του Jon Schwarz για το The Intercept

Αυτό που με εκπλήσσει σχετικά με τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης δεν είναι ότι σε πολλούς αμερικάνους άρεσε ο αποκλεισμός αλλά το ότι δεν άρεσε σε τόσους πολλούς. Απλοί άνθρωποι έχουν την ζωή τους και δεν μπορούν να διερευνήσουν λεπτομερώς πολύπλοκα ζητήματα. Αντ’ αυτού ακολουθούν τη γνώμη των ηγετών που εμπιστεύονται. Και με βάση του τι λένε οι πολιτικοί σε όλους τους πολιτικούς χώρους των ΗΠΑ για την τρομοκρατία, το εκτελεστικό διάταγμα του Τραμπ είναι απόλυτα λογικό. Στην κυριολεξία δεν υπάρχει κανένας αμερικάνος πολιτικός στη χώρα που να λέει κάτι που θα βοηθούσε τους απλούς ανθρώπους να καταλάβουν γιατί οι στόχοι του Τραμπ  φέρνουν τα αντίθετα αποτελέσματα και γιατί είναι τόσο αισχροί από ηθικής απόψεως.

Σκεφτείτε το ως εξής:

Στις 13 Φεβρουαρίου 1991, κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου του Κόλπου, οι ΗΠΑ έριξαν δύο κατευθυνόμενες με λέιζερ βόμβες στον δημόσιο χώρο του Αμαρίγια χτυπώντας ένα καταφύγιο στη Βαγδάτη. Πάνω από 400 άμαχοι Ιρακινοί κάηκαν ή βράστηκαν ζωντανοί. Χρόνια μετά, οι επισκέπτες ενός μνημείου εκεί, μπορούσαν να δουν μια γυναίκα με οχτώ παιδιά που είχαν πεθάνει από τον βομβαρδισμό: ζούσε στο εγκαταλελειμμένο καταφύγιο γιατί δεν μπορούσε να ζήσει κάπου αλλού.

Τώρα, φανταστείτε τον Σαντάμ Χουσεΐν αμέσως μετά τη βομβιστική επίθεση να εκφωνεί έναν λόγο στην ιρακινή τηλεόραση στον οποίο θα ρωτούσε ξεκάθαρα:
«Γιατί μας μισούν;», χωρίς ποτέ να αναφέρει το γεγονός ότι το Ιράκ είχε υπό κατοχή του το Κουβέιτ. Και ακόμα και οι πολιτικοί αντίπαλοι του Σαντάμ να ψέλλιζαν απλώς ότι «αυτό είναι ένα περίπλοκο θέμα». Και οι περισσότεροι Ιρακινοί να μην είχαν ιδέα ότι η χώρα τους είχε εισβάλει στο Κουβέιτ, και ότι υπήρχαν εκτενή ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και ομιλίες του Τζορτζ Χ. Ο. Μπους που εξηγούσαν το σκεπτικό του συνασπισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ για την απαντητική επίθεση στο Ιράκ. Και οι λίγοι ιρακινοί που θα υποστήριζαν ότι θα μπορούσε να υπάρχει κάποιο είδος σχέσης μεταξύ της εισβολής του Χουσεΐν στο Κουβέιτ και του βομβαρδισμού στο Αμαρίγια να είχαν κατηγορηθεί από τους πολιτικούς λέγοντας ότι ήταν ιρακινοί που μισούν τις ρίζες τους και προφανώς πίστευαν ότι η αμερικανική σφαγή των 400 ατόμων ήταν δικαιολογημένη.

Αν είχε συμβεί αυτό, θα αναγνωρίζαμε αμέσως ότι η ιρακινή πολιτική κουλτούρα είχε χάσει εντελώς τη λογική της και τους ανάγκαζε να συμπεριφερθούν με επικίνδυνα τρελούς τρόπους. Αλλά αυτό ακριβώς συμβαίνει με την αμερικανική πολιτική κουλτούρα.

Σε μια συνέντευξη με τον Άντερσον Κούπερ τον περασμένο Μάρτιο, ο Ντόναλντ Τραμπ προσπάθησε να ξεδιαλύνει το τι βρίσκεται πίσω από την τρομοκρατία στις ΗΠΑ. «Νομίζω ότι το Ισλάμ μας μισεί», ισχυρίστηκε με περισπούδαστο ύφος. «Υπάρχει ένα τεράστιο μίσος εκεί, πρέπει να φτάσουμε στη βάση του».

«Στο ίδιο το Ισλάμ;», ρώτησε ο Κούπερ. Ο Τραμπ απάντησε: «Αυτό θα πρέπει να το βρεις. Θα κερδίσεις ένα ακόμα Πούλιζερ».

Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του Τραμπ στη CIA αμέσως μετά την ορκωμοσία του, ο ίδιος εξέφρασε την ίδια σύγχυση. «Ριζοσπαστική ισλαμική τρομοκρατία», συλλογίστηκε ο Τραμπ. «Αυτό είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί ακόμα να καταλάβει».

Ο Τζον Φ. Κέλι, ο επικεφαλής τώρα του Τραμπ στο υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, με τον ίδιο αμήχανο τρόπο είπε σε μια ομιλία το 2013 ότι «Δεν ξέρω γιατί μας μισούν και ειλικρινά δεν με νοιάζει, αλλά όντως μας μισούν και προχωρούν με παράλογο τρόπο προς την καταστροφή μας».
Πείτε ότι θέλετε για τις θέσεις αυτής της κοσμοθεωρίας, αλλά τουλάχιστον παρουσιάζει μία εσωτερική συνοχή: Είμαστε περιτριγυρισμένοι από τρελούς που θέλουν να μας δολοφονήσουν, για λόγους που είναι εντελώς ανεξήγητοι για τους λογικούς ανθρώπους σαν εμάς, αλλά… προφανώς έχει να κάνει με το γεγονός ότι είναι μουσουλμάνοι.

Την ίδια στιγμή, σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις, τα μη-τρελά μέλη της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης δεν είναι καθόλου μπερδεμένα. Καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι η ισλαμική τρομοκρατία είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής που έχουμε ακολουθήσει.

Ο Ρίτσαρντ Σαλντζ, καθηγητής στο Ταφτς του οποίου η καριέρα είναι συνδεδεμένη εδώ και καιρό με την εθνική ασφάλεια της χώρας, έγραψε ότι «ένας ανώτατος  αξιωματούχος [των Δυνάμεων Ειδικών Επιχειρήσεων] που είχε υπηρετήσει στο Γενικό Επιτελείο κατά τη δεκαετία του 1990 μου είπε πάνω από μια φορά ότι άκουσε τις τρομοκρατικές επιθέσεις να χαρακτηρίζονται ως «ένα μικρό τίμημα που έχει να πληρώσει μια υπερδύναμη». Αυτό το μικρό τίμημα, φυσικά, είναι ο θάνατος απλών αμερικάνων πολιτών και προφανώς αξίζει κατά πολύ τον κόπο.

Η έκθεση της επιτροπής για την 11η Σεπτεμβρίου αναγνώρισε με αθόρυβο τρόπο σε εκατοντάδες σελίδες ότι «οι πολιτικές επιλογές της Αμερικής έχουν συνέπειες.
Καλώς ή κακώς, είναι γεγονός ότι η αμερικάνικη στάση σχετικά με την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση και οι δράσεις της Αμερικής στο Ιράκ είναι κύρια στοιχεία σχολιασμού σε όλον τον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο». Ένας ανώτερος αξιωματούχος στην κυβέρνηση του Τζορτζ Ο. Μπους, το εξέφρασε με πιο ωμό τρόπο αργότερα στο Esquire: Ότι χωρίς τις κυρώσεις μετά τον Πόλεμο του Κόλπου που σκότωσαν εκατοντάδες χιλιάδες Ιρακινούς και την τοποθέτηση αμερικανικών στρατευμάτων στη Σαουδική Αραβία, «ο Μπιν Λάντεν μπορεί ακόμα να στόλιζε τα τζαμιά και τους βαρετούς φίλους του με ιστορίες για τις ημέρες του ως μουτζαχεντίν στο πέρασμα του Κιμπέρ».

Αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών γνώριζαν καλά ότι μια εισβολή στο Ιράκ θα έχει τις συνέπειες που οδήγησαν στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου και θα τις κάνει ακόμα χειρότερες. Η βρετανική έκθεση Τσίλκοτ σχετικά με τον πόλεμο στο Ιράκ, δημοσίευσε μια αξιολόγηση του Φεβρουαρίου του 2003 από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες για τις συνέπειες μιας εισβολής στο Ιράκ, που θα προέκυπταν μετά από έναν μήνα. «Η απειλή από την Αλ Κάιντα θα μεγαλώσει μετά από την έναρξη οποιασδήποτε στρατιωτικής δράσης κατά του Ιράκ», είπε η Μεικτή Επιτροπή των Μυστικών Υπηρεσιών της Μεγάλης Βρετανίας στον Τόνι Μπλερ και «η παγκόσμια απειλή από άλλες ισλαμικές τρομοκρατικές ομάδες και ανεξάρτητα άτομα θα αυξηθεί σημαντικά».

Η CIA είχε την ίδια γνώμη. Ο Μάικλ Σίερ, που για πολλά χρόνια διεύθυνε το τμήμα της υπηρεσίας που παρακολουθούσε τον Μπιν Λάντεν, έγραψε το 2005 ότι «οι αμερικανικές δυνάμεις και πολιτικές αυξάνουν τη ριζοσπαστικοποίηση του ισλαμικού κόσμου, κάτι που ο Οσάμα Μπιν Λάντεν έχει προσπαθήσει πολύ να κάνει αλλά ανεπιτυχώς μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ως αποτέλεσμα, νομίζω ότι είναι δίκαιο να συμπεράνουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ο μόνος απαραίτητος σύμμαχος του Μπιν Λάντεν».

Από την πλευρά του, το επιστημονικό συμβούλιο του υπουργείου Άμυνας συμπέρανε σε μια έκθεση του 2004 ότι «οι μουσουλμάνοι δεν “μισούν την ελευθερία μας”, αλλά μισούν την πολιτική μας. Η μεγαλύτερη πλειονότητα εκφράζει τις αντιρρήσεις της απέναντι στη μονόπλευρη υποστήριξη υπέρ του Ισραήλ και εναντίον των παλαιστινιακών δικαιωμάτων και η μακροχρόνια, σταθερά αυξανόμενη στήριξη προς αυτό που συνολικά ο μουσουλμανικός κόσμος βλέπει ως τυραννίες, κυρίως στην Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία, την Ιορδανία, το Πακιστάν και τα κράτη του Κόλπου».

Όταν ο Μπαράκ Ομπάμα ανέλαβε τα καθήκοντά του είχε δύο επιλογές.
Πρώτον, μπορούσε να πει την αλήθεια: Ότι οι ΗΠΑ είχαν ενεργήσει με τρομερή βιαιότητα στη Μέση Ανατολή, ότι αυτό ήταν το κύριο κίνητρο για το μεγαλύτερο μέρος της ισλαμικής τρομοκρατίας εναντίον μας και ότι αν συνεχίζαμε με την ίδια εξωτερική πολιτική οι αμερικάνοι θα συνέχιζαν να σκοτώνονται κατά διαστήματα σε τέτοιες επιθέσεις. Μετά θα μπορούσαμε να έχουμε μια ανοιχτή, τεκμηριωμένη συζήτηση σχετικά με το αν μας αρέσει τόσο η εξωτερική πολιτική μας που θα δίναμε την ζωή μας για αυτήν.

Δεύτερον, ο Ομπάμα μπορούσε να συνεχίσει να προσπαθεί να διευθύνει την κατάσταση στη Μέση Ανατολή χωρίς κάποια συμβολή από τους πολίτες, με έναν πιο ορθολογικό τρόπο από την κυβέρνηση του Μπους.
Προφανώς ακολούθησε τη δεύτερη επιλογή, που απαιτούσε πολλές διαφορετικές μορφές πολιτικής ορθότητας.

Το πιο σημαντικό είναι ότι ο Ομπάμα προσποιήθηκε ότι οι ΗΠΑ δεν έκαναν ποτέ κάτι το πραγματικά κακό στους άλλους και μπορούν να απολαύσουν τα οφέλη της εξουσίας χωρίς κανένα κόστος. Αυτή είναι η πιο ολέθρια και συνηθισμένη μορφή πολιτικής ορθότητας, αλλά ποτέ δεν χαρακτηρίζεται έτσι γιατί οι πιο ισχυροί άνθρωποι στην Αμερική την αγαπούν.

Αλλά ο Ομπάμα ακολούθησε επίσης κάτι πολύ πιο παρόμοιο με αυτό που ονομάζεται γενικά πολιτική ορθότητα, υποστηρίζοντας ότι το Ισλάμ δεν έχει καμία σχέση με την τρομοκρατία. Αλλά έχει σχέση- απλά όχι με τον τρόπο που θα σας έλεγαν ο Φρανκ Γκέφνεϊ και η Πάμελα Γκέλερ.

Η θρησκεία και ο εθνικισμός ήταν ανέκαθεν παρόμοια φαινόμενα και το Ισλάμ μερικές φορές λειτουργεί ως μια μορφή εθνικισμού. Και όπως όλα τα είδη εθνικισμού, έχει μια τρελή, άγρια δεξιά κατεύθυνση που ενδυναμώνεται από εξωτερικές επιθέσεις στα μέλη του λαού. Η δεξιά αγαπά να χλευάζει τον Ομπάμα επειδή χαρακτηρίζει το Ισλάμ ως «θρησκεία της ειρήνης» και έτσι πρέπει- όχι επειδή το Ισλάμ δεν είναι ακριβώς μια θρησκεία της ειρήνης, αλλά επειδή πραγματικά δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, ακριβώς όπως δεν υπάρχει «εθνικισμός της ειρήνης». Είναι αλήθεια ότι οι θρησκείες και ο εθνικισμός μπορεί να φέρουν το καλύτερο στους ανθρώπους, αλλά και να αναδείξουν το χειρότερο (μερικές φορές προς το ίδιο πρόσωπο για τους ίδιους λόγους).

Αλλά ο Ομπάμα δεν θα μπορούσε να πει ποτέ κάτι τέτοιο, γιατί γνώριζε ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται κυβερνήσεις στις μουσουλμανικές χώρες όπως η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος για να κρατήσουν σε τάξη την υπόλοιπη Μέση Ανατολή.

Αυτό το απαύγασμα πολιτικής ορθότητας κατέστησε αδύνατο για την κυβέρνηση του Ομπάμα να διηγηθεί κάποια ιστορία σχετικά με την τρομοκρατία που να έβγαζε κάποιο νόημα. Για παράδειγμα, στον λόγο του στο Κάιρο το 2009, δήλωσε «είναι πιο εύκολο να κατηγορούμε τους άλλους από το να κοιτάξουμε τους εαυτούς μας»- και μετά προσπάθησε να αποδείξει αυτήν την αυτονόητη αλήθεια.

Η περιγραφή του για τα σφάλματα που έκαναν οι ΗΠΑ ήταν τόσο ασαφής, που δεν είχε νόημα: «η ένταση έχει τροφοδοτηθεί από την αποικιοκρατία που αρνήθηκε τα δικαιώματα και τις ευκαιρίες για πολλούς μουσουλμάνους». Επίσης, «Το Ιράκ ήταν ένας πόλεμος επιλογής που προκάλεσε έντονες διαφορές στη χώρα μου και σε όλον τον κόσμο».

Ο Ομπάμα στη συνέχεια εξήγησε ότι «οι βίαιοι εξτρεμιστές εκμεταλλεύτηκαν αυτές τις εντάσεις». Έτσι… 19 άτομα βρήκαν το κίνητρο να ρίξουν ιδιωτικά αεροσκάφη σε κτίρια λόγω «εντάσεων»; Αν αυτή είναι η μόνη ιστορία που ακούν οι μη μουσουλμάνοι αμερικάνοι, είναι λογικό να τρομοκρατηθούν από το Ισλάμ.

Το 2010, ο σύμβουλος του Ομπάμα για την αντιτρομοκρατία, Τζον Μπρέναν, εξέφρασε έναν παρόμοιο ήπιο λόγο σε μια συνέντευξη Τύπου όταν ρωτήθηκε από την Έλεν Τόμας σχετικά με τον Ουμάρ Φαρούκ Αμπντουλμουτάλαμπ, τον αποτυχημένο βομβιστή μέσω εσωρούχων. Οι ερωταπαντήσεις είχαν ως εξής:
Τόμας: Και ποιο ήταν το κίνητρο; Ποτέ δεν ακούμε τι βρήκατε σχετικά με το γιατί.
Μπρενάν: Η Αλ Κάιντα είναι μια οργάνωση που είναι αφοσιωμένη στη δολοφονία και την απρόκλητη σφαγή των αθώων…  Έχει προσελκύσει άτομα όπως ο κ. Αμπντουλμουτάλαμπ και τα χρησιμοποιεί για αυτά τα είδη των επιθέσεων. Είχε ως κίνητρο ένα θρησκευτικό αίσθημα. Δυστυχώς, η Αλ Κάιντα έχει διαστρεβλώσει την έννοια του Ισλάμ, ώστε να μπορούν να προσελκύσουν τέτοια άτομα. Αλλά η Αλ Κάιντα έχει ως στόχο την καταστροφή και τον θάνατο».

Τόμας: Λέτε ότι είναι εξαιτίας της θρησκείας;

Μπρενάν: Λέω ότι είναι εξαιτίας της οργάνωσης της Αλ Κάιντα που χρησιμοποιεί τη θρησκεία με έναν πολύ διεστραμμένο και διεφθαρμένο τρόπο.

Τόμας: Γιατί;

Μπρενάν: Νομίζω ότι είναι μια, ε, μεγάλη ιστορία, αλλά η Αλ Κάιντα είναι απλά αποφασισμένη να συνεχίσει τις επιθέσεις εδώ, κατά της πατρίδας.
Στην καταδίκη του ο Αμπντουλμουτάλαμπ εξήγησε τα κίνητρά του σε λιγότερο χρόνο από ό,τι χρειάστηκε ο Μπρενάν για να πει ότι δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να το εξηγήσει:

«[Δεσμεύτηκα] να επιτεθώ στις ΗΠΑ σε αντίποινα για την υποστήριξη των ΗΠΑ στο Ισραήλ και σε αντίποινα για τη δολοφονία αθώων και άμαχων μουσουλμανικών πληθυσμών στην Παλαιστίνη, ιδιαίτερα στον αποκλεισμό της Γάζας και σε αντίποινα για τη δολοφονία αθώων και άμαχων μουσουλμανικών πληθυσμών στην Υεμένη, το Ιράκ, τη Σομαλία, το Αφγανιστάν και ακόμα πιο πέρα, οι περισσότεροι των οποίων ήταν γυναίκες, παιδιά και άμαχοι».

Για να είμαστε δίκαιοι, υπάρχει μια περίπτωση στην οποία οι αμερικάνοι αξιωματούχοι άφησαν τις ασάφειες και έδειξαν την άμεση σύνδεση μεταξύ μιας χώρας που σκοτώνει άμαχους πληθυσμούς στη Μέση Ανατολή και τα τρομοκρατικά αντίποινα: όταν αυτή η χώρα είναι η Ρωσία. Ο Γουίλιαμ Μπερνς, πρώην αναπληρωτής υφυπουργός της κυβέρνησης του Ομπάμα, διακήρυξε πρόσφατα με ακριβή τρόπο ότι «ο αιματηρός ρόλος της Ρωσίας στη Συρία κάνει την απειλή της τρομοκρατίας ακόμα χειρότερη». Ο Τζον Κίρμπι, ένας εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών του Ομπάμα, προειδοποίησε ότι οι κτηνωδίες της Ρωσίας στη Συρία θα οδηγούσαν σε «επιθέσεις κατά των ρωσικών συμφερόντων, πιθανόν εναντίον και των ρωσικών πόλεων».

Η απάντηση της Ρωσίας στη φιλική μας παρατήρηση ήταν περίπου ίδια με τη δικιά μας, όταν η Ρωσία μας είπε στο παρελθόν ότι η εισβολή στο Ιράκ θα προκαλούσε ένα «κύμα τρομοκρατίας».

Αυτό μας φέρνει ξανά στον πρόεδρο Τραμπ και στο εκτελεστικό του διάταγμα σχετικά με τη μετανάστευση.

Η ιστορία του Τραμπ σχετικά με το γιατί είναι απαραίτητο το διάταγμα είναι, εκ των πραγμάτων, για τα σκουπίδια. Αλλά ένας φυσιολογικός άνθρωπος μπορεί τουλάχιστον να καταλάβει αυτό και την ηθική του: Αυτοί οι ακατανόητοι αλλοδαποί είναι όλοι δυνητικοί ψυχωτικοί που πρέπει να τους κρατήσουμε έξω από τη χώρα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ποιος νοιάζεται που κανένας από αυτές τις εφτά χώρες δεν έχει σκοτώσει κανέναν αμερικάνο ακόμα; Είναι όλοι μέρος ενός βάλτου γεμάτου με ωρολογιακές βόμβες.

Αντίθετα, η Δημοκρατική, φιλελεύθερη οπτική του Ομπάμα δεν έβγαζε κανένα απολύτως νόημα. Δεν κάναμε ποτέ κάτι το ιδιαίτερα κακό στη Μέση Ανατολή και όμως, κάποιοι άνθρωποι από εκεί θέλουν να έρθουν εδώ και να μας σκοτώσουν γιατί.. έχουν γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από βίαιους εξτρεμιστές που έχουν διαστρεβλώσει την έννοια του Ισλάμ… και πρέπει να τρέξουμε, δεν υπάρχει χρόνος για εξηγήσεις.

Ο απλός λαός μπορεί να καταλάβει ότι όποιος μουρμούριζε τέτοιου είδους ασυναρτησίες έκρυβε κάτι, ακόμα και αν δεν καταλάβαιναν ότι ο Ομπάμα προσπαθούσε να διατηρήσει τη δύναμη της αυτοκρατορίας των ΗΠΑ παρά να κρύψει τη μυστική του πίστη προς το Ισλάμ.

Και επειδή μια συνεπής αφήγηση πάντα κερδίζει την παντελή απουσία μιας ιστορίας, κανείς δεν πρέπει να εκπλήσσεται από το ότι πολλοί αμερικάνοι θεωρούν τη φανταστική ιστορία του Τραμπ για ένα ανεξήγητο μίσος των μουσουλμάνων πειστική. Ο μόνος τρόπος για να νικήσει οριστικά θα είναι με μια συνεπής, περίπλοκη και αληθινή ιστορία όπως αυτή:

Η Αμερική έχει κάνει ειδεχθή πράγματα σε χώρες σε όλη τη Μέση Ανατολή εδώ και δεκαετίες, όπως η ρίψη βόμβας σε ένα καταφύγιο κατά τη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής και το κάψιμο μίας μητέρας που προσπαθούσε να προστατεύσει εκεί το μωρό της. Ήταν αναπόφευκτο το ότι μερικοί άνθρωποι θα προσπαθήσουν να πάρουν εκδίκηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η κτηνωδία τους δικαιολογείται, όσο δεν δικαιολογείται και η σφαγή στο Αμαρίγια από την εισβολή του Σαντάμ Χουσεΐν στο Κουβέιτ. Αυτό σημαίνει απλώς ότι οι άνθρωποι είναι άνθρωποι, η βία γεννά βία, και οι Αμερικάνοι θα είναι πάντα σε κίνδυνο εάν δεν αλλάξουμε την εξωτερική μας πολιτική.

Πρέπει να καλωσορίσουμε τους μετανάστες από τη Μέση Ανατολή, τόσο για ηθικούς όσο και για πρακτικούς λόγους. Ηθικά, η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ είναι αυτό που έφερε την καταστροφή στην περιοχή. Μόνο ψυχοπαθείς βάζουν φωτιά στο σπίτι κάποιου και μετά τον κλειδώνουν μέσα. Υπάρχουν ήδη τρία εκατομμύρια μουσουλμάνοι αμερικάνοι πολίτες. Αν η κυβέρνηση συνεχίσει να βομβαρδίζει τη Μέση Ανατολή, καθιστώντας σαφές ότι μισεί πραγματικά τους μουσουλμάνους, αυτό θα οδηγήσει σε δράση τους πιο ταραγμένους περίεργους όπως ο Ομάρ Ματίν- ο οποίος γεννήθηκε στο Κουίνς, λίγα μίλια μακριά από το σπίτι των παιδικών χρόνων του Ντόναλντ Τραμπ.

Και καλύτερα να ξεκινήσουμε με αυτήν την ιστορία γρήγορα, γιατί μπορεί να μην είναι αλήθεια για πάντα. Το Ισραήλ έχει κάνει μια υποδειγματική δουλειά μετατρέποντας έναν επιλύσιμο, απλό αγώνα για την εδαφική κυριαρχία σε έναν θρησκευτικό αγώνα που μπορεί πλέον να μην έχει καμία λύση. Κάνουμε παρόμοια βήματα προς τη μετατροπή μιας σύγκρουσης που ήταν κατά 90 τοις εκατό πολιτική, όπου μπορούσε να υπάρξει συμβιβασμός, σε μια θρησκευτική σύγκρουση, όπου δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός.

Αυτό μπορεί να φανεί, από τη μία πλευρά, στην προπαγάνδα του ISIS. Ο Μπιν Λάντεν μίλησε γενικά μόνο για τον διωγμό με κλοτσιές των ΗΠΑ έξω από τη Μέση Ανατολή και είπε πράγματα όπως, «η ασφάλειά σας είναι στα χέρια σας και κάθε κράτος που δεν βλάπτει την ασφάλειά μας θα παραμείνει ασφαλές». Το περιοδικό ISIS Dabiq μας λέει με χαρά ότι «σας μισούμε, πρώτα απ 'όλα επειδή είστε άπιστοι, απορρίπτετε τη μοναδικότητα του Αλλάχ… ακόμα κι αν σταματούσατε να μας βομβαρδίζετε, να μας φυλακίζετε, να μας βασανίζετε, να μας δυσφημίζετε και να σφετερίζεστε τα εδάφη μας, θα συνεχίζαμε να σας μισούμε γιατί ο πρωταρχικός λόγος του μίσους μας δεν θα πάψει να υπάρχει, μέχρι να αποδεχθείτε το Ισλάμ».

Από την άλλη πλευρά, ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ και ο Στιβ Μπάνον ο επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής του. Ο Μπάνον πιστεύει ξεκάθαρα ότι, όπως δήλωσε σε συνέντευξη στο Βατικανό το 2014, «είμαστε σε πόλεμο τεραστίων διαστάσεων», ότι είναι μέρος «της μακράς ιστορίας του αγώνα της ιουδαιο-χριστιανικής Δύσης εναντίον του Ισλάμ». Για τη νίκη, λέει ο Μπάνον, πρέπει να δημιουργήσουμε έναν «εκκλησιαστικό στρατό»- έναν αρχαϊκό όρο για την «Χριστιανική εκκλησία πάνω στη γη που είναι αφοσιωμένη σε έναν συνεχή πόλεμο εναντίον των εχθρών της, των δυνάμεων του κακού».

Οπότε είναι πολύ πιθανό το ISIS και η κυβέρνηση του Τραμπ να συνεργαστούν με επιτυχία για να πάρουν αυτό που και οι δύο θέλουν: έναν απόλυτα περιττό, πολιτισμικό πόλεμο. Για να τους σταματήσουμε, πρέπει να σταματήσουμε την ανταλλαγή των υπεκφυγών για την τρομοκρατία και να αρχίσουμε να λέμε την αλήθεια όσο είναι ακόμα καιρός.

Το TPP είναι επίσημος συνεργάτης του The Intercept στην Ελλάδα