Ένα διήγημα της Ζωής - Μαρκέλας Γαλανάκη
Το χωρίο του Εμρέ βρισκόταν στους πρόποδες του όρους Μούνζουρ, εκεί που λέμε Ανατολή. Ναι, εκεί ακριβώς απ’ όπου ξεκινάει ο ήλιος τις μέρες των ανθρώπων. Κι όπως όλοι οι χωριανοί του, είχε κι αυτός μάτια γαλαζοκίτρινα, ίδια με τον ουρανό του τόπου.
Το χωριό αυτό, όνομα δεν είχε, γιατί ποτέ δε χρειάστηκε. Ούτε οι ξένοι πήγαιναν, ούτε οι ντόπιοι έφευγαν. Στη μια άκρη του, υπήρχε ένα ποτάμι που άλλαζε τη φορά του ανάλογα με τα κέφια του, και, στην άλλη άκρη του, μια πηγή που έτρεχε ζεστό γλυκό νερό, πιο νόστιμο κι από τσάι.
Οι χωριανοί δεν είχαν μόνο ξεχωριστά μάτια, αλλά και ξεχωριστή ματιά. Μπορούσαν δηλαδή να δούνε το καλό σε κάθε τι. Όπως, για παράδειγμα στις οχιές, πλάσματα μισητά σ’ όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους. Έδειχναν γενναιοδωρία και φροντίδα ακόμα και σ’ αυτά τα επικίνδυνα ερπετά κι αυτά τους το ανταπέδιδαν με τρυφερότητα και αφοσίωση. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που όταν πια γερνούσαν και γέμιζε το σώμα τους με δηλητήριο, ανέβαιναν πάνω στο όρος Μούνζουρ, δάγκωναν την ίδια τους την ουρά και αυτοκτονούσαν.
Επιπλέον, στο χωριό υπήρχε αυτάρκεια. Υλική και ψυχική. Οι άνθρωποι καλλιεργούσαν και απολάμβαναν τα πιο εκλεκτά είδη τροφής και συναισθημάτων. Κι όπως εύκολα υποθέτει κανείς, όλοι οι καρποί ήταν αγνοί και καθαροί. Όπως ας πούμε το καλαμπόκι, το ρύζι, οι φιλίες, οι πατάτες, οι τουλίπες, οι έρωτες και οι ορχιδέες.
Καθημερινά, όταν άρχιζε ο ήλιος το ταξίδι του από το χωριό, όλοι οι κάτοικοι ξυπνούσαν απ΄ το φως και τη ζεστασιά του. Μαζί τους, φυσικά ξυπνούσε κι ο Εμρέ. Και καθώς μοναξιά δεν είχε βιώσει και, επομένως, οι μνήμες του ποτέ δεν τον βάραιναν, σηκωνόταν από το κρεβάτι του με μια απαλή ορμή και με μία λαχτάρα να ανακαλύψει τι του επιφύλασσε η καινούρια μέρα. Ευχαριστιόταν πολύ το πρωινό του, κάθε φορά με τρόπο διαφορετικό, καθώς, από μικρό του είχε μάθει ο Χότζας, πως καμιά ντομάτα δεν έχει ίδια γεύση με την άλλη, όπως συμβαίνει άλλωστε και με όλους τους καρπούς του θεού. Στη συνέχεια καθώς κατευθυνόταν για το μαντρί, και παρόλο που έπαιρνε πάντοτε την ίδια διαδρομή, η φύση του επιφύλασσε αστείρευτες εκπλήξεις, όπως παραδείγματος χάρη νεογέννητα άνθη ή ιδιόμορφα σύννεφα. «Κανείς δε μπορεί να πάρει το ίδιο μονοπάτι δυο φορές» έλεγε άλλωστε ο Χότζας. Τα μεσημέρια, τα περνούσε με την οικογένειά του ενώ τα απογεύματα με τους φίλους του. Οι άνθρωποί δεν έχουν τέλος κι ο Εμρέ το ήξερε και ποτέ δεν τους χόρταινε. Η αγάπη ήταν άλλωστε ένα δεδομένο για το χωριό της Ανατολής κι έτσι κανείς απ’ τους κατοίκους του δεν την αποθύμησε (γι’ αυτό και δεν γράψανε ποτέ τους ούτε ένα ποίημα).
Αν κάτι ξεχώριζε τον Εμρέ από τους χωριανούς του, ήταν το γιαούρτι που έφτιαχνε (καθώς το ανακάτευε πάντα με λίγα κίτρινα ροδοπέταλα), η υπέρμετρη ευαισθησία του (πάντοτε δάκρυζε καθώς τραβούσε τα πέταλα από τα ρόδα) και ο αχαλίνωτος θαυμασμός του για το όρος Μούνζουρ. Αυτός ο τελευταίος είναι που τον έσπρωχνε να κάνει εκατοντάδες ζωγραφιές και να τις χαρίζει μετά σε φίλους και συγγενείς, καθώς ο Χότζας κάποτε του ‘χε πει «άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στο Μωάμεθ». Όλα, λοιπόν, τα σαλόνια του χωριού κοσμούνταν από τα έργα του Εμρε. Το Μούνζουρ με βροχή, το Μούνζουρ με χιόνια, το Μούνζουρ την ώρα που ξεκινάει ο ήλιος, το Μούνζουρ και το φεγγάρι και πάει λέγοντας. Ο θαυμασμός του όμως δε χόρταινε με το χαρτί και τα πινέλα.
Μια καλοκαιρινή μέρα, συγκεκριμένα, τη μέρα που έκλεινε τα δεκαπέντε χρόνια του, σκέφτηκε καλά τα λόγια του Χότζα και αποφάσισε να πάει αυτός να συναντήσει το βουνό και να το αγκαλιάσει, όπως άλλωστε κάνουν οι άνθρωποι με τα πλάσματα που αγαπάνε.
Ξεκίνησε, λοιπόν, με την ανατολή χωρίς να αποχαιρετήσει κανέναν, καθώς στο χωριό δεν είχαν εφεύρει ακόμα τους αποχαιρετισμούς και χωρίς να πάρει μαζί του κανένα εφόδιο, καθώς ούτε τα δισάκια είχαν εφεύρει. Ευτυχώς είχε για συντροφιά του τρία αηδόνια, που του έφερναν φρέσκους καρπούς για να μην πεινάσει και του κελαηδούσαν την αγαπημένη του μελωδία για να μη στεναχωρηθεί. Μόνο όταν έπιασε το βράδυ και τα πουλάκια κοιμήθηκαν, ένιωσε την καρδιά του να στεγνώνει στη σκέψη του χωριού του και λαχτάρησε την συντροφιά των ανθρώπων του. Αποκοιμήθηκε κάτω από μία δαμασκηνιά ελπίζοντας να φύγει αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα και για πρώτη φορά στη ζωή του είδε όνειρο: να ονειρεύεται στο κρεββάτι του.
Το επόμενο πρωί ξύπνησε με μια πικρή απογοήτευση, μα η συντροφιά των αηδονιών απάλυνε αυτή τη δυσάρεστη αίσθηση και του θύμισε το στόχο του, την αγκαλιά. Είχε υπολογίσει λανθασμένα ότι ήδη θα τα είχε καταφέρει, αλλά το όρος ήταν πολύ φαρδύτερο απ’ ότι φαινόταν από το χωριό και θα έπρεπε τελικά να ανέβει μέχρι την κορυφή του για να φτάσουν τα χέρια του να του κάνουν μια καλή αγκαλιά. Πέρασε επομένως ακόμη ένα βράδυ με την καρδιά του να στεγνώνει κι άλλο και τα όνειρά να του θυμίζουν τις ομορφιές που είχε αφήσει πίσω του. Και μετά ακόμη ένα, και ακόμη ένα. Τα πρωινά έπαιρνε κουράγιο και τα βράδια το έχανε.
Ώσπου την πέμπτη ημέρα, την αυγή, ήταν πια εκεί, στην κορυφή του όρους Μούνζουρ. Ήταν τραχιά και δροσερή και χρειάστηκαν μερικοί πολύ προσεκτικοί ελιγμοί ώστε να τη σκαρφαλώσει, να φτάσει στο πιο στενό της σημείο, τη μύτη της, και να καταφέρει να την αγκαλιάσει. Καμία αγκαλιά στον κόσμο, μέχρι σήμερα, δεν κράτησε περισσότερο από αυτή του Εμρέ με το Μούνζουρ.
Ο ήλιος είχε πια αρχίσει να δύει όταν ο Εμρέ άφησε το βουνό από τα χέρια του και στάθηκε σ’ ένα βραχάκι.
Και τότε το είδε. Το χωριό του ήταν τόσο μακριά, που έμοιαζε με μια φωτεινή ρόγα σταφύλι. Η καρδιά του άρχισε να πρήζεται και ήταν βέβαιος ότι σε λίγο δε θα χωρούσε στο κορμί του. Πρώτη φορά γνώριζε τη σκληρότητα του να είσαι μακριά από ό,τι αγαπάς και τη βαρβαρότητα του να το βλέπεις να φωτίζει μακριά σου.
Από τις βαριές του ανάσες τα σύννεφα γύρω από την κορυφή του Μούνζουρ σχημάτισαν τα φρύδια της μητέρας του, γεγονός που τον έφερε σε ακόμη μεγαλύτερη απελπισία. Τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει στο χωριό του, καθώς ήταν σίγουρος ότι η καρδιά του δε θα άντεχε να χτυπά ακόμη ένα βράδυ μακριά από ‘κει που ανήκει. Είχε ήδη νυχτώσει και τα αηδόνια είχαν αποκοιμηθεί.
Ο Εμρέ θύμωσε πολύ και με το Μούνζουρ, που με την ομορφιά του τον αποπλάνησε και τον τράβηξε ως εκεί. Άρχισε να χτυπά με μανία τη μύτη του βουνού (αυτήν που ολόκληρη τη μέρα αγκάλιαζε) μέχρι που την έσπασε και το πιο αιχμηρό της κομμάτι κατρακύλησε στους πρόποδές του, πολύ κοντά στο αγαπημένο του χωριό. Το ζήλεψε αυτό το κομμάτι μα φοβήθηκε πως αν το ακολουθούσε θα τον έβρισκε θάνατος πολύ οδυνηρός κι, όπως έπεφτε βαριά η νύχτα, ευχόταν να ήταν κι αυτός φτιαγμένος από πέτρα, να επέστρεφε με την ίδια ορμητική πορεία.
Μια γριά οχιά, που είχε ζήσει όλα της τα χρόνια στη θαλπωρή της οικογένειάς του Εμρέ και είχε ανέβει στο βουνό να βάλει, με την καθιερωμένη αυταπάρνηση, τέλος στη ζωή της, άκουσε την απελπισία του και την ευχή του. «Εγώ μπορώ σε πετρώσω με μια μόνο δαγκωματιά, αν είναι αυτή η επιθυμία σου». Ο Εμρέ την παρακάλεσε να το κάνει, και στη συνέχεια να τον σπρώξει ώστε να κυλήσει αμέσως στον αγαπημένο του τόπο. Κι έτσι κι έγινε. Η οχιά τον δάγκωσε, τον πέτρωσε και τον έσπρωξε κι ο Εμρέ κατρακύλησε με λαχτάρα μέχρι την πηγή του χωριού του και – τι κι αν ήταν πια από πέτρα- ένιωσε τη ζεστασιά του γλυκού νερού της, που ήταν πιο νόστιμο κι από τσάι. Την ανατολή φύτρωσε πάνω του μια κίτρινη τριανταφυλλιά.
*το όρος Μούνζουρ με τη χακτηριστική σπασμένη μύτη βρίσκεται κάπου στην Ανατολή και τα καλοκαίρια πάσχει από συνεχείς κατολισθίσεις, που οι ντόπιοι ονομάζουν Εμρέ. Αν κανείς κόψει κίτρινο τριαντάφυλλο, απ’ αυτά που φυτρώνουν στους πρόποδές του, λέγεται ότι τον βρίσκει αβάσταχτη νοσταλγία.
