του Κωστή Πλεύρη

Ο Κωστής Πλεύρης εργάζεται στο τεχνικό τμήμα της Mission-Lifeline από το Φεβρουάριο 2019, στη μηχανολογική προετοιμασία των σκαφών και στις αποστολές τους.

Ακόμα κι αν είχες μια μικρή πυξίδα -λέμε τώρα- και τραβούσες ευθεία μια θάλασσα χωρίς καιρό -λέμε τώρα- το βαρύ σκάφος σου θα αγκομαχούσε να φτάσει τους 5 κόμβους, θα ήθελες δηλαδή 30 ώρες για να δεις την Αίγινα και άλλες 2 για να δέσεις στον Πειραιά. Φυσικά, τίποτα από αυτά τα ιδεατά δε θα συνέβαιναν στην περίπτωση μας. Το πιθανότερο ταξίδι θα είναι διπλάσιο σε απόσταση και μάλιστα έρημο -χωρίς ενδιάμεσα νησιά, ούτε διερχόμενα σκάφη- και σίγουρα θα διακοπεί πολύ νωρίτερα από έναν από τους δεκάδες εύθραυστους παράγοντες -και το ξέρεις. Το ίντερνετ είναι στο χέρι σου, όσο φτωχός κι αν είσαι, κι έτσι γνωρίζεις ποιοι τα κατάφεραν αυτόν το μήνα και ποιοι κρατάνε τη σιωπή των νεκρών· έχεις μελετήσει τους χάρτες και από που θα φυσήξει ο άνεμος και έχεις στο ίνμποξ σου το μήνυμα από τον ντόπιο διακινητή που διστακτικά διάλεξες και, που με τη σειρά του, τώρα στέλνει κάποιον έμπιστο για να του παραδώσεις προκαταβολή όλο το ποσό. Αυτή θα είναι η πέμπτη φορά που θα προσπαθήσεις· τέσσερις φορές σε επέστρεψε η ακτοφυλακή πίσω και τέσσερις φορές σε παρέδωσε στη φυλακή για το σχέδιο σου.

Η συνειδητοποίηση αυτού που έρχεται κάνει την απόπειρα ακόμα πιο τραγική, με την απέλπιδα έννοια της λέξης. Αυτό που σε σπρώχνει είναι κάτι παραπάνω από την ελπίδα· είναι μια κυνική επανάληψη μιας απόπειρας, όσο κι αν χρειαστεί, μέχρι να πεθάνεις ή να τα καταφέρεις. Γιατί στην περίπτωση μας, δε φεύγεις από τη Δράμα για το Ντύσελντορφ για ένα αξιοπρεπές μέλλον. Φεύγεις γιατί τέσσερα χρόνια στη Λιβύη ενοικιάστηκες σαν σκλάβος, έχεις κάνει απομόνωση μήνες, σου έχουν σκίσει τα χαρτιά σε ένα τυπικό έλεγχο, σε έχουν βασανίσει μαύρα αδέρφια σου -βαστάζοι της μαφιόζικης εξουσίας-, μολύνθηκε και κακοφόρμισε μια πληγή και δεν είχες πουθενά να πας να την κοιτάξουν, σε έχουν αφήσει απλήρωτο κατόπιν που σοβάτισες ένα ολόκληρο σπίτι ή έχουν πάρει τα χρήματα που ζήτησαν από την οικογένεια σου και πάλι δε σε άφησαν ελεύθερο. Έτσι βρίσκεσαι ξανά, για πέμπτη φορά στη θάλασσα.

Και αυτές είναι λίγες από τις ιστορίες που ξεγλυστράν από τους τελευταίους συνεπιβάτες· το θέμα Λιβύη δεν το ανοίγεις αν δε θέλει ο καινούργιος σου φίλος. Μίλα για το ναυάγιο του, για την πείνα, για τη βροχή που τώρα στεγνώνει πάνω του, για τα παιδικά του χρόνια και ασφαλώς, τι πιο όμορφο, για τη φύση της πατρίδας του, μίλα για τις τοπικές γλώσσες και τη θρησκεία του, για τα φαγητά και μέχρι ποια τάξη πήγε σχολείο, για τα ζώα που βόσκουν και τι διαφορετικό φυτρώνει νοτίως του τροπικού του Καρκίνου· για τη Λιβύη όμως καλύτερα άφησε το. Αν είναι να ειπωθεί κάτι, καλύτερα να φτάσει εκεί η κουβέντα από μόνη της. Η σιωπή μπροστά στις τρεις αυτές συλλαβές, το αποτράβηγμα του βλέμματος, η κακή διάθεση που τώρα τραυματικά άνοιξες και πίσω δε γυρίζει, μόνο αυτά γογγύζουν.

Η αναστροφή αυτή της ανθρωπιάς, όπου ο θάνατος σαν κυρίαρχη πιθανότητα είναι πιο λυτρωτικός από τη ζωή, δεν είναι ατομικό φαινόμενο·είναι μια οριζόντια συνθήκη που σπρώχνει χιλιάδες ανθρώπους βόρεια. Το αν θα ζήσεις, όμως, είναι μια ιδιωτική υπόθεση, με τη μεσολάβηση του χρήματος και πάνω από όλα της Τύχης, που, αλίμονο, ειρωνικά η ελληνική μυθολογία της έδωσε για πατέρα τον Ωκεανό. Τύχη και χρήμα κυβερνούν τη ζωή σου, από την ώρα που θα σε διώξει ο πόλεμος, ας πούμε, από το Σουδάν, μέχρι τη στιγμή που θα βρεθείς κάπου αλλού από τη Λιβύη -όπου κι αν είναι αυτό. Πραγματικά, η εντύπωση που παίρνεις μόλις οι ναυαγοί ξεπεράσουν το σοκ και αρχίσει η γλώσσα ξανά να περιγράφει τη ζωή, είναι ότι ο θάνατος ή η διάσωση είναι σχετικά ισότιμα καλοδεχούμενα για αυτούς· αρκεί να μη γυρίσουν πίσω. Το ίδιο το ευχαριστώ τους, συνηγορούσε εμμέσως για αυτό: δεν είχε τη δουλική υπόκλιση του αιώνια υποχρεωμένου· ειπώθηκε μια φορά, πέρασε στο βλέμμα της καλημέρας και γράφτηκε σε ένα σωσίβιο -”Thanks Lifeline”- που αφήσανε πίσω, με το που δέσαμε με ασφάλεια.

Η τελευταία μας αποστολή έρευνας και διάσωσης ξεκίνησε στις 17 Αυγούστου. Δέκα μέρες μετά, στις 27 και λίγο πριν το μεσημέρι, μπήκαμε γρήγορα στο φουσκωτό του Motor Vessel Eleonore. Κάποια πληροφορία -είτε από αεροπλάνο, είτε από δορυφορικό τηλέφωνο- είχε φτάσει στο Alarm Phone, τη σελίδα που ενημερώνει για συντεταγμένες ναυαγών. Την προηγούμενη νύχτα είχαμε άλλο ένα σήμα, οπότε ψάχναμε πέντε ώρες σε μια υγρή επιφάνεια με λίγο φεγγάρι κάθε τι που μπορεί να ξεχώριζε από τον ζωηρά κυανόμαυρο ορίζοντα. Φέρναμε τα κιάλια πάνω σε μια σκιά, ένα αχνό φως κι ότι μπορεί να δει το ανθρώπινο μάτι μέχρι τα 8 μίλια, σχεδόν 15 χιλιόμετρα, πριν και η ίδια η γη αρχίσει να καμπυλώνεται και να κρύβει ο ορίζοντας τη ζωή από πίσω του. Μάταια· η αποτυχία μας αυτή ήρθε να προστεθεί σε ένα ναυάγιο που βρήκαμε ακόμα νωρίτερα το πρωί, με το που φτάσαμε 24 μίλια έξω από τα εθνικά ύδατα της Λιβύης, πέρα δηλαδή από τη ζώνη που θα μπορούσε να έχει δικαίωμα ελέγχου το λιμενικό της στο σκάφος μας. Ένα μισοβυθισμένο φουσκωτό, άδειο από ζωή, δεν πρόδιδε τι τελικά να απέγιναν οι ζωντανοί που ξεκίνησαν μαζί του.

Κουβαλώντας λοιπόν αυτή την απαισιοδοξία, μπροστά στις άγνωστες εκατόμβες, που ενδεχομένως να περνούσαμε κι από πάνω τους, το πρωινό σήμα προς συγκέντρωση ξύπνησε όσους από εμάς δεν είχαμε βάρδια. Ένα μικρό πλήρωμα τεσσάρων ανθρώπων μπήκαμε γρήγορα στο Lifeline-3, το φουσκωτό που ρυμουλκούσαμε δέκα μέρες τώρα. Βάλαμε γρήγορα στο πίσω μέρος 75 σωσίβια σε τρεις μεγάλους πάνινους οικοδομικούς σάκους και φύγαμε μπροστά από το MV Eleonore με τετραπλάσια ταχύτητα σχεδόν 25 κόμβων, αφού η οδηγία δεν άφηνε περιθώρια για καθυστέρηση· η αναφερόμενη βάρκα ήδη βυθιζόταν. Μετά από μισή ώρα πορεία, ορίστε στον ορίζοντα μια μαύρη γραμμή· μετά από άλλα πέντε λεπτά, η γραμμή μεταστοιχειώνεται σε πάνω από εκατό κεφάλια που εξέχουν από ένα πλαστικό πυθμένα, που ήδη τον ρουφά η θάλασσα, αφού τρεις από τους οκτώ αεροθαλάμους του έχουν σκάσει. Με το αντίκρυσμα μας, για δύο λεπτά πανικός· «Ποιοι να ‘ναι αυτοί; Ξανά η ακτοφυλακή;»

Μοιράσαμε τα σωσίβια και ξεκινήσαμε να φέρνουμε τον κόσμο στην κουβέρτα του πλοίου· η όλη διαδικασία με τα πήγαινε-έλα του φουσκωτού, κράτησε πάνω από δυόμιση ώρες. Ο πανικός ξαναερχόταν μπροστά στο φόβο του πνιγμού. Άλλωστε, αυτός ο πλαστικός μουσαμάς που τον βάφτισαν βάρκα, ήταν ανάπηρος ήδη από την πρώτη στιγμή, αφού φουσκώθηκε από μια εξάτμιση αυτοκινήτου και συστάλθηκε πολύ γρήγορα στην κρύα θάλασσα. Τώρα που σταδιακά βυθιζόταν, γεμίζοντας νερά, ήρθε επιπλέον και ο ανταγωνισμός για το ποιος θα πρωτοσωθεί. Εικόνες μιας ανθρωπιάς που αποκοιμήθηκε για λίγο. Μετά το σοκ, η ζωή. Και πάλι, όχι για όλους και όλες. Μαθαίνουμε ότι πριν δυόμιση μέρες φύγανε μαζί δύο βάρκες και ότι αυτές μέχρι χτες ήταν κοντά· από το προηγούμενο βράδυ τίποτα. Η νύχτα κατάπιε τους πιο αδύναμους ή άτυχους -ή μήπως είναι το ίδιο; Τις γυναίκες, τα παιδιά και τις οικογένειες.

104 ναυαγοί, όλοι άνδρες, από 15 έως 25 χρονών οι περισσότεροι, και εννιά μέλη πλήρωμα, περιμέναμε τώρα μια βδομάδα ανοιχτά της Μάλτας. Το καράβι  μικρό, είκοσι μέτρα, και αν βγάλεις τη γέφυρα και τους κοιτώνες, ακόμα μικρότερο, πρακτικά ένα κατάστρωμα πέντε επί πέντε. Το φαγητό κάθε μέρα το ίδιο· κους-κους. Μαγειρεύεται εύκολα, ακόμα και με χλιαρό νερό, και στοκάρεται στην αποθήκη σε μεγάλες ποσότητες· 6 κιλά τους έτρεφαν όλους. Άλλωστε, στην αρχή η Μάλτα μας αρνήθηκε ακόμα και τον εφοδιασμό μας. Τα βράδια σβήναμε τα ραντάρ, ώστε να μπορούν να ξαπλώσουν καμιά εικοσαριά γύρω τους. Όσοι καταφέρνουν να κοιμηθούν φτιάχνουν ένα τεράστιο σύμπλεγμα· πόδια, κεφάλια, σωσίβια, τα ρέλια του καραβιού, όλα ένα. Ύστερα ξεκινάνε τα ζητήματα υγιεινής. Η ζέστη της Μάλτας και οι αντικυκλώνες του Αυγούστου κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Αν και, για να είμαστε ειλικρινείς, το χειρότερο πέρασε. -Γιουρόπα τουμόροου; ρωτάει κάθε μέρα ένας έφηβος Αιγύπτιος. Την ίδια απορία θα έχουν και οι συνεπιβάτες του από το Σουδάν, το Νότιο Σουδάν, τον Νίγηρα και το Τσαντ. –Τουμόροου μάι φρέντ, συνέχεια του απαντώ.

Λίγες ώρες μετά τη διάσωση, ο Σαλβίνι μας απαγορεύει ονομαστικά τον κατάπλου σε οποιοδήποτε λιμάνι της Ιταλίας. Η Κομισιόν, φυσικά, συζητά τις επόμενες μέρες -για μέρες. Κάθε φορά άλλωστε συζητά την περίπτωση όσων ναυαγών θορυβώδικα χτυπούν την πόρτα της. Είναι ένας ενοχλητικός ήχος, ιδιαίτερα ενόσω έχει πληρώσει τον επαρχιώτη ξενοδόχο ένα σωρό λεφτά, ώστε να κοιμηθεί γαλήνια: τα σκάφη του λιβυκού λιμενικού είναι δώρα της, τα αεροπλάνα της frontex προδίδουν το στίγμα των φυγάδων, η πολεμική της τεχνογνωσία παρέχεται αφειδώς, τα κέντρα κράτησης επιδοτούνται για κάθε τρόφιμο που κάπου παραχώνουν και, πάνω από όλα, η αραβική χώρα θεωρείται ασφαλές έδαφος –μάλλον όσο ασφαλή την άφησε μετά το βομβαρδισμό της. Για να μην πάμε νοτιότερα, εκεί όπου η παράδοση να μπλέκεσαι στις ζωές των άλλων κρατάει από πολύ παλιά. Δεν βρίσκω κάτι να είναι λιγότερο αλήθεια σε αυτό· η Ευρωπαϊκή Ένωση πνίγει ανθρώπους, μαζί με τους Λίβυους εμπόρους κορμιών, τις μαφίες, την ακτοφυλακή και τις πετρελαϊκές εταιρείες.

Μετά από μια εβδομάδα άπνοιας, ήρθαν άνεμοι 25 κόμβων. Τη νύχτα τα κύματα πέρασαν πάνω από τα έξαλλα του χαμηλού Eleonore. Όλοι βραχήκαν μέχρι το κόκκαλο και μόνο η πυκνή ανθρώπινη μάζα κρατούσε τους ανθρώπους στη θέση τους, με τον κίνδυνο όμως να βρεθεί και αυτή μονομιάς στη θάλασσα, σαν σύνολο. Ο καπετάνιος εξέπεμψε σήμα κινδύνου και έστριψε αυτόβουλα προς το Pozzallo της Σικελίας. Απαγγέλθηκαν κατηγορίες, πρόστιμα και κατάσχεση του πλοίου. Ο καιρός σφύριξε το ματς στις μακριές συνομιλίες των εταίρων. Στο φύλλο αγώνα γράφτηκε ότι στις κερκίδες, σε κάποια θύρα, σημειώθηκαν ελαφρές αψιμαχίες. Ένας βοηθός είπε ότι τα πράγματα ήταν κάπως πιο σοβαρά, αλλά ο ρεφερί τον αγνόησε. Δεν μπορεί η ζωή να είναι τόσο φθηνή από την άλλη μεριά του οβάλ στεγάστρου, στο ίδιο άλλωστε γαλανό γήπεδο που οι επίσημοι περάσανε τα καλύτερα καλοκαίρια τους.