο. Το καλοκαίρι του 2014 ξέσπασε η πιο σοβαρή και θανατηφόρα σύγκρουση στη Γάζα. Διήρκεσε 7 εβδομάδες και κόστισε τη ζωή σε 2,251 Παλαιστίνιους, στην πλειοψηφία τους αμάχους, και 73 Ισραηλινούς, στην πλειοψηφία τους στρατιώτες. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι εκείνη την περίοδο οι σχέσεις Χαμάς-Αιγύπτου ήταν στο ναδίρ. Ο στρατάρχης Σίσι μόλις είχε αναδειχθεί νικητής μετά από μια σκληρή μάχη εξουσίας με την Μουσουλμανική Αδελφότητα. Ο Σίσι ήταν ιδιαίτερα εχθρικός προς την Χαμάς λόγω των στενών δεσμών της τελευταίας με την κυβέρνηση Μόρσι (σ.σ. η Χαμάς είναι μετεξέλιξη του παλαιστινιακού βραχίονα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας). Γι’ αυτό το λόγο το καλοκαίρι του 2014 οι αιγυπτιακές αρχές έδειξαν αισθητά μειωμένο ενδιαφέρον αρχικά για την αποτροπή της κλιμάκωσης της έντασης στη Γάζα, και μετέπειτα για την επίτευξη κατάπαυσης του πυρός και επιστροφής στο status quo ante bellum.

Είναι λογικό και σωστό να υποθέτει κανείς πως τους προηγούμενους μήνες οι ίδιοι άνθρωποι, στους ίδιους χώρους στο Κάιρο δεν συζητούσαν μόνο για το πως θα αποτραπεί η διολίσθηση στην άβυσσο της σύγκρουσης, αλλά και πως επίσης θα επιτευχθεί μια πιο μόνιμη ηρεμία στην περιοχή. Στους εξωτερικούς παρατηρητές ενδεχομένως το διακύβευμα να μοιάζει απλό, ειδικά από τη στιγμή που και οι δύο πλευρές έχουν αποφασίσει πως δεν τους συμφέρει η ένοπλη αντιπαράθεση. Διακαής πόθος των Παλαιστίνιων της Γάζας είναι η χαλάρωση της πολιορκίας, ενώ οι Ισραηλινοί θέλουν να σταματήσουν οι διαδηλωτές να προσεγγίζουν το φράχτη και να στέλνουν χαρταετούς με εύφλεκτο υλικό προς τις καλλιέργειες που βρίσκονται στην ισραηλινή πλευρά. Γιατί λοιπόν δεν προχωρά μια συμφωνία, ειδικά μετά την πρόθεση του Κατάρ να προσφέρει τα κεφάλαια τόσο για τη μισθοδοσία των υπαλλήλων της Γάζας, όσο και για τα καύσιμα που θα θέσουν σε κίνηση μια τοπική μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας αμβλύνοντας έτσι την υπο-ηλεκτροδότηση της Γάζας;

Η απάντηση του παραπάνω ερωτήματος βρίσκεται στο πολιτικό κόστος που πάει χέρι χέρι με τις παραχωρήσεις που πρέπει να κάνει η κάθε πλευρά προκειμένου να προχωρήσει η εκεχειρία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με δυο επιχειρηματίες που διαπραγματεύονται μια εμπορική συμφωνία. Οι διαφορές Παλαιστίνιων και Ισραηλινών είναι πολύ βαθιές και συνοδεύονται από μεγάλη καχυποψία, μίσος και, ειδικά για τους Παλαιστίνιους, δίκαια παράπονα. Ως εκ τούτου, είναι πολύ δύσκολο οι ηγεσίες των δύο πλευρών να μεταπηδήσουν από την αδιάλλακτη ρητορική στη μετριοπάθεια και το συναινετικό λόγο. Συγκεκριμένα ο Νετανιάχου δεν μπορεί να φανεί ότι επιβραβεύει αυτούς που για μήνες αποκαλεί βίαιους διαδηλωτές. Θα έχει πρόβλημα στα δεξιά του. Πρόβλημα το οποίο οι φιλόδοξοι συγκυβερνήτες του Λίμπερμαν και Μπένετ, υπουργοί Άμυνας και Παιδείας αντίστοιχα, θα θέλουν να εκμεταλλευτούν πολιτικά στις επικείμενες εκλογές. Και αν κάποιος κατανοεί την υστεροβουλία των δύο αντρών αυτός είναι σίγουρα ο Νετανιάχου καθώς ακολούθησε ταυτόσημη τακτική όταν ήταν δεύτερο βιολί στην κυβέρνηση Σαρόν. Συγκεκριμένα όταν ο Σαρόν ανακοίνωσε το σχέδιο του για μονομερή αποχώρηση από τη Γάζα ο Νετανιάχου διαχώρισε τη θέση του. Και όταν τελικά το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή, με το βλέμμα στραμμένο στο πολιτικό του μέλλον, προχώρησε σε μια θεατρική παραίτηση από το χαρτοφυλάκιο του.

Η Χαμάς από την πλευρά της έχει πρόβλημα με τη διαχείριση των διαδηλώσεων στο φράχτη, το βασικό δηλαδή αίτημα των Ισραηλινών. Οι «πορείες της επιστροφής» δεν ήταν δική της πρωτοβουλία, αλλά η ηγεσία της Χαμάς που παραδοσιακά έχει την ικανότητα να προσαρμόζεται στις συνθήκες φρόντισε να τις προσεταιριστεί και, σε κάποιο βαθμό, να τις εργαλειοποιήσει. Επί βδομάδες ο Σινουάρ και άλλα επιφανή στελέχη της Χαμάς καλούσαν τους κατοίκους της Γάζας να διαδηλώσουν ως άλλοι «ελεύθεροι πολιορκημένοι» μπροστά στο φράχτη και να αψηφήσουν τις σφαίρες των Ισραηλινών ελεύθερων σκοπευτών. Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν πολύ δύσκολο από τη μια μέρα στην άλλη να απαγορεύσουν τις διαδηλώσεις και να δώσουν εντολή στις δυνάμεις ασφαλείας να εμποδίσουν τους διαδηλωτές να προσεγγίσουν τη μεθόριο όπως επιθυμεί το Τελ Αβίβ. Μοιραία, οι «πορείες της επιστροφής» συνεχίστηκαν και η εφαρμογή της από τον Αύγουστο άτυπα συμφωνημένης εκεχειρίας πάγωσε.

Οι διαβουλεύσεις μέσω Καΐρου δεν σταμάτησαν φυσικά αλλά το αντικείμενο τους δεν ήταν μόνο η φύση της συμφωνίας, αλλά κυρίως το πώς θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για την εφαρμογή της. Με άλλα λόγια, όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ ξέρουν πως η συμφωνία περιλαμβάνει τη χαλάρωση της πολιορκίας με το προοδευτικό άνοιγμα των περασμάτων της Ράφα με την Αίγυπτο και του Κερέμ Αμπού Σαλόμ με το Ισραήλ, την αύξηση της ζώνης αλιείας, και την κατάθεση κεφαλαίων από το Κατάρ για την πληρωμή μισθών και μεταφοράς καυσίμων για ηλεκτρική ενέργεια. Από την πλευρά του το Ισραήλ ζητά ηρεμία στο φράχτη και την επιστροφή των Ισραηλινών πολιτών που κρατά η Χαμάς. Στην παρούσα φάση το Τελ Αβίβ δέχτηκε να αποσυνδέσει τη συζήτηση για ανταλλαγή κρατουμένων από το προσωρινό άνοιγμα των περασμάτων ενώ η Χαμάς, παρ’ όλο που δεν απαγόρευσε τις διαδηλώσεις στη μεθόριο, επέτρεψε σε Αιγύπτιους παρατηρητές να αναπτυχθούν στα σημεία τριβής για να πιστοποιήσουν πως η de facto κυβέρνηση της Γάζας δεν παρακινεί τους διαδηλωτές σε βίαιη αντιπαράθεση με τους Ισραηλινούς.

Είναι σίγουρο πως αν η ηρεμία στο φράχτη κρατήσει τα υπόλοιπα θα ακολουθήσουν και ίσως φτάσουμε στην ουσιαστική άρση της πολιορκίας με την εκκίνηση έργων υποδομής στη Γάζα που θα συμπεριλαμβάνουν τη δημιουργία λιμανιού και αεροδρομίου. Αναμφίβολα για κάτι τέτοιο έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας καθώς τόσο σημαντικές αλλαγές δύσκολα θα λάβουν χώρα χωρίς την ανάμιξη της Παλαιστινιακής Αρχής, ή εκτός του πλαισίου της «συμφωνίας του αιώνα» του Τραμπ, η επίσημη ανακοίνωση της οποίας πάει από αναβολή σε αναβολή. Σε κάθε περίπτωση όμως το μέλλον εκτός από αβέβαιο προδιαγράφεται και ενδιαφέρον