του Θάνου Καμήλαλη

Στις πρόσφατες συνεντεύξεις του, αλλά και νωρίτερα, όταν φάνηκε ότι οι αποφάσεις των δανειστών για το χρέος θα παραμείνουν ως έχουν, ο Αλέξης Τσίπρας έθεσε τον (νέο) στόχο – αφήγημα της κυβέρνησης του. «Έξοδος από τα μνημόνια και την επιτροπεία τον Αύγουστο του 2018». Θεωρητικά, η έξοδος στις αγορές είναι «η αρχή του τέλους της κρίσης», όπως το έθεσε ο ίδιος στη συνέντευξη του στον Alpha. Τα παραπάνω θα μπορούσαν να ισχύουν, αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ δεν είχε αναλάβει πολύ συγκεκριμένες και σκληρές δεσμεύσεις για τη μετά το τρίτο μνημόνιο εποχή.

Το Μνημόνιο τελειώνει, ζήτω το Μνημόνιο

Ας υιοθετήσουμε εδώ το καλύτερο σενάριο, αυτό που διακηρύσσει πλέον η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, αυτό δηλαδή που προβλέπει το ότι η Ελλάδα όντως δανείζεται πλέον από τις διεθνείς αγορές και όχι από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, ολοκληρώνει με «επιτυχία» το τρίτο μνημόνιο και δέχεται τα συγχαρητήρια του ευρωπαϊκού και διεθνούς κατεστημένου για τις «μεταρρυθμίσεις» και την «έξοδό της από την κρίση». Η «έξοδος» αυτή θα είναι καθαρά τυπική, αφού οι μνημονιακές δεσμεύσεις και θα συνεχίσουν να υπάρχουν και θα ενταθούν.

Σύμφωνα με τις τελευταίες αποφάσεις του Eurogroup, τα «συμπληρωματικά» κείμενα των μνημονίων αλλά και τα όσα επικυρώθηκαν από την ελληνική Βουλή τον Μάιο και τον Ιούνιο, η ελληνική κυβέρνηση αποδέχτηκε μέτρα λιτότητας για το 2019 (μετά δηλαδή το τέλος του τρίτου μνημονίου), ένα καθεστώς σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής μέχρι το 2022 κι ένα κατάτι χαλαρότερο μέχρι το 2060. Η Ελλάδα συμφώνησε σε νέα περικοπή των συντάξεων, με την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς και τη νέα μείωση του αφορολόγητου, μέτρα που θα εφαρμοστούν το 2019, λίγους μήνες δηλαδή αφότου θα πανηγυρίσει την «έξοδο της από τα μνημόνια». Συμφώνησε να ολοκληρώσει «μέχρι κεραίας» το τρίτο μνημόνιο και μόνο αν οι θεσμοί κρίνουν ότι αυτό έχει συμβεί, να επιτρέψουν την έξοδο της.

Συμφώνησε επίσης στη διατήρηση πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, σχεδόν πρωτόγνωρων για την παγκόσμια οικονομία, ύψους 3,5% του ΑΕΠ, για την περίοδο 2019-2022, ένα καθεστώς δηλαδή πολύ ενισχυμένης οικονομικής επιτροπείας. Ένα καθεστώς επίσης που θα συνεχίσει απαράλλακτο, όπως ισχύει τα τελευταία επτά χρόνια: Όταν οι δανειστές θα αποφαίνονται ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να πιάσει τους στόχους (κάτι που το ΔΝΤ, ασχέτως της εγκυρότητάς του, το κάνει σχεδόν μηνιαίως) θα εφαρμόζονται νέα μέτρα, ή ο «κόφτης» δαπανών που επίσης παραμένει σε ισχύ. Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα έχει αποδεχθεί δηλαδή τους δύο από τους τρεις παράγοντες που περιλαμβάνονται σε αυτό που εδώ και επτά χρόνια στην Ελλάδα αποκαλούμε συνοπτικά «μνημόνιο»

Πρόκειται για τα δύο βασικά θεμέλια που επηρεάζουν την πραγματική οικονομία, τους πολίτες, τον ελληνικό λαό. Όταν αυτοί οι παράγοντες εφαρμόζονται, το από πού θα έρθουν τα δάνεια, αυτά που σε ποσοστό άνω του 90% καταλήγουν μέσα σε λίγες μέρες πίσω στους δανειστές, δεν έχει σημασία. Στο καλύτερο σενάριο βάσει του δόγματος TINA (there is no alternative – δεν υπάρχει εναλλακτική) η Ελλάδα θα βγει από τα Μνημόνια, αλλά θα συνεχίζει να εφαρμόζει ένα σιωπηλό «τέταρτο». Κι αυτό φυσικά, στο «καλό» σενάριο από τα τρία που παρέθεσε το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, τη μη χορήγηση δηλαδή νέου δανείου προς την Ελλάδα. Τα άλλα δύο, η «προληπτική γραμμή στήριξης» και φυσικά ένα τέταρτο «πακέτο διάσωσης», είναι αυτονόητο ότι θα προσθέσουν ακόμα περισσότερα μέτρα την περίοδο από το 2019 κι έπειτα.

Επιστροφή στην αξιολόγηση

Παράλληλα, η έξοδος στις αγορές μοιάζει ένα… ευχάριστο διάλειμμα για την κυβέρνηση, καθώς η τρίτη αξιολόγηση είναι προ των πυλών. Μια αξιολόγηση με πάνω από 110 προαπαιτούμενα και νέα μέτρα που θα πρέπει να υλοποιηθούν στο τέλος του 2017 ή στους πρώτους μήνες του 2018. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι περικοπές σε οικογενειακά επιδόματα και επιδόματα αναπηρίας, ο «επανυπολογισμός» των συντάξεων, η κήρυξη απεργίας μόνο αν υπάρχει πλειοψηφία του 51% των εργαζομένων, το πλήρες άνοιγμα των καταστημάτων και τις 52 Κυριακές του χρόνου, το άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων και η συνέχεια της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας. Στα παραπάνω, θα πρέπει να προστεθεί και το ξεκίνημα των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων από το φθινόπωρο του 2017, στα πλαίσια της «διαχείρισης των κόκκινων δανείων», θέμα που επιμένουν και αναμένεται να «αξιολογήσουν» μετ’ επιτάσεως οι δανειστές, αλλά και η συνέχιση μέτρων που έχουν τεθεί εδώ και καιρό σε εφαρμογή, όπως η κατάργηση του ΕΚΑΣ μέχρι το 2019.

Το σήριαλ της διαπραγμάτευσης της ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα θα επιστρέψει, για τέταρτη σεζόν, με το φινάλε να είναι ως συνήθως προδιαγεγραμμένο. Η Ελλάδα άλλωστε ετοιμάζεται για μία διαπραγμάτευση έχοντας αποδεχθεί a priori ότι θα εφαρμόσει ό,τι ζητήσουν οι δανειστές, προκειμένου να ολοκληρώσει το 100% του τρίτου μνημονίου. Και βλέποντας ένα έργο σε επανάληψη, γνωρίζεις το πώς θα ολοκληρωθεί. Με την κυβέρνηση να υποστηρίζει (ξανά και ξανά) ότι πρόκειται για «τα τελευταία μέτρα πριν βγούμε από τα μνημόνια» και τους 153 βουλευτές της να αναφωνούν ένα ακόμα «ναι σε όλα», παρά τις ανούσιες επικοινωνιακές διαφωνίες.

Ο Αλέξης Τσίπρας συνηθίζει να ασκεί σκληρή κριτική σε μερίδα των δανειστών, κυρίως στο ΔΝΤ, για τις εκτιμήσεις του. Η κριτική αυτή είναι φυσικά βάσιμη, αφού όντως το ΔΝΤ «έχει πέσει τόσες φορές έξω» αλλά ισχύει επίσης ότι η Ελλάδα δεσμεύεται να ακολουθεί ακριβώς αυτές τις λάθος εκτιμήσεις. Για τα πολυθρύλητα «αντίμετρα» για παράδειγμα, που θα μπορούσαν να εξουδετερώσουν τα νέα μέτρα μετά το 2018, η κυβέρνηση έχει αποδεχθεί ότι αυτά θα εφαρμοστούν αν (και μόνο αν) οι δανειστές κρίνουν ότι υπερβαίνεται το πλεόνασμα του 3,5% και υπάρχει και ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος. Οι τελευταίες εκτιμήσεις του ΔΝΤ είναι ως συνήθως απαισιόδοξες και μιλούν για πλεόνασμα 2,2% το 2018 αντί του στόχου για 3,5%. Επομένως το επιχείρημα των «αντίμετρων», που μονοπώλησε την κυβερνητική επιχειρηματολογία τους προηγούμενους μήνες, αποδεικνύεται μία «φρούδα ελπίδα», ακόμη μία «αυταπάτη», καθώς συν τοις άλλοις, ανάμεσα στις πολλές επιστολές συμμόρφωσης που έχει στείλει η κυβέρνηση στους θεσμούς, έχει τονίσει ότι δε θα νομοθετήσει ξανά χωρίς την άδεια του (όπως συνέβη με το επίδομα στους χαμηλοσυνταξιούχους). Και κάπως έτσι, το ΔΝΤ ουσιαστικά καταλήγει ότι τα «αντίμετρα» θα νομοθετηθούν, ίσως από το 2023 κι έπειτα…

Κάθε τέλος μία αρχή

Εν κατακλείδι, είναι χρήσιμο να αναλογιστεί κανείς ξανά τι σημαίνει η «έξοδος από το Μνημόνιο», όπως την ευαγγελίζονται διαδοχικά οι κυβερνήσεις των επτά τελευταίων ετών. Θα καταργηθούν οι χιλιάδες εφαρμοστικοί νόμοι της περιόδου 2010-2017 που προκάλεσαν τη μεγαλύτερη ύφεση σε οικονομία κράτους εν καιρώ ειρήνης; Φυσικά και όχι. Θα μπορεί η οποιοδήποτε ελληνική κυβέρνηση να χαράσσει ελεύθερη την οικονομική της πολιτική; Επίσης η απάντηση, βάσει των επίσημων κειμένων, είναι αρνητική. Για ένα απλό παράδειγμα, στη σελίδα 2 του τελευταίου, αναθεωρημένου ή «τέταρτου», μνημονίου, προβλέπεται ότι «η επιτυχία του προγράμματος θα χρειαστεί τη συνεχή εφαρμογή των συμφωνημένων πολιτικών για πολλά χρόνια – που προϋποθέτει την πολιτική δέσμευση, αλλά και τη τεχνική δυνατότητα της ελληνικής διοίκησης να τα καταφέρει – και σε αυτόν τον τομέα οι αρχές αποφάσισαν να κάνουν χρήση της διαθέσιμης τεχνικής βοήθειας». Κι ακόμα κι αν αυτό δεν γραφόταν ρητά, οι σκληρές δεσμεύσεις μέχρι το 2022 κάνουν την κατάσταση ξεκάθαρη. Το τέλος του τρίτου μνημονίου, ακόμα κι αν δεν συνοδευτεί επίσημα από επόμενο, θα είναι απλώς η αρχή ενός νέου κύκλου λιτότητας.

Θα σταματήσουν να προστίθενται νέα μέτρα στα ήδη δυσβάσταχτα και καταστροφικά; Με την «έξοδο» τον Αύγουστο του 2018, τις περικοπές σε συντάξεις και αφορολόγητο να έχουν προαποφασιστεί για το 2019 και τις ρητές δεσμεύσεις να φτάνουν μέχρι το 2022, θα ήταν σουρεαλιστικό να το υποστηρίξει κανείς αυτό. Εκτός φυσικά, κι αν έχει πάρει μόνιμο διαζύγιο με την πραγματικότητα, την ίδια πραγματικότητα που δεν αλλοιώνεται από την περίφημη έξοδο στις αγορές.