Στη συνέντευξη που παραχώρησε ο Δημήτρης Κουφοντίνας στο ΤΡΡ και δημοσιεύσαμε την περασμένη εβδομάδα, υπήρχε μια φράση που ίσως πέρασε απαρατήρητη. Μιλώντας για την περσινή απεργία πείνας, ανέφερε κάπου «τα περάσματα των γιατρών με τις διαρκείς πιέσεις τους, τις μικρές και μεγαλύτερες προδοσίες της δεοντολογίας τους». Μπροστά σε όσα πέρασε ο Σάββας Ξηρός, είκοσι χρόνια πριν, στον Ευαγγελισμό, εκείνες τις εγκληματικές παραβιάσεις όχι απλά κάποιας δεοντολογίας αλλά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι «μικρές και μεγαλύτερες προδοσίες της δεοντολογίας» κατά την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα είναι πταίσματα. Όμως αρκούν για να ξαναβάλλουν στο χάρτη και στη συζήτηση τις πολλές, ποικίλες, διεθνείς, εγκληματικές τέτοιες «προδοσίες» - η λέξη σε εισαγωγικά και εδώ, γιατί είναι μικρή για να περιγράψει την παγκόσμια εικόνα, τη σημερινή εικόνα στον «πολιτισμένο» κόσμο.
Αντίστοιχες καταγγελίες ακούσαμε – και πέρασαν λιγότερο ή περισσότερο στα ψιλά – στη διαδικασία για την έκδοση του Τζούλιαν Ασάνζ, ο οποίος τη βδομάδα που μας πέρασε έκλεισε χίλιες μέρες στην φυλακή υψίστης ασφαλείας του Μπέλμαρς. Οι συγκεκριμένες καταγγελίες αφορούσαν μάλιστα σε ψυχίατρο, δημόσιο υπάλληλο των φυλακών, που «κούραρε» τον Ασανζ. Πριν λίγες εβδομάδες είδαν το φως νέα στοιχεία για όσα εγκλήματα συντελέστηκαν και συντελούνται (;) στο κολαστήριο του Γκουαντάναμο, το οποίο, στην πιο πρόσφατή του μορφή, αυτή που του έδωσε ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας». Κι αυτές είναι οι περιπτώσεις που θυμόμαστε, που είδαν, με τον ένα ή άλλο τρόπο το φως της δημοσιότητας. Η κορυφή του παγόβουνου. Γιατί, τα διεθνή στοιχεία, οι έρευνες λένε πως το «πρόβλημα» των επίορκων ιατρών και νοσηλευτών, που αποκτούν την ειδικότητα του βασανιστή, καταγράφεται σε πάνω από 100 χώρες.
Μία από τις πιο συγκλονιστικές περιπτώσεις που δεν βγήκαν ποτέ από τα όρια της Γουϊάνας, ήταν αυτή του 14χρονου Τουόν Τομάς, που συνελήφθη, προ δωδεκαετίας, από την αστυνομία ως ύποπτος για την δολοφονία του πολιτικού Ραμναούθ Μπισράμ. Ο ανήλικος έκανε θελήματα για τον Μπισράμ και γι’ αυτό είχε «θεαθεί» στο σπίτι του και το πρωί πριν τη δολοφονία. Όμως η παρουσία του εκεί και μόνο ήταν αρκετή για να συλληφθεί ως ύποπτος και να οδηγηθεί στα κρατητήρια του αστυνομικού τμήματος της Λεονόρα προς «ανάκριση». Ανάκριση: αφού τον έδειραν μέχρι λιποθυμίας, μετά του έκλεισαν το κεφάλι σε πλαστική σακκούλα, αφήνοντάς τον να αναπνεύσει μόνον όσο χρειαζόταν για να μη πεθάνει στα χέρια τους, κι όταν αυτό δεν έπιασε, του έριξαν οινόπνευμα στα γεννητικά οργανα και τους έβαλαν φωτιά. Το παιδί, με εγκαύματα δευτέρου και τρίτου βαθμού, και τη σακκούλα ακόμη στο κεφάλι, έχασε τις αισθήσεις του και δεν μπορούσαν να το συνεφέρουν. Δεν τον ήθελαν και νεκρό στα χέρια τους, όμως. Ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν και χρειάζονταν ένα γιατρό να καλύψει το έγκλημά τους. Οπότε κάλεσαν τον γιατρό των φυλακών, Δρ. Μαχέντρα Τσαντ, να τον συνεφέρει.
Ο γιατρός του έδωσε κάποιες πρώτες βοήθειες και έφυγε. Δεν ζήτησε να τον μεταφέρουν σε νοσοκομείο, δεν ειδοποίησε τις αρχές, δεν μίλησε με τους ανωτέρους του, δεν έκανε καμμία καταγγελία πουθενά. Κοίταξε μόνο να καλύψει το έγκλημα των αστυνομικών. Και θα τα είχε καταφέρει αν κάποιος από εκεί μέσα δεν αντιδρούσε, μπροστά στην βαρβαρότητα, και δεν διέρρεε στα μέσα ενημέρωσης μια φωτογραφία της περιοχής των γεννητικών οργάνων του αγοριού.
Φυσικά, τον αμέσως επόμενο λίγο καιρό, αντέδρασαν όλοι. Ιατρικός σύλλογος, εισαγγελία, υπουργείο δικαιοσύνης, σύλλογοι αστυνομικών… Ο γιατρός εκλήθη από το σύλλογό του σε απολογία για ατιδεοντολογική συμπεριφορά, συζητήθηκε ευρύτατα η ανάγκη να του στερήσουν την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος, κατηγορήθηκε από την εισαγγελία για συμμετοχή σε βασανισμό, παρεμπόδιση του έργου της δικαιοσύνης… Με κάθε τρόπο, εκείνη την εποχή, η κοινωνία και ο Τύπος ζητούσαν την απόλυσή του από το δημόσιο και την παραδειγματική του τιμωρία. Ο γιατρός μπήκε σε διαθεσιμότητα. Ένα χρόνο αργότερα, όταν η είδηση είχε περάσει από τα πρωτοσέλιδα στα μονόστηλα, κι αφού τον επέπληξε ο ιατρικός σύλλογος, επανήλθε στη θέση του. Δεν πέρασε ούτε μια μέρα στη φυλακή.
Η περίπτωση αναδείχθηκε από τον καθηγητή Ιατρικής Στήβεν Μάιλς, ειδικό στο θέμα και πρώην πρόεδρο του Αμερικανικού Συλλόγου Βιοηθικής και Ανθρωπισμού, στο βιβλίο του «Γιατροί Βασανιστές», ακριβώς για να δείξει την έκταση του φαινομένου, πέρα από τα γνωστά. Ο ίδιος σημειώνει: «Οι βασανιστές γιατροί εφευρίσκουν και επιβλέπουν τεχνικές ώστε να προκαλέσουν πόνο χωρίς να αφήσουν σημάδια. Η γνώση τους για το ανθρώπινο σώμα και τα ευάλωτα σημεία του και η εξουσία τους στην έκδοση πιστοποιητικών θανάτου και καταγραφής ιατρικού ιστορικού τους δίνουν εξουσία και τους επιτρέπουν να διαφεύγουν παρ’ ότι διαπράττουν το έγκλημα του βασανισμού». Είναι γιατροί εγκληματίες, για πάντα ατιμώρητοι, υπό την πλήρη κάλυψη του εκάστοτε κράτους και των ιατρικών συλλόγων. Και εδώ μιλάμε μόνο για όσους δρουν υπό την σκέπη της εξουσίας, δημοκρατικής ή μη, σε ανακρινόμενους, σε ανθρώπους που ήδη βρίσκονται στα χέρια του κράτους σε αδύναμη θέση. Τα βασανιστήρια που έχουν υποστεί νομίμως από γιατρούς άλλες πληθυσμιακές ομάδες – με πιο χαρακτηριστικό τις «διορθωτικές θεραπείες» τη φρίκη των οποίων ζούσαν οι ομοφυλόφιλοι μέχρι και τη δεκαετία του ’80 στο δυτικό κόσμο- δεν προσμετρώνται εδώ.
Ο Δρ Μάιλς, που βλέπει το ιατρικό επάγγελμα , σήμερα, ως έχον δύο πρόσωπα, όπως ο Ιανός, αναφέρεται στις τουλάχιστον εκατό χώρες που έχουν προσλάβει γιατρούς βασανιστές, «μεταξύ των οποίων βρίσκονται και δημοκρατίες και δικτατορίες».
«Είναι σοκαριστικό, όμως είναι η αλήθεια. Είναι πολύ περισσότεροι οι γιατροί που υποβάλλουν σε βασανιστήρια από αυτούς οπου περιθάλπουν τα θύματα βασανιστηρίων. Κάποιοι επιβλέπουν άμεσα τα βασανιστήρια. Κάποιοι υποδεικνύουν και εφευρίσκουν τεχνικές που αφήνουν λιγότερα σημάδια [πάνω στον βασανισθέντα]. Κάποιοι αποκρύπτουν τα βασανιστήρια που παρατηρούν ή διαγνώθουν, κατασκευάζοντας ψεύτικα ιστορικά ή ψεύτικα πιστοποιητικά θανάτου. Κάποιοι επιβλέπουν ώστε τα βασανιστήρια να μη σκοτώσουν κρατούμενους που δεν έχει τελειώσει η ανάκρισή τους…». Από όλους αυτούς τους γιατρούς, σε όλα αυτά τα κράτη «μόνον τέσσερις έχουν έρθει αντιμέτωποι με τη δικαιοσύνη. Ο κανόνας είναι η ατιμωρησία». Κι οι μάρτυρες αυτής της ατιμωρησίας είναι ο ΟΗΕ κι ο ειδικός του απεσταλμένος για τα βασανιστήρια, η Διεθνής Αμνηστία, οι οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και, βεβαίως, εκείνη η μερίδα του Τύπου που δε σιωπά μπρος στα εγκλήματα.
Από την εποχή της δίκης της Νυρεμβέργης, κατά την οποία βρέθηκαν κατηγορούμενοι 20 ναζί γιατροί, η ατιμωρησία έγινε καθεστώς. Την ίδια ώρα που γινόταν η δίκη, ήταν σε εξέλιξη και η επιχείρηση συνδετήρας (Paperclip), και δεκάδες εγκληματίες ναζί γιατροί μεταφέρονταν στις ΗΠΑ για να εργαστούν επί των βιολογικών και χημικών όπλων. Ατιμώρητοι και καλοπληρωμένοι.
Ήταν η αρχή μιας φρικαλέας παράδοσης, αδιάκοπης μέχρι σήμερα. Στις δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής, τη δεκαετία του ΄70 και ’80, δεκάδες γιατροί υπήρξαν πρόθυμοι συνεργάτες των καθεστώτος, επιβλέποντες βασανιστηρίων και εξαφανίσεων. Οι γιατροί βασανιστές που δούλεψαν για τη Γερμανία, την Ισπανία, το Ισραήλ, παρέμειναν, όλοι, ατιμώρητοι, όπως και οι γιατροί βασανιστές του Γκουαντάναμο, του Αμπού Γκραϊμπ, και του Ευαγγελισμού στα καθ΄ ημάς. Ατιμωρησία που συνεχίζεται και θα συνεχίζεται, γιατί έχει όχι απλά την ανοχή αλλά και την πλήρη υποστήριξη και κάλυψη του κράτους. Κι αν σε απολυταρχικά καθεστώτα αυτό είναι αναμενόμενο, στις δυτικές «δημοκρατίες» είναι το ίδιο δεδομένο, είναι ακόμη μια απόδειξη της υποκρισίας και βαρβαρότητας του δικού τους άλλου προσώπου.