Συγκεκριμένα, η Τζένιφερ Μόργκαν, τόνισε: «Η απόσυρση από την Συμφωνία του Παρισιού θα καταντήσει τις ΗΠΑ από παγκόσμιο κλιματικό ηγέτη σε κομπάρσο των διεθνών εξελίξεων. Πρόκειται για μία ηθικά χρεωκοπημένη απόφαση που ο Τραμπ στο μέλλον θα μετανιώσει πικρά. Η παγκόσμια κλιματική δράση δεν είναι απλώς ένα νομικό ή πολιτικό ζήτημα προς συζήτηση, αλλά μία αδιαπραγμάτευτη υποχρέωση για την προστασία των ανθρώπων και του πλανήτη.

Ο Τραμπ παραδίδει την αμερικανική κυριαρχία στους πραγματικούς παγκόσμιους ηγέτες, που εκμεταλλεύονται το διεθνές μομέντουμ προκειμένου να προστατέψουν το κλίμα και τις χώρες τους μέσω της μεταστροφής τους σε οικονομίες που τροφοδοτούνται με καθαρή και ανεξάντλητη ενέργεια. Γινόμαστε μάρτυρες μίας κατακλυσμιαίας αλλαγής στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων, καθώς η Ευρώπη, η Κίνα και άλλες χώρες αναλαμβάνουν τα ηνία της νέας εποχής.

Από τις περίπου 200 χώρες που συμφώνησαν στην ανάγκη λήψης κλιματικής δράσης, μόλις μία αποφάσισε να αποχωρήσει. Αυτό από μόνο του δείχνει πόσο εκτός τόπου και χρόνου είναι ο Τραμπ. Πρόκειται για μία κοσμοϊστορική αλλαγή φρουράς σε παγκόσμιο επίπεδο: καθώς η Αμερική επισήμως επιλέγει το παρελθόν, πολιτικοί ηγέτες, επιχειρηματίες και άνθρωποι από όλο τον κόσμο προχωρούν προς το μέλλον”, συνεχισε η Morgan.

Νωρίτερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Κίνα με κοινή δήλωσή τους υπογράμμισαν την προσήλωσή τους στη Συμφωνία του Παρισιού και τη δέσμευσή τους για κλιματική δράση.[1] Η κοινή τοποθέτηση υπογράμμισε τα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη από τη λήψη κλιματικής δράσης, παρείχε λεπτομέρειες για τον τρόπο που θα κινηθούν στο εξής η Ε.Ε. και η Κίνα στο περιθώριο της επίσημης διαδικασίας, δηλαδή της Σύμβασης-Πλαίσιο του ΟΗΕ για το Κλίμα (UNFCCC), καθώς και κάλεσμα σε όλες τις χώρες να “ενδυναμώσουν τις προσπάθειες με την πάροδο του χρόνου”. Υπενθυμίζεται ότι πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε[2] αύξηση του στόχου διείσδυσης ΑΠΕ σε 35%-45% το 2030 από το αναιμικό 27% που έχει θέσει σήμερα η Ευρώπη. Με τις κατάλληλες πολιτικές, οι μισοί Ευρωπαίοι πολίτες θα μπορούσαν να παράγουν και να καταναλώνουν τη δική τους καθαρή ενέργεια ως το 2050[3].