Γράφω αυτό το άρθρο στη στροφή του χρόνου, ταξιδεύοντας με το οχηματαγωγό «Διαγόρας» από τη Ρόδο στην Κω. Μετεωρίζομαι ανάμεσα στα δύο νησιά, με ενδιάμεσους σταθμούς  τη Σύμη, την Τήλο και τη Νίσυρο.
 
Η τηλεόραση στο σαλόνι είναι συνεχώς ανοιχτή, μετεωρίζεται κι εκείνη ανάμεσα στα δύο μεγάλα θέματα των ημερών. Στο μυαλό μου λειτουργούν αλλεπάλληλοι συνειρμοί, μερικοί αρκετά βλάσφημοι. Αλλά σταματάω εδώ με το ναυάγιο, αποφεύγω να διαβάσω τις πολιτικές εξελίξεις μέσα από το φίλτρο αυτής της καταστροφής, μήπως και ολισθήσω σε πολιτική εκμετάλλευσή της. Θα προτιμήσω  να μείνω στα δικά μου λημέρια, της πολιτικής και της κοινωνίας.
 
Η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου έπεσε. Όχι μετά από μια μεγάλη διαδήλωση για τα μέτρα που πήρε, για τον πόνο και τη δυστυχία που έσπειρε, για τους εργαζόμενους που στερήθηκαν τις δουλειές τους ή τους μικρομεσαίους που έχασαν τις επιχειρήσεις τους. Όχι για τις θέσεις εργασίας και τα εργασιακά δικαιώματα που εξατμίστηκαν, όχι για τα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου που βγήκαν όπως όπως στο σφυρί, ούτε εξαιτίας των νόμων που ψήφισε προκειμένου να προσφέρει ασυλία σε μεγάλες επιχειρήσεις ή να  εξυπηρετήσει με πολλαπλούς άλλους τρόπους μεγάλα συμφέροντα,  ντόπια και ξένα.
 
Η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου έπεσε γιατί απέτυχε να συγκεντρώσει την αυξημένη πλειοψηφία που απαιτείται σύμφωνα με το Σύνταγμα για την εκλογή νέου προέδρου της Δημοκρατίας. Αλλά κατά κάποιον τρόπο υπεραπλουστεύω τα πράγματα. Η άρνηση των βουλευτών της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένου ικανού αριθμού ανεξάρτητων που αποδεσμεύτηκαν από τα κόμματά τους εξαιτίας της παρατεταμένης κρίσης του πολιτικού συστήματος, να συναινέσουν στην εκλογή του κ. Σταύρου Δήμα, πολλοί εξ αυτών σε αντίθεση με το ατομικό τους συμφέρον,  συμπυκνώνει την άρνηση της κοινωνίας να δεχτεί την παράταση της ζωής αυτής της κυβέρνησης και την απαίτησή της να μη δεχτεί άλλη μία δέσμη μνημονιακών μέτρων.
 
Αλλά έτσι γράφεται η Ιστορία, με συμπτώσεις, με ασυνέχειες και ενίοτε με χαοτικές εξελίξεις. Ελπίζω τουλάχιστον ότι αυτή τη φορά δεν θα γραφτεί με βάση τον φόβο.
 
Ο κ. Σαμαράς, ανάμεσα στα διάφορα τρομοκρατικά που δήλωσε μετά την ιστορική τρίτη ψηφοφορία, είπε ότι «τώρα είναι η ώρα του λαού». Πολύ σωστά: Ήρθε επιτέλους η ώρα που εκείνος και οι συν αυτώ έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποτρέψουν. Αλλά όταν λέμε ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, αυτό ακριβώς εννοούμε. Ότι υπάρχει η λαϊκή ετυμηγορία που θα δώσει τη λύση. Όχι οι ύποπτες μανούβρες, όχι η τρομοκράτηση του κόσμου, όχι ο αυταρχισμός και η καταστολή, όχι η συμμόρφωση σε εισαγόμενα προγράμματα -δήθεν- σωτηρίας.
 
Είπε και κάτι άλλο ο πρωθυπουργός. Ότι τάχα ήρθε η ώρα να μάθει ο λαός την αλήθεια. Έμμεση παραδοχή, βέβαια, ότι μέχρι τώρα μας έχουν φλομώσει στην εξαπάτηση. Και ταυτοχρόνως νέα απόπειρα εξαπάτησης, αφού ξέρουμε πολύ καλά ότι όσα αποκρύπτονται εν καιρώ «ειρήνης», σε καμία περίπτωση δεν γίνεται να αποκαλυφθούν εν καιρώ «πολέμου». Δεν πρόκειται να παραδεχτεί ο κ. Σαμαράς τις συμφωνίες που είχε συνάψει με την τρόικα, με προοπτική να υλοποιηθούν εφόσον έφευγε από τη μέση ο σκόπελος της προεδρικής εκλογής. Θα συνεχίσει να λέει το παραμύθι με το πλοίο που κινδυνεύει έξω από το λιμάνι και δεν τον αφήνουν να ολοκληρώσει την… σωτηρία του. (Να το πάλι το πλοίο, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση η ευθύνη δεν είναι δική μου)
 
Α, και κάτι άλλο. Επειδή λέγονται πολλά σχετικά με το τι ήθελε και την δεν ήθελε ο ελληνικός λαός, βάσει των δημοσκοπήσεων, σε σχέση με την εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας, το μόνο που έχω να πω είναι πως αν δημοκρατία ήταν να ακολουθούμε τις επιταγές των δημοσκοπήσεων, θα είχαμε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με πρωθυπουργό… Σαμαρά.
 
Αλλά πολλά είπα πάλι για τον κ. Σαμαρά, εδώ κοιτάμε πια κατευθείαν προς το μέλλον. Τόσον καιρό, βασικό μας μέλημα ήταν να αποδομήσουμε την κυβερνητική αφήγηση, να αντιτάξουμε τη δική μας αφήγηση για το πώς φτάσαμε στην κρίση και πώς πρέπει να αμυνθούμε στην επίθεση που δεχόμασταν από παντού.
 
Μπορούμε πια να περάσουμε στην επόμενη πίστα. Ταξιδεύοντας ακόμα ανάμεσα στη Ρόδο και στην Κω, καθώς το πλοίο αφήνει πίσω του το λιμάνι της Νισύρου, η ευχή μου για τον καινούριο χρόνο είναι ν’ αρχίσουμε μια καινούρια αφήγηση, να μην αλλάξουμε απλώς σελίδα, όπως μου είπε χθες ένας καλός φίλος, αλλά ν’ αρχίσουμε να γράφουμε μόνοι μας ένα καινούριο βιβλίο, από την αρχή, τη δική μας θετική αφήγηση σχετικά με το τι χώρα θέλουμε να φτιάξουμε, πώς θα το κάνουμε αυτό όλοι μαζί παίρνοντας την κατάσταση στα χέρια μας και όχι αναθέτοντάς την σε τρίτους, όσο «καλοί» κι αν είναι, το πώς θα δημιουργήσουμε πλούτο και πώς θα τον διανείμουμε δίκαια, πώς θα ξαναανακαλύψουμε τη δημόσια σφαίρα, στο πώς θα αφήσουμε στην άκρη το ατομικό συμφέρον για χάρη του συλλογικού, πώς θα εισαγάγουμε μεταρρυθμίσεις αριστερές, προοδευτικές, που τόση ανάγκη έχει ο τόπος, πώς θα καταργήσουμε τα ψεύτικα διλήμματα στην πράξη και πώς θα ξαναβάλουμε την Ελλάδα στον ευρωπαϊκό χάρτη, αλλάζοντας τους συσχετισμούς στην Ευρώπη και φτιάχνοντας νέες, αβίαστες και δημιουργικές συμμαχίες.
 
Εύχομαι και πιστεύω ότι το 2015 θα είναι ανατρεπτικό. Αλλά και δημιουργικό επίσης.