Η διασταύρωση του θεάματος με τις πολιτικές ταυτότητας αποτελεί ένα από τα δύο κεντρικά πολιτιστικά θέματα της ύστερης προηγούμενης δεκαετίας και της πρώιμης τωρινής, με το άλλο να είναι η εξάχνωση των παρελθοντικών καταβολών και των μελλοντικών οραμάτων σε ένα διαρκές ψηφιακό παρόν, ξέχειλο από μηδενιστικά memes. Στα της δικής μας επαρχίας, το ζήτημα των ταυτοτήτων και της μαζικής κουλτούρας αφορά κυρίως τον τομέα όπου η δεύτερη διατηρεί ακόμα την επίφαση των μεγάλων παραγωγών: τα τηλεοπτικά ριάλιτι σόου.

Αν εστιάσουμε στην τωρινή ναυαρχίδα αυτών των σόου – το Greece’s Next Top Model – θα δούμε ένα τοπίο που ξεφεύγει από την παράθεση δακρύβρεχτων ιστοριών καταβολής και το γνωστό μοτίβο της ελληνικής ποπ τηλεόρασης που, ως κακέκτυπο της αντίστοιχης αμερικάνικης, προσπαθεί με φτωχότερα μέσα να μας συλλαβίσει τι ακριβώς να αισθανθούμε. Στην παραγωγή του GNTM υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ενσωματώσει την σύγχρονη μορφή των πολιτικών ταυτότητας με τρόπο τέτοιον ώστε και να μπορούν να τις χρησιμοποιούν καλά για τους σκοπούς του θεάματος, αλλά και να τις αντανακλούν στο τηλεοπτικό γυαλί με ίχνη ουσιαστικού περιεχομένου. Τα παραπάνω τεκμαίρονται κατ’ αρχάς από το γεγονός ότι οι παίκτες από τις εθνικές και φυλετικές μειονότητες δεν είναι ούτε διακοσμητικοί, ούτε έχουν επιλεγεί βάσει μόνο αυτής τους της ιδιότητας. Δεν είναι κάτι δύσκολο να καταλάβει κανείς, αλλά για τα δεδομένα του ελληνικού θεάματος δεν είναι και πολύ διαδεδομένο: για να δείξεις ότι νοιάζεσαι για το περιθώριο δεν αρκεί πλέον να βάλεις τους ανθρώπους του να παρελαύνουν φορώντας την ετερότητά τους κορώνα· θα πρέπει να τους δώσεις και – τι άλλο – ατομικό περιεχόμενο, να ταυτίσεις το ραδιοτηλεοπτικό κοινό με την προσωπική τους ιστορία, ή να το κάνεις τέλος πάντων να ενδιαφερθεί για αυτήν και στο βαθμό που η ιστορία αυτή δεν προκαταβάλλεται από το ταυτοτικό ιστορικό των υποκειμένων. Έτσι, το σόου διαθέτει μεγάλες περιόδους κατά τις οποίες η μειονοτική ιδιότητα των μειονοτικών είναι σιωπηλή, όπου βλέπουμε πράγματα για αυτούς τα οποία δεν τα περιμέναμε και τα οποία, αν το καλοσκεφτεί κανείς, δεν είναι κάτι παραπάνω από απλά στοιχεία της ατομικής τους προσωπικότητας. Στοιχεία, δηλαδή, τα οποία απαιτούμε από τους υπόλοιπους, καθότι οι υπόλοιποι είναι σαν κι εμάς, και βέβαια βαρετοί αν δεν χρησιμοποιούν δικά τους ιδιώματα, αν δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο ταμπεραμέντο, παραξενιές, ευαισθησίες, ή αν δεν μηχανεύονται τέλος πάντων ραπ οχτάστιχα που σε κάνουν να σκέφτεσαι ότι είναι στ’ αλήθεια μια θαυμάσια εποχή για να μην έχεις αυτιά (τυχαίο παράδειγμα).

Όλη αυτή την ιστορία μπορεί κανείς να την περιγράψει κάπως καυστικά, όπως αποπειράθηκα να κάνω εγώ παραπάνω, αλλά στο κάτω-κάτω δεν πρόκειται και για κάποια απαίσια ιστορία, έτσι είναι, δεν είναι έτσι; Από το να μην εμφανίζονται καθόλου οι μειονότητες στο γυαλί, ή να εμφανίζονται κατά μόνας, στερεοτυπικά, εν είδει καρικατούρας, καλύτερα να εμφανίζονται ως πλήρη υποκείμενα, θα πει κάποιος. Κάποιος άλλος θα διαφωνήσει, αλλά αυτός ο δεύτερος κάποιος θα πρέπει πλέον όχι να κριτικάρει το ίδιο το θέαμα, αλλά να κάνει αναφορά σε δομικότερες κοινωνικές συνθήκες και το πώς πρέπει να μεταστραφούν για να επέλθει ένας δικαιότερος κόσμος, λέγοντας π.χ. ότι όσο η περιθωριοποίηση και η αδικία υφίστανται, το μόνο που μπορεί να κάνει το θέαμα είναι να δίνει επιφάσεις κινητικότητας στους καταπιεσμένους. Η προσωπική μου θέση είναι μια αμφότερη κατάφαση: και η κοινωνική καταπίεση δεν είναι θέμα ατομικό ή κυρίως πολιτιστικό, αλλά επίσης και, εφόσον υπάρχει θέαμα, καλό είναι αυτό να αντανακλά και τη σύσταση των πολυπολιτισμικών κοινωνιών στις οποίες αναφέρεται, και γιατί όχι μέσω ολοκληρωμένων ανθρώπινων υποστάσεων. Αλλά αυτά τα θέματα μπορούν να συζητηθούν στο παρόν μόνο με τρόπο κάπως βαρετό, και σε κάθε περίπτωση έχουν συζητηθεί πληρέστερα αλλού (κλείνουν φέτος πενήντα τρία χρόνια από την κριτική του Ντεμπόρ στο θέαμα και στη νεωτερικότητα, και λιγότερα από πλείστες άλλες κριτικές στην κριτική). Αυτό που με ενδιαφέρει σε αυτό το κείμενο είναι το πως η ίδια η ιδέα της θεαματικής συμπερίληψης βραχυκυκλώνει και παλινδρομεί, για λόγους που έχουν να κάνουν τόσο με την παραγωγή όσο και με την κατανάλωση ενός ριάλιτι σόου.

Υπάρχει κατ’ αρχάς ένα εγγενές κοινωνικό όριο: στην τελευταία φάση του παιχνιδιού (σπίτι) δεν υπάρχουν και δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν αυθεντικά queer υποκείμενα, trans, non-binary άτομα, και ούτω καθεξής. Τρία εκατομμύρια Έλληνες μας βλέπουν, σαφώς λιγότερα με τέτοιες παρουσίες, δεν είμαστε ακόμα εκεί. Οπότε τι κάνουμε εμείς, τους διώχνουμε γρήγορα-γρήγορα αφού κάνουν την πρώτη εντύπωση (πάντα πρέπει να κάνεις εντύπωση), κι επειδή δεν είμαστε και εντελώς κρετίνοι χρυσώνουμε το χάπι λέγοντάς τους πως είναι έτοιμα μοντέλα και δεν έχουν να μάθουν τίποτα από εμάς (από τους στρέιτ δεν ήταν κανείς φαίνεται, ο Εμιλιάνο και ο Αντρέας π.χ. έφτασαν σε αυτό το επίπεδο μέσα στο σπίτι). Οι γκέι άντρες είναι στο μεταίχμιο: μπορούν να έχουν ένα εμφανώς camp performance μπροστά στις κάμερες και στο πλατώ (Τσεντολίνι), να φωτογραφίζονται σε ομοερωτικά κόνσεπτ, αλλά ποτέ (ποτέ) να δηλώνουν ευθαρσώς τη σεξουαλικότητά τους. Όλοι τη γνωρίζουμε κατά μόνας, αλλά δεν είμαστε έτοιμοι να την γνωρίσουμε όλοι μαζί. Αυτά όμως είναι όρια που μπορούν και μάλλον θα ξεπεραστούν τα επόμενα χρόνια, που αφορούν περισσότερο τα επί μέρους εδάφη της δημόσιας παρουσίας που δεν έχουν κατακτηθεί ακόμα από τις πολιτικές ταυτότητας μεν, κατακτώνται ραγδαία σε κάθε στροφή της Ιστορίας, και δη της ψηφιακής, δε. Σε χώρες του πρώτου κόσμου έχουν κατακτηθεί ήδη, και το σχετικό ζήτημα παρουσιάζει ενδιαφέρον περισσότερο πολιτικό και λιγότερο αναλυτικό.

Τι γίνεται τώρα με τις παρουσίες που είναι νομιμοποιημένες ως τέτοιες, δηλαδή κυρίως τις εθνικές και φυλετικές μειονότητες; Έχει ενδιαφέρον το να εστιάσουμε στις δύο γυναικείες παρουσίες που βρίσκονται σε διαμετρικά αντίθετα σημεία αναφορικά με την προσοχή που τους δίνει το σόου. Από την μία έχουμε την Ρασέλ, μια μαύρη Θεσσαλονικιά με καταγωγή από τις Σεϋχέλλες. Η Ρασέλ ομολογουμένως παίζει πάρα πολύ έξυπνα: ξέρει ότι η πρώτη δουλειά ενός ανθρώπου που βρίσκεται μπροστά στις κάμερες είναι ακριβώς η ίδια με όλες τις υπόλοιπες δουλειές των εργαζόμενων σε αυτόν τον κόσμο: να παράγουν υπεραξία για τον εργοδότη τους, κάτι που εδώ σημαίνει απλά και ξεκάθαρα το να εγείρει τα πάθη (οποιαδήποτε πάθη) αυτών που βρίσκονται μπροστά στην τηλεόραση, να τους κρατά κολλημένους εκεί. Η σημερινή τηλεοπτική οικονομία της προσοχής δοκιμάζεται σκληρά· σκεφτείτε μόνο πόσα επεισόδια GNTM έχετε δει με το κινητό στο χέρι, πόσος πολύτιμος τηλεοπτικός χρόνος έχει ξεγλιστρήσει από την προσοχή σας όταν μιλάνε άλλοι παίκτες στο ιδιωτικό δωμάτιο των συνεντεύξεων, και αντιπαραβάλλετε το πόσο τεταμένη είναι η προσοχή σας όταν μιλάει η Ρασέλ – ό,τι κι αν είναι αυτό που λέει. Ο αυτός είναι και ο λόγος που διάφοροι παίκτες, όχι λίγοι, δεν μιλάνε σχεδόν ποτέ σε συνέντευξη (γιατί δεν μπορούν να τσιτώσουν τους τηλεθεατές), αλλά και ο λόγος που οι παίκτες αποχωρούν με αύξουσα σειρά κατά τη δυνατότητά τους να επιστήσουν την τηλεθεατική προσοχή στο τηλεθέαμα. Ειρήσθω εν παρόδω, όσοι κρίνουν τον «χαρακτήρα» οποιουδήποτε παίκτη ριάλιτι, θα ήθελαν ίσως να σκεφτούν αν θα έκριναν τον χαρακτήρα κάποιου εργαζομένου από το πώς συμπεριφέρεται στη δουλειά του – ειδικά όταν αυτή η δουλειά είναι πριν απ’ όλα προϊόν ηθοποιίας και μοντάζ. Ως συνήθως, νομίζω, οι αντιδράσεις του κοινού απέναντι σ’ αυτού του τύπου τα σόου, ακόμα κι αν είναι αντιδράσεις απέχθειας, δείχνουν πολλά περισσότερα για τις συναισθηματικές ανάγκες του ίδιου του κοινού, παρά για τους συμμετέχοντες.

Πίσω στις γυναίκες του GNTM. Στον αντίποδα της Ρασέλ, η Παρασκευή, μια τσιγγάνα από την Αχαΐα, είναι μια παίκτρια που δεν προσέφερε καθόλου θέαμα. Δεν την ακούσαμε να μιλάει σχεδόν ποτέ σε ιδιωτική συνέντευξη στο σπίτι, και αναμενόμενα έφυγε με την πρώτη ευκαιρία μετά από μια ευθεία σύγκριση με την Ρασέλ, της οποίας υπερτερεί ασυζητητί ως μοντέλο. Μετά τις πλείστες όσες φορές που ζητήθηκε από τους παίκτες να κάνουν οιαδήποτε τυχαία τρέλα ήρθε στο μυαλό του καλλιτεχνικού διευθυντή, ένα τηλεοπτικό ριάλιτι για μοντέλα αποδεικνύεται ξανά σχετικά άσχετο με τις ικανότητες κάποιου στο μόντελινγκ – ποιος θα το περίμενε. Ποιο είναι εδώ το θέμα: όχι το, όπως είπαμε, απολύτως αναμενόμενο (ότι αυτός που δίνει νούμερα μένει), αλλά ακριβώς το με ποιες ιδιότητές της κάνει νούμερα (άρα μένει) η Ρασέλ, και το με ποιες άλλες (μη) ιδιότητές της δεν κάνει νούμερα, (και άρα (δεν μένει) η Παρασκευή. Η Ρασέλ λοιπόν, όπως γνωρίζει άπασα η τηλεθεατική κοινωνία που αγαπά να την μισεί, είναι, πώς να το πει κανείς, μια κατεξοχήν evil θειά. Θάβει τους πάντες πίσω από την πλάτη τους κάνοντας ενίοτε τρανταχτά λογικά άλματα ή και πέφτοντας σε αντιφάσεις για βγάλει δηλητηριώδη συμπεράσματα, χαίρεται με τον πόνο των άλλων, μοιάζει να εξυπηρετεί μια αυθύπαρκτη κακία, χρησιμοποιώντας – και αυτό είναι το κυριότερο – μια παντελώς ανέμπνευστη και στερούμενη χιούμορ φρασεολογία που αντιστοιχεί σε στερεοτυπίες της «κουτσομπόλας της γειτονιάς», της κακίας πεθεράς ή της ανύπαντρης αδερφής. Ταυτόχρονα, αυτός ο ρόλος, γιατί περί ρόλου πρόκειται, είναι ακριβώς που την κρατάει μέσα στο παιχνίδι. Η μαύρη Ρασέλ, δηλαδή, κρατιέται στο παιχνίδι ενσαρκώνοντας μια φιγούρα όσο πιο παραδοσιακά λευκή, ελληνική, μικροαστική γίνεται, αυτήν την θεία που όλοι είχαμε, και που πάντα βεβαίως ήταν θεία και όχι μαμά λόγω του απαραβίαστου της ιερότητας της Ελληνίδας μητέρας. Το αν η Ρασέλ είναι ή δεν είναι όντως έτσι (στο κάτω-κάτω κι αυτή Ελληνίδα είναι) δεν έχει καμία σημασία – σημασία έχει ότι μένει στο παιχνίδι ως τέτοια. Αυτό επικυρώνεται από το γεγονός ότι ενώ σύσσωμο το (λευκό) ελληνικό Ίντερνετ αυτή τη στιγμή βρίζει μια από τις ελάχιστες μαύρες παίκτριες ριάλιτι στην ελληνική τηλεοπτική ιστορία, δεν έχει βρεθεί ούτε μισός άνθρωπος της Αριστεράς να κάνει έστω ακροθιγώς λόγω για ρατσισμό. Γιατί; Γιατί η Ρασέλ δεν βιώνεται ως μαύρη, αφού αντιστοιχεί σε μια φιγούρα που φαντασιακά υπάρχει ως αποκλειστικά ελληνική.

Η Παρασκευή, εν αντιθέσει, δεν έκανε καμία αίσθηση. Δεν έφερε εμφανώς καμία ταυτότητα, ούτε παραδοσιακά λευκή ελληνική, ούτε όμως και τη δικιά της. Αυτό δυσαρέστησε από νωρίς τους κριτές, οι οποίοι μετακινήθηκαν γρήγορα από τον τόνο «αχ θα ‘ναι τέλεια να έρθει εδώ να ξεδιπλώσει την τσιγγάνικη καρδιά και τα βραχιόλια της» (είπαμε, στην Ελλάδα είμαστε, ο τόσο δημόσιος αντιρατσισμός μέχρι εκεί φτάνει περίπου), σε κάτι του στυλ «εκφράσου κι εσύ λίγο βρε Παρασκευή μου όμως, ξύπνα». Η Παρασκευή δεν ξύπνησε, βραχιόλια πολλά δεν φόρεσε, δεν ξεδίπλωσε την τσιγγάνικη καρδιά της. Λίγο δεν ήξερε να περπατάει σε πασαρέλα, λίγο φοβόταν μπει στο νερό, λίγο μαζεμένη ήταν, μέχρι εκεί. Τι περίεργο στ’ αλήθεια, ένας τόσο νέος άνθρωπος, πιθανά και φύσει ντροπαλός, από μία κουλτούρα που έχει συνηθίσει στην τηλεοπτική προβολή μόνο ως προπομπό ρατσιστικών επιθέσεων, να είναι κυρίως τρακαρισμένος και να κοιτάζει κυρίως να φυλάει τα νώτα του όταν βρεθεί μπροστά στα τηλεοπτικά φώτα. Τι σοκ θα πρέπει να ήταν η αντανακλαστική συστολή της Παρασκευής για την κυρία Ζενεβιέβ Μαζαρί και την δική της φαντασίωσή για το πώς και το πόσο θα την διασκέδαζε η τσιγγάνα στο πλατώ, και πόσο ωραία εκφράστηκε όταν σε μια στιγμή συγκαλυμμένου τρόμου της Παρασκευής η ίδια σχολίασε «καλέ, να την φέρνουμε εδώ αυτήν να ξυπνήσει». Κυρίως: ποιος θα το περίμενε ότι, στα στενά όρια και τον φρενήρη ρυθμό του prime time βραδινού τηλεοπτικού χρόνου, η πολιτιστική διαλεκτική δεν κυλάει τόσο ομαλά όσο φαντασιώνεται ο όψιμος αντιρατσισμός της θετικής ενέργειας και του λαμπερού χώρου της μόδας.

Ανακεφαλαιώνουμε: η μία εργαλειοποίησε μια ταυτότητα που πιο λευκή, ελληνική, μικροαστική δεν γίνεται, η άλλη σίγησε και, παρότι φοβερών προδιαγραφών μοντέλο, έφυγε νωρίς. Το πού θα κατέληγε η Παρασκευή αν είχε ξεδιπλωθεί τω όντι η έρμη η τσιγγάνική της ψυχή δεν το ξέρουμε, ξέρουμε όμως πως ο ίδιος κανόνας ισχύει πάνω-κάτω και για τα αγόρια: βλέπουμε ανθρώπους μαύρους ή Αλβανούς, αλλά δεν βλέπουμε κατ’ ουσίαν κάτι από τη διαφορά που θα μπορούσε να σηματοδοτεί αυτή η ιδιότητα μέσα στο ελληνικό συγκείμενο· βλέπουμε – θα μπορούσαμε μόνο να δούμε – την ομοιότητα, και θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως δεν είναι τυχαίο που εκφράσεις παρ εξελάνς καγκούρικα ελληνικές – «μπέσα φίλε», «ρε μπρο» κ.λπ. – χρησιμοποιούνται μετ’ επιτάσεως από τις ανδρικές ετερότητες του σπιτιού. Κάπως έτσι βρισκόμαστε στην άβολη θέση να ρωτήσουμε όχι αν η ελληνική τηλεόραση μπορεί να παρουσιάσει τη διαφορά, αλλά τι είναι αυτό που τελικά μπορεί να μεταβολίσει από αυτήν, και αν είναι κάτι πέρα από την φαντασίωσή της για το εξωτικόν αυτής της διαφοράς. Αν δηλαδή, κάπου ανάμεσα στην μπάρμπι, στη θειά, και στην φλογερή φλαμενκίστρια με τα χρυσά κουδούνια υπάρχει θέση για την πολιτιστική διαφορά έτσι όπως εμφανίζεται αυθόρμητα μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις. Αν αντίστοιχα, ανάμεσα στον μπάρμπα, στον κάγκουρα, και στο θύμα bullying που ήρθε στην Ελλάδα με βάρκα και χορεύει καταπληκτικά, υπάρχει θέση για έναν Έλληνα αφρικανικής καταγωγής σε όλη του την αντιφατική και πολύπλοκη ύπαρξη (δεν υπάρχει, φυσικά).

Το πρόβλημα μετασχηματίζεται: δεν είναι ότι η ελληνική τηλεόραση δεν θέλει τη διαφορά· είναι ότι, πέρα από την φαντασίωση που έχει για αυτήν, δεν ξέρει τι να την κάνει. Κάτι απόλυτα λογικό, αφού η κάλυψη της πολιτιστικής διαφοράς, όπως γνωρίζει όποιος έχει κατ’ ελάχιστο καταπιαστεί με αυτήν, δεν είναι δεκτική στο ταχυκαρδιακό περιβάλλον της (σχεδόν) ζωντανής τηλεόρασης, και κατά συνέπεια το περιβάλλον της ζωντανής τηλεόρασης δεν είναι δεκτικό σε αυτήν. Αντίθετα, η διαλεκτική ανάμεσα στις κουλτούρες, και δη ανάμεσα σε αυτές που βρίσκονται σε ασύμμετρα προνομιακές θέσεις, είναι μια διαδικασία που ενέχει τόνους διστακτικότητας, αμηχανίας, παρεξήγησης, άκρως μη γοητευτικών στιγμών, περιόδων κατάρρευσης της επικοινωνίας, προχωρημάτων, παλινδρομήσεων, προόδου και καταστροφής. Η ελληνική κοινωνία και οι ελληνικές κοινότητες, που το πώς έχουν φερθεί στους ξένους τους είναι γνωστό οπότε δεν θα επεκταθώ εδώ σχετικά, δεν έχουν περάσει ποτέ από τη βάσανο αυτής της διαδικασίας. Δεν γνωρίζουν και δεν γνώρισαν ποτέ ούτε γι’ αστείο το τι θα πει να είσαι ξένος μέσα στην πραγματικότητα των επί μέρους, συγκεκριμένων, για χρόνια σιωπηλών τρόπων να είσαι ξένος στην Ελλάδα. Και να που με κάποιο μαγικό τρόπο ξαναβρίσκουμε στον αφρό του θεάματος τις ίδιες του τις αντιφάσεις, αυτή τη φορά όχι ως κριτική έλλειψης επαναστατικότητας και ριζοσπαστικότητας, αλλά ως αυτό-αντίφαση της θεαματικής συμπερίληψης και ως βασικό κενό επικοινωνίας, ένα κενό που μόνο κινήσεις στο ίδιο το κοινωνικό επίπεδο μπορούν να γεφυρώσουν.

Είναι λοιπόν κακό να βλέπει κανείς GNTM; Όχι, φυσικά. Είναι κακό που το GNTM συμπεριλαμβάνει ανθρώπους που ούτε θα διανοούνταν πως θα μπορούσαν να είναι παρόντες στην ελληνική τιβί μόλις την προηγούμενη δεκαετία; Όχι, θα πει ένας κοινωνικός ψυχολόγος: με οποιουσδήποτε όρους κι αν αυτό συμβαίνει, η εξοικείωση με την αναπαράσταση του αλλότριου είναι επωφελής για την κοινωνική ζύμωση, σημαίνει πρώτα απ’ όλα ανθρωποποίηση του ξένου και δημιουργία άγραφων συλλογικών κανόνων. Αυτό το επιχείρημα δεν είναι αστείο, και σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι να κουνήσει το δάχτυλο ούτε στους τηλεθεατές, ούτε στην παραγωγή του σόου. Είναι όμως πιστεύω ωφέλιμο για όλους μας το να καταλαβαίνουμε τι είδους εμπλοκή έχουμε με ένα σόου, τι ζητάμε από αυτό, και κυρίως το μέχρι πού φτάνει ο εμπορεύσιμος αντιρατσισμός, και μάλιστα σε μια εποχή που έχει αποκτήσει την μορφή του απόλυτου θεαματικού συναλλάγματος – και άρα μιας ποιότητας που βρίσκεται ανά πάσα στιγμή προς απόσυρση.